Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Ἰανουαρίου 2020, ΙΒ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιζ΄ 12-19)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
1. Κραυγὴ ἱκεσίας
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ὅτι ὁ Κύριος πλησίασε σὲ ἕνα χωριό, ὅπου Τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν μακριά Του καὶ «ἦραν φωνήν», ἔβγαλαν φωνή, φώναξαν δυνατά: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ἰησοῦ Κύριε, ἐλέησέ μας. Οἱ λεπροὶ στάθηκαν μακριά, διότι λόγω τῆς ἀσθενείας τους ἦταν, κατὰ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἀκάθαρτοι καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ εἰσέλθουν σὲ κατοικημένη περιοχὴ οὔτε νὰ πλησιάσουν ὑγιὴ ἄνθρωπο.
«Ἦραν φωνήν». Οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι μέσα στὴν ἀθλιότητά τους γίνονται διδάσκαλοι προσευχῆς στοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅταν ἀπευθυνόμαστε στὸν Κύριο, νὰ ὑψώνουμε τὴ φωνή μας γιὰ νὰ μᾶς ἀκούσει. Ὄχι νὰ φωνάζουμε μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ νὰ κραυγάζουμε μὲ τὴν καρδιά. Καὶ ἂν αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς βαραίνουν πολλὰ ἁμαρτήματα, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ἀλλὰ νὰ στεκόμαστε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μὲ ταπείνωση καὶ μετάνοια ἐνώπιον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ καὶ νὰ ζητᾶμε ἐπιμόνως ἔλεος. Ὁ Κύριος δὲν περιφρονεῖ τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν συντετριμμένων καρδιῶν· ἀντίθετα Τὸν λυποῦν καὶ Τὸν δυσαρεστοῦν οἱ προσευχὲς ποὺ ἀναπέμπονται μὲ χαλαρότητα, μετεωρισμό, ἀμελῶς καὶ ραθύμως.
Ἂς φροντίζουμε λοιπὸν ἡ προσευχή μας νὰ γίνεται μὲ συγκέντρωση καὶ θέρμη, ν᾿ ἀνεβαίνει σὰν κραυγὴ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ· ἔτσι θὰ ἑλκύει πλούσιο τὸ ἔλεός Του.
2. Κραυγὴ εὐγνωμοσύνης
Στὴν περικοπὴ ὅμως ἀκούσαμε καὶ μιὰ ἄλλη κραυγή: ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε «μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν»· προχωροῦσε στὸν δρόμο καὶ φώναζε δυνατὰ καὶ συνέχεια «Δόξα σοι, ὁ Θεός, δόξα σοι, ὁ Θεός». Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ»· ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν εὐχαριστοῦσε. Τί πλούσια εὐγνωμοσύνη! Τί εὐγενικὴ καρδιά!
Παράδοξο ἄκουσμα καὶ σπανιότατο θέαμα: ἕνας ἄνθρωπος βαθύτατα εὐγνώμων, μιὰ μεγαλόφωνη ἐξαγγελία τῆς εὐεργεσίας μὲ ταπεινὴ γονυκλισία, μὲ τὸ μέτωπο στὸ χῶμα μπροστὰ στὸν Εὐεργέτη. Δυνατὸ μήνυμα εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας στὴν ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας.
Ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του; Καὶ πῶς Τὸν εὐχαριστοῦμε; Ἡ εὐχαριστία μας εἶναι τόσο θερμὴ ὅσο καὶ ἡ ἱκεσία μας; Τὸ σπάνιο λουλούδι τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ εὐδοκιμεῖ στὰ ψηλὰ βουνά, στὶς καρδιὲς τὶς ὑψωμένες πάνω ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό, εὐωδίασε τοὺς Ναούς μας σήμερα. Ποιὸς θὰ ζηλέψει τὸ ἄρωμα, τὸ κάλλος, τὴν εὐγένειά του καὶ θὰ ποθήσει ν᾿ ἀνθίσει καὶ στὴ δική του καρδιά; Ἀποκτᾶται καὶ καλλιεργεῖται δωρεὰν μὲ λίγο φιλότιμο καὶ ταπείνωση.
3. Ὁ Σαμαρείτης ξεπέρασε στὴν ἀρετὴ τοὺς Ἰουδαίους
«Καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἔδειξε τέτοια εὐγνωμοσύνη, ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ λιγότερο φωτισμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους· «ἀλλογενής», ὅπως τὸν χαρακτήρισε ὁ Κύριος, ξένος, δὲν ἀνῆκε στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Καὶ ὅμως ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους στὴν ἀρετὴ καὶ ἔλαβε τὸν ἔπαινο τοῦ Κυρίου. «Πήγαινε στὸ καλό. Ἡ πίστη σου δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματικὴ σωτηρία», τοῦ εἶπε…
Εἴμαστε βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη αὐτὴ δωρεά Του, τὴν ὁποία δισεκατομμύρια ἀνθρώπων δὲν ἀπολαμβάνουν. Τὸ ὅτι ὅμως εἴμαστε Χριστιανοὶ δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε πιὸ ἐνάρετοι ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανούς, οὔτε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε βέβαιη τὴ σωτηρία καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἀπώλεια. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀλλοδαποὶ στὴν πατρίδα μας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐγκληματικὴ συμπεριφορὰ ὁμοεθνῶν τους, ἔχουν δείξει ἀρχοντικὴ συμπεριφορά, ὑποδειγματικὴ ἐργατικότητα καὶ τιμιότητα, ἐλεήμονα διάθεση, σεμνότητα στὴν ἐνδυμασία, αὐταπάρνηση στὴν καθημερινότητά τους· μὲ μόνο ἴσως ἐφόδιο τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους!
