Όταν ο Κύριος και
μεγάλος Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή Του επιτελούσε
πολλά θαύματα διά της αγαθότητάς Του, όπως αναφέρεται σχετικά στα ιερά
Ευαγγέλια, και η φήμη Του διαδιδόταν παντού, έφτασαν τα εκπληκτικά αυτά
γεγονότα και στα αυτιά του Αύγαρου, τοπάρχη της Έδεσσας. Τότε λοιπόν ο Αύγαρος
αισθάνθηκε έντονη την επιθυμία να πάει στα Ιεροσόλυμα και να δει με τα ίδια
του τα μάτια τον Ιησού Χριστό.
Όμως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία
του αυτή, γιατί προσβλήθηκε από ανίατα νοσήματα. Συγκεκριμένα, λέπρα μαύρη
ξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα και του κατέτρωγε τις σάρκες, ενώ συγχρόνως τον
κατατυραννούσε μια χρόνια και ύπουλη αρθρίτιδα. Και η μεν λέπρα του προξένησε
μεγάλη ασχήμια και τον ταλαιπωρούσε, η δε αρθρίτιδα του προκαλούσε δριμύτατους
και δυσβάστακτους πόνους. Για το λόγο αυτό ο δύστυχος εκείνος άνθρωπος
κλείστηκε στην οικία του και έτσι οι υπήκοοί του δεν μπορούσαν ούτε να τον
πλησιάζουν ούτε να τον βλέπουν.
Κατά τις ημέρες όμως
του αγίου Πάθους του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο Αύγαρος
έγραψε μια επιστολή προς τον Κύριο και Του την έστειλε με κάποιον ονόματι
Ανανία. Συγχρόνως δε έδωσε προφορική εντολή στον κομιστή αυτόν της επιστολής
να ζωγραφίσει με κάθε ακρίβεια το μέγεθος του σώματος του Κυρίου το χρώμα των
τριχών και του προσώπου Του και γενικά όλο το σωματικό Του παρουσιαστικό και
την εικόνα αυτή με τη μορφή του Χριστού να του τη φέρει. Και βέβαια ο Ανανίας
γνώριζε άριστα τη ζωγραφική τέχνη. Η επιστολή δε του Αύγαρου είναι η έξης:
«Αύγαρος, ο τοπάρχης
της πόλεως Εδέσσης, προς τον Ιησού Σωτήρα, αγαθόν ιατρό, εμφανισθέντα στα
Ιεροσόλυμα· Χαίρε.
Έχω ακούσει τα
σχετικά με Εσένα και για τις ιάσεις που Συ επιτελείς χωρίς τη χρησιμοποίηση
φαρμάκων. Και συγκεκριμένα, όπως λένε, κάνεις τυφλούς να αναβλέπουν και χωλούς
να περπατούν, λεπρούς καθαρίζεις, ακάθαρτα πνεύματα και δαίμονες διώχνεις,
θεραπεύεις πάσχοντες από μακροχρόνιες ασθένειες, νεκρούς ανασταίνεις. Έτσι εγώ,
μόλις άκουσα όλα αυτά για Εσένα, σχημάτισα τη γνώμη ότι θα συμβαίνει ένα από τα
δύο: Δηλαδή, αφού επιτελείς τέτοια θαυμαστά, ή είσαι Υιός του Θεού ή είσαι
Θεός. Για τούτο λοιπόν με το γράμμα μου αυτό Σε παρακαλώ να κάμεις τον κόπο να
έλθεις σ’ έμενα, για να μου θεραπεύσεις τις ασθένειες που με βασανίζουν, αλλά
και για να μείνεις εδώ μαζί μου, αφού, όπως άκουσα, οι Ιουδαίοι καταγογγύζουν
εναντίον Σου και σκοπεύουν να Σε κακοποιήσουν. Σε πληροφορώ δε ότι η πόλη μου
είναι μεν πολύ μικρή, αλλά είναι σεμνή και ήσυχη, και έτσι θα επαρκέσει και
στους δύο μας να κατοικούμε σ’ αυτή με ειρήνη».
