“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

☦ Στο Άγιον Όρος - Πόθος καί χάρη τῆς Παναγίας

«εκ του οράν τίκτεται το εράν»
Εξέχουσα η θέση της Παναγίας στο ορθόδοξο αγιολόγιο, Βαθιά ριζωμένη η τιμή της στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών. Στη χάρη της αφιερώνονται ναοί, μοναστήρια, προσκυνητάρια. Στις χαριτόβρυτες εικόνες της ανάβονται κανδήλες και λαμπάδες. Στα ιερά καθιδρύματά της τελούνται ιεραποδημίες και γίνονται επικλήσεις της πρεσβείας της προς τον Σωτήρα, Χριστό, Τον Υιόν και Θεόν της.
Παντού τιμάται η Παναγία επειδή συνήργησε στο έργο της Σωτηρίας του κόσμου. Αξιώθηκε στην ύψιστη τιμή να γίνει Μητέρα του Θεού. Μάνα του Πλάστη. Ως εκ τούτου και δική μας μάνα. Μάνα του κόσμου όλου.

Ιδιαιτέρως όμως τιμάται η Παναγία στο «Περιβόλι» της, το Άγιον  Όρος. Το Παλλάδιο του Πανορθοδόξου Μοναχισμού. Εκεί η Παναγία είναι η Έφορος και Προστάτης. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση υποσχέθηκε στον πρώτο οικιστή του Αγίου Όρους Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, πως Αυτή θα είναι «προνοητής, ιατρός και προφεύς» των μοναχών όσο διάγουν  την επί γης ζωή τους. Και όταν τελειώσουν στο Άγιον Όρος τη ζωή τους, θα ζητήσει από τον Υιό και Θεό της «τελείαν συγχώρησην των αμαρτιών» τους.

Έχοντες πλήρη πίστη και αφοσίωση στον Χριστό οι μοναχοί και όλη την απαντοχή του στις υποσχέσεις, της Παναγίας Μητέρας Του, εγκαταλείπουν τον κόσμο και τα θέλγητρά του. Ντύνονται το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο και διάγουν τη ζωή τους ήρεμα, απλά, ειρηνικά στα κελιά των μεγάλων καστρόκτιστων μοναστηριών ή των σκήτεων και των απόκρημνων σαν φωλιές αετών ερημητηρίων των θαλασσοδαρμένων βράχων του Άθωνος. Ζουν εκεί ως «πελεκάνοι ερημικοί» και «στρουθία μονάζονται επί δώματος» για την αγάπη και τη δοξολογία του Χριστού, τον Οποίο γνώρισαν «ως έρωτα εσταυρωμένων». Χωρίς αυτή την τέλεια αγάπη και την ελπίδα στις υποσχέσεις της Παναγίας, δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς εκεί, στον ιερό αυτόν βουνίσιο όγκο, όλη τη ζωή του με νηστείες, προσευχές και αγρυπνίες, που σηματοδοτείται και ρυθμίζεται από τους ήχους της καμπάνας και των ξύλινων και μεταλλικών σήμαντρων.

Η μεγάλη αγάπη των μοναχών για το Χριστό και η ελπίδα τους στην προστασία και βοήθεια της Παναγίας Μητέρας Του φτερώνουν τις ψυχές και τα σώματά τους. Φίλος μοναχός εκμυστηρεύθηκε σε δικό του άνθρωπο: «Από τότε που ήρθα εδώ, πετάω»!

Αυτή η εσωτερική πληρότητα και χαρά αποτελεί την καλύτερη ερμηνεία του μυστηρίου του ορθόδοξου μοναχισμού. Τη δικαίωσή του. Το διαπιστώνει αυτό καθένας τόσο στους απλούς και απαίδευτους μοναχούς, όσο και στους ευφυείς  και παιδευμένους. Όσους χαρακτηρίζουν έκτακτα πνευματικά χαρίσματα ή έτυχαν ιδιαίτερης παιδείας. Σύγχρονα παραδείγματα ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης και ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Ιβηρίτης. Αυτοδίδακτος ο πρώτος. Δεν διέθετε περγαμηνές και πανεπιστημιακούς τίτλους. Ανακηρύχθηκε όμως επίτιμος διδάκτορας της Θεολογίας και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το μνημειώδες έργο του «Μεταξύ Ουρανού και Γης», το οποίος ήμερα αποτελεί αντικείμενο διδακτορικών διατριβών. Είναι το σπουδαιότερο έργο απολογητικής του ορθόδοξου μοναχισμού.

Ευφυής, παιδευμένος και βαθυνούστατος ο Αθανάσιος ο Ιβηρίτης. Εγκαταβίωσε νέος στην Αθήνα, αλλά ιστορικές συνθήκες τον είχαν οδηγήσει στην Τυφλίδα της Γεωργίας, στην Κων/πολη και στην Αφρική. Μετά δε την Αφρική, δε βγήκε καθόλου από το μοναστήρι. Παρέμεινε σ΄ αυτό ασκώντας γι χρόνια το διακόνημα του βιβλιοθηκάριου.