Ἀλλὰ νὰ μὴν πᾶμε τόσο μακριά. Ὑπάρχουν συμπατριῶτες μας ἄσχετοι μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴν ἀνθρωπιά τους ἢ μὲ ἄλλες ἐνάρετες πράξεις τους, καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ εἶναι περισσότερο Χριστιανοὶ ἀπὸ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἔχουν ἀκούσει πολὺ λιγότερα ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λίγα ἔχουν καρποφορήσει ἐνδεχομένως πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει ἐμεῖς.
Συνεπῶς ἂς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὸ ὅτι, ἐπειδὴ κατέχουμε τὴν ἀλήθεια, εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἂς παραδειγματιζόμαστε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας αὐτούς. Νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε τὴν πίστη μας. Νὰ πλουτίζουμε ἀπὸ τὴ θεία Χάρι, ποὺ τόσο πλούσια πνέει μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐπιδιώκουμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις τὸν ἁγιασμό μας. Καὶ τότε θὰ ἔχουμε τὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη νὰ ἑλκύουμε στὴν ἀληθινὴ πίστη ὅσους ἀπὸ τοὺς μετανάστες καὶ πρόσφυγες ἔχουν καλὴ διάθεση καὶ ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια.
Τὸ φῶς τῆς γνώσεως
Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 20 Ἰανουαρίου 2019, τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου (Β΄ Κορ. δ΄ 6-15)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
1. ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἔχει ἐπιλεγῆ πρὸς τιμὴν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ μεγάλου, ὁ ὁποῖος «τῷ θείῳ φωτὶ ἐλλαμπόμενος» «ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψεν ἐν ταῖς ἐρήμοις». Ἀναφέρεται στὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ συντελεῖ ὁ Χριστὸς στὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων του ἀλλὰ καὶ κάθε ἀγωνιζομένου πιστοῦ: τὸ θαῦμα τοῦ φωτισμοῦ τῶν ψυχῶν μας, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν θεότητά του. Τί ὅμως ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Παῦλος:
Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως τὸ πρῶτο ποὺ ἐδημιούργησε ἦταν τὸ φῶς. Ὅμως ὁ Δημιουργὸς τῆς κτίσεως κατόπιν, μετὰ τὴν τραγικὴ στιγμὴ τῆς πτώσεως, εἶδε τὸ πλάσμα του νὰ βυθίζεται στὸ πνευματικὸ σκοτάδι. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ἡ ἀγάπη του, ποὺ δὲν ἀνεχόταν νὰ εἶναι ἡ ἄψυχη κτίσι βυθισμένη στὸ σκοτάδι, ν’ ἀφήσῃ στὸ σκοτάδι τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀναδημιουργήσῃ τὸν σκοτισμένο ἄνθρωπο καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ φῶς του στὴν ψυχή του. Τώρα καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸ πρῶτο ἔργο ποὺ ἐνεργεῖ καὶ προσφέρει στὴν νέα κτίσι εἶναι τὸ φῶς. Φῶς πνευματικό, ποὺ τὸ μεταγγίζει στὴν ἀνακαινισμένη ψυχή μας.
Ὅμως ἐδῶ ὁ θεῖος Παῦλος τονίζει ἰδιαιτέρως μιὰ συγκεκριμένη φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ θείου φωτὸς στὶς ψυχές μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι τώρα ὁ Χριστὸς φωτίζει τὸ νοῦ μας μὲ τὶς θεῖες του ἀστραπές, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ μέγιστο μυστήριο, νὰ κατανοήσουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἴδιος: ὅτι δὲν εἶναι μόνον ἄνθρωπος ἀν-αμάρτητος, δὲν εἶναι μόνον ὁ Μεσσίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ μέγας προφήτης, ἀρχιερεὺς καὶ βασιλεύς, ἀλλὰ ὁ ὕψιστος Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Πῶς νὰ κατανοήσῃ ὅμως ὁ μικρὸς καὶ πεπερασμένος νοῦς μας τὸ ἀσύλληπτο αὐτὸ μυστήριο; Ἐπειδὴ λοιπόν μόνοι μας δὲν μποροῦμε αὐτὸ οὔτε κἂν νὰ τὸ διανοηθοῦμε, ὁ Χριστὸς ἀκτινοβολεῖ μέσα στὴν ψυχή μας τὸ φῶς του, γιὰ νὰ μπορέσουμε κάπως νὰ προσεγγίσουμε τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ μυστήριο.