Ο Ανανίας λοιπόν
πήρε την επιστολή αυτή του Αύγαρου και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί αναζήτησε τον
Κύριο, Τον βρήκε και Του την έδωσε. Μετά δε την επίδοση της επιστολής
προσήλωσε σταθερά το βλέμμα του σ’ Αυτόν και Τον ατένιζε με πολλή επιμέλεια και
προσοχή. Επειδή όμως δεν του ήταν δυνατόν να σταθεί κοντά στον Κύριο, εξαιτίας
του πλήθους που είχε συρρεύσει εκεί, ανέβη σε μια πέτρα, που εξείχε λίγο από το
έδαφος, κάθισε πάνω σ’ αυτήν και στρέφοντας το βλέμμα του προσεκτικά προς Αυτόν
σχεδίαζε το πρόσωπό Του πάνω σε μια πινακίδα. Αλλά, παρά την προσπάθεια του
και τη ζωγραφική του ικανότητα, δεν μπορούσε να αποδώσει το πρόσωπο του Ιησού,
γιατί τούτο, κάθε φορά πού αυτός σήκωνε το βλέμμα του και το κοίταζε,
παρουσιαζόταν με διαφορετική μορφή. Και βέβαια ο Κύριος, ως γνώστης των κρύφιων
σκέψεων και επιθυμιών των ανθρώπων, διέγνωσε την πρόθεση του Ανανία και δήλωσε
σ’ αυτόν ότι την ξέρει.
Μετά από το γεγονός
αυτό ο Ιησούς ζήτησε νερό να νιφτεί. Μόλις νίφτηκε, Του έδωσαν ένα ύφασμα
τετράδιπλο και σπόγγισε το άχραντο και θείο πρόσωπό Του. Και τότε, ω του
θαύματος!, αποτυπώθηκε στο ύφασμα αυτό θεία μορφή του προσώπου Του. Το ύφασμα
λοιπόν αυτό με τη μορφή Του το παρέδωσε στον Ανανία λέγοντάς του: «Πήγαινε να
το δώσεις σ’ εκείνον που σε έστειλε». Έγραψε δε και επιστολή προς τον Αύγαρο
με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Είσαι ευτυχής,
Αύγαρε, επειδή πίστεψες σ’ έμενα, αν και δεν με έχεις δει. Γιατί είναι γραμμένο
για εμένα ότι εκείνοι που με έχουν δει δεν πιστεύουν σ’ εμένα, για να πιστέψουν
εκείνοι που δεν με έχουν δει και να ζήσουν. Σχετικά δε με εκείνο που μου
έγραψες, νά ’ρθω δηλαδή σ’ εσένα, σε πληροφορώ ότι πρέπει να τελειώσω όλα τα
έργα, για τα οποία στάλθηκα στον κόσμο, και, αφού τα τελειώσω, να αναληφθώ
προς τον Πατέρα μου, ο Οποίος και με απέστειλε στη γη. Όμως μετά την ανάληψή
μου θα σου αποστείλω έναν από τους μαθητές μου, ονόματι Θαδδαίο, ο οποίος και
τις ασθένειές σου θα θεραπεύσει, και ζωή αιώνια και ειρήνη, σ’ εσένα και σ’
εκείνους που είναι μαζί σου, θα χαρίσει, και την πόλη σου θα βοηθήσει αρκετά,
ώστε να μην την καταβάλει κανένας από τους εχθρούς της».
Στο τέλος δε της
επιστολής Του ο Κύριος έβαλε επτά σφραγίδες, οι οποίες ήταν σημαδεμένες με
εβραϊκά γράμματα, τα οποία, μεταφερόμενα στην ελληνική γλώσσα, αποδίδονται με
τη φράση «Θεού θέα θείον θαύμα».