Η ευρυμάθειά του μας κατέπληξε  την μεγάλη ομάδα φοιτητών της θεολογικής και της Φιλοσοφικής Σχολής Θες/νίκης που επισκεφτήκαμε το 1957 τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού των Ιβήρων υπό τον μακαρίτη σήμερα καθηγητή της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού  Απόστολο Βακαλόπουλο προς φωτογράφηση χειρογράφων.

Ζούσαν και οι δύο ως άνω αγιορείτες για το Θεό. Όλη τους η ζωή ήταν γεμάτη από την εκζήτηση, τη μνήμη και την παρουσία του Θεού. «Δος μου, Θεέ μου, το φως Σου και μη μου δίδεις τίποτε άλλο…» έγραφε το 1957 σε επιστιολή του ιο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Ιβηρίτης.

Ενισχυόταν, φωτιζόταν και θερμαινόταν η απαλλαγμένη από τα ψεκτά πάθη ψυχή του από τις συχνές επισκέψεις στο παρεκκλήσιο της Παναγίας Πορταϊτισσας και την προσκύνηση της μεγάλης και θαυματουργού εικόνος της Θεομήτορος με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, την πληγή στο πρόσωπο που της κατέφερε βάρβαρος  πειρατής και το αίμα που έτρεξε από αυτή. Την εικόνα με τα πάμπολλα αφιερώματα. Ένιωθε δέος και ιερό συγλονισμό, όταν έφτανε κάθε τόσο μπροστά της. Εύστοχα παρατηρεί ο Θεόκλητος ο Διονυσιάτης, πως σ΄ αυτόν εφαρμόστηκε το κλασσικόν «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Γι΄αυτό ομιλούσε διαρκώς με ευλαβή πόθο για την Παναγία μας.

Πολύ χαρακτηριστικά και ιδιαιτέρως εκφραστικά της πνευματικής αλλιώσεως που συντελείτο εντός του καθώς εντρυφούσε γύρω από το μυστήριο της σαρκώσεως του Θεού, το οποίο υπηρέτησε η Παναγία. «Τρυφή ουρανία και απόλαυσις θπερκόσμιος, γράφει προς τον Θεόκλητο, η στιγμή καθ΄ην ο ανθρωπος σκέπτεται το μυστήριον  της ενσάρκου οικονομίας με όργανον την Πάναγνον Παρθένον Μαρίαν. Η Μαρία με τον Ιησού, ο Ιησούς με την Μαρίαν, τα δύο αυτά πάντερπνα και γλυκύτατα ονόματα, ιδού ο Παράδεισος»!

Ακολουθώντας την ορθόδοξη παράδοση ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο ιβηρίτης τιμούσε την Παναγία ως «τα δευτερείαν έχουσα της Τριάδος και την οικονόμν όλων των δωρεών του Θεού προς τα λογικά όντα». Και μαζί με τον Ιερό Αυγουστίνο διεκήρυττε: «Τρία δεν ηδυνήθη να κάμη τελειότερα ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του. Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή».

Ακόρεστη η διάθεση του Αθανασίου προς εξύμνησιν της Παναγίας. Μάλιστα έφτανε σε σημείο να «κλαίει από αγάπη στην Παναγία». Και μετέγραφε εγκώμια του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου προς την Θεοτόκο, μεταξύ των οποίων και το ακόλουθο: «Αυτή μοναχή, σταθείσα ανάμεσον Θεού και ανθρώπων, τον μεν Θεόν, υιόν ανθρώπου εποίσε, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού».

Ζούσε ο Ιβηρίτης ιερομόναχος ο Αθανάσιος με τη διαρκή αίσθηση της παρουσίας της Παναγίας και έψεγε το ότι «ο Προτεσταντικός Βορράς μέσω των καθηγητών μας εις τα δύο Πανεπιστήμια επάγωσε και τον εκ θερμού κλίματός μας υιϊκόν συναισθηματισμόν προς την γλυκυτάτην μητέρα μας Παναγίαν και ούτω την απεμλακρυνεν από τας προσευχάς μας ως άμεσον μεσίτριαν και συνήγορον ημών προς τον Υιόν της».

Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν έπρεπε να επιμείνουμε περισσότερο στο θέμα. Γι’ αυτό ας επιτραπεί να κλείσουμε στο σημείο αυτό το σύντομο σημείωμά μας με την παράκληση του Αθανασίου προς τον Θεόκλητο την παραμονή των Χριστουγέννων του 1953: «Ζητώ, έγραφε, μιαν ευχήν να αναπέμψεις εις τον Κύριον δια της κυοφορούσης Αυτόν Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, να έλθη δι’ ακατακρίτου Κοινωνίας να γεννηθεί και εις το ιδικόν μου σπήλαιον προς αποκάθρσιν αυτού από όλα τα ιοβόλα, ακάθαρτα και ρυπαρά ερπετά και από πάσαν βδελυράν σαπρίαν»

Ας είναι αυτή η πρέπουσα ευχή για όλους μας

Βασίλειος Χ. Στεργιούλης

enromiosini