Ἀπορεῖ ὁ θεῖος Παῦλος καὶ θαυμάζει πῶς μέσα στὰ σώματά μας, ποὺ εἶναι φτειαγμένα ἀπὸ χῶμα, μέσα στὰ εὔθραυστα αὐτὰ σκεύη, ὁ Χριστὸς ἐναποθέτει ἕνα ἀπείρου ἀξίας θησαυρό: τὴν γνῶσι τῆς θεότητός του. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι νὰ φυλάττουμε μέσα μας τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ τῆς γνώσεως τοῦ ἀπείρου Θεοῦ; Κι ὅμως σὲ μᾶς, ποὺ εἴμαστε ὅλοι ἀδυναμία καὶ ἀσημότητα, ὁ Χριστὸς πλημυρίζει τὶς ψυχές μας μὲ τὸ θεῖο καὶ οὐράνιο φῶς του, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ βιώνουμε ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ ἀπρόσιτος Θεός.
2. ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατόπιν μᾶς παρουσιάζει ἕνα δεύτερο θαῦμα, ποὺ ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ πρώτου. Ἀφοῦ μᾶς παρουσίασε στὴν ἀρχὴ τὸ μυστήριο ποὺ ζοῦμε μέσα μας, τώρα μᾶς παρουσιάζει τὸ δρᾶμα ποὺ ζοῦμε γύρω μας. Μέσα μας, λέγει, ζοῦμε φῶς, ἔξω ὅμως σκοτάδι. Καὶ ἐνῶ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ἀντίθεσι, ζοῦμε ταυτόχρονα κι ἕνα θαῦμα. Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι ὅτι τὸ ἐξωτερικὸ σκοτάδι δὲν μπορεῖ νὰ νικήσῃ τὸ φῶς τῆς ψυχῆς μας. Πῶς ὅμως συμβαίνει αὐτό; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Λέγει λοιπόν:
Ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ μέσα στὶς ψυχές μας βιώνουμε τὸ φῶς τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου μας, ταυτόχρονα ἐξωτερικὰ ζοῦμε μέσα σὲ θλίψεις καὶ διωγμοὺς καὶ πειρασμούς. Ἐπειδὴ ὅμως μέσα μας ἔχουμε τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ παντοκράτωρ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, οἱ ἐξωτερικοὶ πειρασμοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ψυχή μας. Ἐξωτερικὰ θλιβόμαστε, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ δὲν στενοχωρούμαστε. Ἐνῶ γύρω μας κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα μᾶς θλίβουν διάφοροι ἐχθροί, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, συγγενεῖς καὶ ξένοι, ἐμεῖς μέσα μας ζοῦμε ἐσωτερικὴ γαλήνη, δὲν σκοτεινιάζει ἡ ψυχή μας, δὲν αἰσθανόμαστε στενότητα καρδίας, ἐσωτερικὴ ἀσφυξία. Πιεζόμαστε μόνον ἐξωτερικὰ ἀπὸ κάθε εἴδους δυσκολίες καὶ προβλήματα, ἀποροῦμε βέβαια γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀλλεπάλληλους πειρασμούς, ἀλλὰ δὲν ἀπελπιζόμαστε.
Ἀκόμη κι ὅταν κάποτε μᾶς καταβάλουν οἱ πειρασμοὶ καὶ μᾶς ρίξουν κάτω δοκιμασίες σκληρές, δὲν τὰ χάνουμε. Διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς μας καὶ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ μᾶς δίνει θεία δύναμι καὶ χάρι. Ὁποιεσδήποτε λοιπὸν κι ἂν εἶναι οἱ δυσκολίες μας καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, καὶ ὁσοδήποτε κι ἂν ἐνταθοῦν οἱ στενοχώριες ποὺ μᾶς κυκλώνουν, τὸ φῶς τῆς θείας χάριτος ποὺ ἔχουμε μέσα μας μᾶς χαρίζει δύναμι ἀκαταγώνιστη καὶ ὑπομονὴ θαυμαστή. Ὅταν τὸ φορτίο μας πάῃ νὰ γίνῃ ἀνυπόφορο, τὴν κρίσιμη στιγμὴ παρεμβαίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ μᾶς προ-στατεύει. Καὶ ἔτσι κάθε μέρα πεθαίνουμε, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα ζοῦμε. Κάθε μέρα τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ νικᾷ τὸ σκοτάδι.
Ἂς κρατοῦμε λοιπὸν μέσα μας τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας, γιὰ νὰ ἀντέχουμε στὶς θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ νικοῦμε τὸ ζοφερὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς περικυκλώνει. Ὅπως τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὅπως τὸ ἐβίωνε καὶ ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ μέγας, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.
πηγή: ο Σωτήρ