Ο Αύγαρος υποδέχτηκε
με μεγάλη χαρά τον Ανανία και αμέσως, αφού προσέπεσε και προσκύνησε με πίστη
και πόθο πολύ την άχραντη Εικόνα του Κυρίου, θεραπεύτηκε από την ασθένειά του·
μόνο στο μέτωπό του παρέμεινε η λέπρα. Μετά δε από το σωτήριο πάθος του Κυρίου
και την άνοδό Του στους ουρανούς πήγε στην Έδεσσα ο απόστολος Θαδδαίος, ο
οποίος βάπτισε και αυτόν και όλους τους ανθρώπους τού περιβάλλοντός του στο
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε λοιπόν ο Αύγαρος,
βγαίνοντας από το αγιασμένο νερό, καθαρίστηκε και από το μικρό εκείνο
υπόλειμμα της λέπρας που είχε μείνει στο μέτωπό του.
Έκτοτε ο Αύγαρος
σεβόταν και τιμούσε παντοιοτρόπως το θείο ομοίωμα της μορφής του Κυρίου. Ήθελε
όμως να το τιμούν παρομοίως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Για το λόγο αυτό, στα
άλλα καλά που έπραξε, πρόσθεσε και το εξής: Ένας αρχαίος Έλληνας, επίσημος
πολίτης της Έδεσσας, είχε στήσει τον ανδριάντα του μπροστά και πάνω από τη
δημόσια πύλη της πόλεως. Έτσι, καθένας που ήθελε να εισέλθει στην πόλη όφειλε
να προσκυνήσει τον ανδριάντα αυτόν, ευχόμενος και αποδίδοντας σεβασμό, και μετά
να εισέλθει.
Το ακάθαρτο λοιπόν
αυτό άγαλμα ο Αύγαρος το γκρέμισε και το εξαφάνισε, ενώ στη θέση του έστησε την
αχειροποίητη Εικόνα του Θεού και Σωτήρα μας, αφού πρώτα την προσκόλλησε σε
σανίδα, την καλλώπισε και έγραψε την επιγραφή· «Χριστέ ο Θεός, εκείνος που
ελπίζει σ’ Εσένα δεν αποτυγχάνει ποτέ». Ακολούθως εξέδωσε νόμο, κατά τον οποίο,
κάθε εισερχόμενος στην πόλη διά της πύλης όφειλε πρώτα να απονέμει τον
πρέποντα σεβασμό και προσκύνηση στη θαυματουργό και τίμια εκείνη Εικόνα του
Χριστού και έπειτα να εισέρχεται. Το ευσεβές δε αυτό θέσπισμα του Αύγαρου
διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το τέλος της ζωής του ίδιου και του γιου του. Έπειτα
όμως το κατάργησε ο εγγονός του.
Αυτός, όταν έγινε τοπάρχης,
αρνήθηκε την πίστη στο Χριστό και προσχώρησε στην ειδωλολατρία. Έτσι αποφάσισε
να στήσει στην πόλη πάλι ένα δαιμονικό άγαλμα και να γκρεμίσει την Εικόνα του
Χριστού.
Όταν ο βασιλιάς των
Περσών Χοσρόης, αφού κυρίευσε και λεηλάτησε τις πόλεις της Ασίας, έφτασε και
στην Έδεσσα θέτοντας σε εφαρμογή κάθε τρόπο, για να την κυριεύσει. Το γεγονός
αυτό έριξε σε φόβο και αγωνία τους κατοίκους. Παρά ταύτα όμως δεν απελπίστηκαν,
αλλά κατέφυγαν στο Θεό και Τον παρακάλεσαν με δάκρυα στα μάτια για τη σωτηρία
τους, την οποία και αμέσως βρήκαν. Συγκεκριμένα, μια νύχτα εμφανίστηκε στον
επίσκοπο Ευλάβιο μια γυναίκα μεγαλοπρεπέστατη και του είπε: «Πήγαινε και πάρε
τη θεία και αχειροποίητη Εικόνα του Σωτήρα που είναι κρυμμένη πάνω από εκείνη
την πύλη της πόλεως -του έδειξε ακριβώς τον τόπο- και τα πάντα θα έχουν αίσιο
αποτέλεσμα».
