Διαβάζουμε στην
«Αμαρτωλών Σωτηρίαν» ότι ένας μοναχός ήταν Κελλάρης σε κάποιο μοναστήρι
κοινόβιο, ο οποίος είχε πολύ ευλάβεια στην Παναγιά. Συγχρόνως ήταν
φιλακόλουθος, δεν έλειπε ποτέ από ακολουθία, αλλά έδειχνε προθυμία στις ψυχικές
του υπηρεσίες και στις σωματικές. Αλλά, ο ευλογημένος, είχε μια αδυναμία. Έπινε
περισσότερο κρασί από το κανονικό. Σ' αυτό βοηθούσε και το διακόνημα του
Κελλάρι που είχε και μοίραζε κρασί στους αδερφούς.
Κάποια μέρα στο
δείπνο του ήπιε τόσο που μέθυσε και ξάπλωσε στο στρώμα του. Την ώρα του όρθρου
χτύπησε το σήμαντρο και σηκώθηκε να πάει στο ναό, διότι είχε μεγάλο πόθο στα
θεία και δεν ήθελε να στερηθεί ποτέ της σωτηριώδους συνάθροισης των πνευματικών
αδελφών. Αφού περπάτησε λίγο, δεν μπορούσε να προχωρήσει, διότι τον κατέβαλε η
καρηβαρία (είχε βαρύ κεφάλι), όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, από την οινοποσία.
Όμως, από πόθο της παρακολούθησης της ακολουθίας, κατέβαλε κάθε προσπάθεια να
πάει στο ναό.
Τότε ο διάβολος, αφού
μετασχηματίστηκε σε ταύρο, ερχόταν εμπρός του και έδειχνε ότι ήθελε να τον
χτυπήσει με τα κέρατα, για να μην πάει στο ναό. Ο μοναχός έμεινε έκπληκτος και
έκανε το σταυρό του. Για λίγο αναχώρησε ο διάβολος και πάλι μετασχηματίσθηκε σε
μαύρο σκύλο, οποίος τον παρεμπόδιζε να προχωρήσει στο Ναό. Πάλι ο μοναχός έκανε
το σταυρό του και εξαφανίσθηκε αμέσως ο εχθρός.
Όταν τέλος κατέφθασε
στο ναό με πολλές δυσκολίες, ο διάβολος τον περίμενε στην είσοδο, όπου του
παρουσιάσθηκε ως φοβερότατος λέων και όρμησε πάνω του να τον καταξεσχίσει. Τότε
πρόστρεξε σε βοήθειά του η Παναγία, η Προστάτης των θλίβομενων και των
κινδυνευόντων η ελπίδα. Η Παναγία παρουσιάσθηκε ως Γυναίκα ωραιότατη, η οποία
εξεδίωξε τον δαίμονα με αυστηρότητα και απειλές:
-Πως ετόλμησες, του
είπε, να κακοποίησης τον δούλο μου;
Ύστερα χειραγώγησε
το Μόναχο, τον πήγε στο κελλί του και του είπε:
-Φυλλάγου από τώρα
και στο εξής και να μην μεθύσκεις, εάν επιθυμείς να σωθείς. Να εξομολογηθής την
αμαρτία σου στον τάδε Πνευματικό και να κάνεις τον κανόνα που θα σου δώσει.
Ο δε μοναχός την
ρώτησε:
-Ποιά είσαι εσύ, που
μου έκανες τόσο μεγάλο καλό;
Η δε Παναγία είπε:
-Είμαι η Μητέρα του Ιησού Χριστού, και έγινε άφαντη.
Αφού άκουσε
αυτά ο μοναχός, έπεσε στη γη με μεγάλο φόβο
και Την προσκύνησε. Από τη χαρά του έκλαιγεπολύ. Από τήν ώρα εκείνη
βρέθηκε θεραπευμένος από το πάθος
του κρασιού. Από τότε δέν έβαλε κρασί στο στόμα
του, το οποίο είναι μητέρα τής ασωτίας.
Από το βιβλίο
«Γεροντικό της Παναγίας»
Αρχιμ.
Θεοφύλακτου Μαρινάκη