Μετά την οπτασία και
την εντολή αυτή ο Ευλάβιος έσπευσε στον υποδειχθέντα τόπο και, αφού έσκαψε πάνω
από την πύλη, ω του θαύματος! βρήκε τη θεία Εικόνα αλώβητη και το φιτίλι του
λύχνου αναμμένο, αν και είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια. Και όχι μόνο αυτά·
αλλά και κάτι άλλο, περισσότερο θαυμαστό: Στην προστατευτική κέραμο, που είχε
τοποθετηθεί μπροστά από το λυχνάρι, βρήκε αποτυπωμένο απαράλλακτο ομοίωμα της
πρωτότυπης και αχειροποίητης Εικόνας του Κυρίου. Οι κάτοικοι δε της πόλεως,
μόλις αντίκρισαν την αχειροποίητη Εικόνα και το πανομοιότυπο, αχειροποίητο
επίσης, ομοίωμά της, που τους έδειξε ο επίσκοπος Ευλάβιος, ένιωσαν απερίγραπτη
χαρά και ευφροσύνη.
Εν συνεχεία ο
Ευλάβιος πήρε στα χέρια του τη θεία Εικόνα και, κάνοντας λιτανεία και
αναπέμποντας ευχαριστήριους ύμνους και προσευχές στο Θεό, έφτασε στο σημείο
της πόλεως, στο οποίο οι Πέρσες άνοιγαν όρυγμα. Έγιναν δε αυτοί αντιληπτοί από
τον ήχο των χάλκινων σκαπτικών εργαλείων που χρησιμοποιούσαν. Μόλις λοιπόν οι
κάτοικοι και οι Πέρσες πλησίασαν μεταξύ τους, ο Επίσκοπος έσταξε λάδι από το
λυχνάρι εκείνο της αχειροποίητης εικόνας πάνω στα προετοιμασμένα ξύλα, τα
οποία και άρπαξαν αμέσως φωτιά, η οποία εξαφάνισε παντελώς όλους τους Πέρσες
που βρίσκονταν στον τόπο εκείνο. Αλλά και η φωτιά, που άναψαν οι Πέρσες έξω από
την πόλη και την έτρεφαν διαρκώς με πλήθος κομμένων δένδρων, μόλις πλησίασε ο
επίσκοπος Ευλάβιος κρατώντας τη θεία Εικόνα, στράφηκε εναντίον τους.
Συγκεκριμένα, φύσηξε ξαφνικά βίαιος άνεμος μέσα από την πόλη προς τα έξω και,
στρέφοντας τις τεράστιες φλόγες προς τους Πέρσες, τους κατέκαιγε. Έτσι λοιπόν
αυτοί, αφού έπαθαν περισσότερα από όσα έλπιζαν να πράξουν στην Έδεσσα,
αναχώρησαν από αυτήν άπρακτοι.
Επειδή δε όλα τα
σπουδαία και πολύτιμα συγκεντρώνονταν στη βασιλεύουσα των πόλεων, στην
Κωνσταντινούπολη, και ήταν θέλημα Θεού να αποθησαυρισθεί εκεί, μαζί με τα άλλα
καλά, και η ιερή αυτή και άχραντη Εικόνα, ο βασιλιάς Ρωμανός κατέβαλε μεγάλη
προσπάθεια να πλουτίσει και με τον πολύτιμο αυτό θησαυρό τη Βασιλεύουσα. Έτσι,
κατά διάφορους καιρούς έστειλε ανθρώπους του στην Έδεσσα ζητώντας τη θεανδρική
Εικόνα του Κυρίου. Προς το σκοπό δε αυτό προσέφερε στον αμιρά δώδεκα χιλιάδες
αργυρά νομίσματα, άφησε ελεύθερους διακόσιους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε
τότε να έχει αιχμαλώτους, και υποσχέθηκε ότι στο εξής τα βυζαντινά στρατεύματα
δεν θα πραγματοποιούν επιθέσεις στις περιοχές των Σαρακηνών. Και βέβαια, ύστερα
από τις προσφορές αυτές του Ρωμανού στον αμιρά της Έδεσσας, το αίτημά του ικανοποιήθηκε.
Αφού λοιπόν ο αμιράς
ενέδωσε και παραχώρησε στο Ρωμανό την αχειροποίητη Εικόνα, οι επίσκοποι, ο
Σαμοσάτων και ο Εδέσσης, και μερικοί άλλοι ευλαβείς χριστιανοί παρέλαβαν το
άγιο εκείνο απεικόνισμα και την προς Αύγαρο επιστολή του Χριστού και πήραν το
δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Καθ’ οδόν μάλιστα έγιναν και πολλά θαύματα.
Όταν δε οι μεταφέροντες την ιερή Εικόνα έφτασαν στο θέμα Οπτίματο και στο Ναό
της Θεοτόκου, τον λεγόμενο του Ευσεβίου, προσέτρεξαν με πίστη σ’ αυτήν πολλοί
ασθενείς, που υπέφεραν από διάφορα νοσήματα, και βρήκαν την υγεία τους. Εκεί
τότε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος είπε τους εξής, τρόπον τινά,
προφητικούς λόγους: «Απόλαυσε, Κωνσταντινούπολη, δόξα, τιμή και χαρά· και συ,
Πορφυρογέννητε, απόλαυσε τη βασιλεία σου». Πάραυτα δε ο δυστυχής εκείνος
άνθρωπος θεραπεύτηκε από το δαιμόνιο που τον βασάνιζε.
Κατά το έτος 6452
από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 944 μ.Χ. στις 15 Αύγουστου οι ανωτέρω
μνημονευθέντες επίσκοποι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας το άγιο
απεικόνισμα. Εκεί πήγαν αμέσως στο Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, όπου και
υποδέχτηκαν περιχαρώς και προσκύνησαν την αχειροποίητη Εικόνα του Κυρίου οι
βασιλείς, οι άρχοντες και ο λαός. Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 16 Αυγούστου,
μετά τον ασπασμό και την προσκύνηση, αφού σήκωσαν στους ώμους τους την Εικόνα
του Χριστού, ο πατριάρχης Θεοφύλακτος, οι νέοι βασιλείς (ο γέροντας βασιλιάς
Ρωμανός Α’ ήταν άρρωστος και δεν παρέστη), καθώς και όλα τα μέλη της Γερουσίας
με ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, προέπεμψαν με την
πρέπουσα δορυφορία την ιερή Εικόνα μέχρι τη Χρυσή Πύλη. Έπειτα, παίρνοντάς την
πάλι από εκεί, με ψαλμούς και ύμνους και μυριάδες λαμπάδες και φώτα, τη
μετέφεραν στον περιώνυμο και μέγιστο Ναό της του Θεού Σοφίας. Αφού και εκεί
έκαμαν ό,τι άρμοζε κατά την τάξη, ανέβηκαν στα βασιλικά ανάκτορα και
εισελθόντες στο Ναό της Θεοτόκου, τον επονομαζόμενο του Φάρου, απέθεσαν εκεί
το τίμιο και άγιο Εκτύπωμα του Κυρίου, Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, προς
δόξα των χριστιανών, προς φύλαξη των βασιλέων, προς ασφάλεια όλης της πόλεως
και προς ειρήνη και σταθερότητα του χριστιανικού πληρώματος.
Γεώργιος Δ. Παπαδημητρόπουλος,
Φιλόλογος-Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
(Γεωργίου Δ.
Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας, Συναξαριστής μηνός Αυγούστου, εκδ.
Αποστ. Διακονία, σ.82-90)
pemptousia