ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
Μιὰ καλοκαιρινὴ μέρα
τοῦ Γενάρη, ἐπῆρα τὸ μονοπάτι ἀπ’ τὴν Μονὴ Διονυσίου, πρὸς τὴν γειτονικὴ
Γρηγορίου, γιὰ μία σύντομη ἐπίσκεψη.
Ὅσοι ἔχουν
περπατήσει τὸ Ὄρος, ἔχουν γευθεῖ βέβαια τὴν μοναδικὴ ψυχικὴ εὐχαρίστηση ποὺ
προσφέρει ἡ πορεία ἀπὸ τὸ ἕνα προσκύνημα στὸ ἄλλο. Ἡ διαδρομὴ ποὺ ἀκολουθοῦσα,
ἀφοῦ διασχίζει δυό-τρεῖς πλαγιὲς πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα, συναντᾶ σὲ μία ρεματιὰ
πρὶν τὴν περιοχὴ τῆς Γρηγορίου, ἕνα μικρὸ ποταμάκι ποὺ κατεβαίνει ἀπ’ τὸ κελὶ
τοῦ Ἁγ. Ὀνουφρίου, ἀλλοῦ μὲ ὁρμὴ καταρράκτη καὶ ἀλλοῦ μὲ ἤρεμα νερά, ὅπως ἐδῶ
κάτω ἀπ’ τὸ γεφυράκι τοῦ μονοπατιοῦ.
Κάθισα σὲ μία πέτρα
καὶ κοιτοῦσα μὲ ἀπόλαυση τοὺς σχηματισμοὺς τῶν ἄσπρων βράχων, τὰ δένδρα ποὺ
σκίαζαν τὸν τόπο, τὰ φυτά, τὰ γυρίσματα τοῦ νεροῦ ἀνάμεσά τους, τὴν γαλήνη ποὺ
ἐπικρατοῦσε, ὅλα μ’ ἕναν τρόπο βαλμένα νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἀνάγκες μας ἔτσι ποὺ
νὰ μὴν θὲς νὰ φύγεις. Ἀξεπέραστη δημιουργία τοῦ μεγάλου «καλλιτέχνη» ποὺ ξέρει
νὰ δίνει ἀπόκριση στὶς ἐπιθυμίες ποὺ εὐλόγησε.
Αὐτὸς ὁ κόσμος ὁ
μικρὸς εἶναι πάντα ἐκεῖ. Μᾶς ὑποδέχεται, μᾶς φιλοξενεῖ, μᾶς δίνει ἀπόλαυση, μᾶς
κατευοδώνει. Δὲν ἔχει προβλήματα, ἐπειδὴ εἶναι φυσικός. Καὶ βέβαια ἐπειδὴ ὁ
ἄνθρωπος τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ζήσει (γιὰ τὴν ὥρα).
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ
περιβάλλον ἀναδύθηκε ἡ μορφὴ τοῦ παπα-Χαράλαμπου. Ἂν καὶ ἔχουν περάσει 15
χρόνια – πόσα ἄλλαξαν ἀπὸ τότε – τὸν ἀναγνώρισα. Ἴσως κι ἐπειδὴ ἤμουν στὰ μέρη
του.
–Λένε κάποιοι – τοῦ
εἶπα – ὅτι δὲν πεθάνατε, ὅτι φύγατε στὴν ἔρημο μὲ τοὺς γυμνίτες. Ἀναμενόμενη
διάδοση καὶ λόγῳ τοῦ τρόπου ποὺ τὸν χάσαμε, καὶ ὅτι ὁ π. Χαράλαμπος εἶναι ἀπ’
αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νἄθελαν νὰ μὴν ξοδεύουν χρόνο στὰ ἀσήμαντα. «Νὰ κόψει τὶς
μέριμνες». Τὶς ἀργολογίες, τὶς μάταιες συναναστροφὲς τῆς ἀνθρωπαρέσκειας.
–Δὲν ὑπάρχει
θάνατος. Μοῦ εἶπε. Ὑπάρχει μετάσταση κι ἡ ἐλπίδα ποὺ νίκησε τὸ θάνατο, ποὺ κάθε
στιγμὴ τὸν νικάει… Ἔλα!
Στράφηκε καὶ πῆρε ν’
ἀνεβαίνει τὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ, πλέοντας στὸν ἀέρα χωρὶς βῆμα.
Τὸν ἀκολούθησα
πρόθυμα καὶ μ’ ἐμπιστοσύνη.
Σὲ λίγο φτάσαμε σ’
ἕνα μικρὸ ξέφωτο, ἀνάμεσα σὲ βράχους καὶ ψηλὰ δένδρα.
Γύρω ἀπὸ μία φωτιὰ
στέκονταν μερικοὶ γέροντες καὶ μᾶς κοιοῦσαν ποὺ πλησιάζαμε.
Ὅταν ἔφθασα κοντά
τους, στάθηκα γιὰ λίγο ἀμίλητος. Ἄκουγα τὸ κελάρισμα τοῦ νεροῦ, τὰ πουλιὰ ποὺ
κελαηδοῦσαν διακριτικά, καὶ μὲ τὴν καρδιά, σὰν τὴν ἀνάσα τοῦ κόσμου γύρω μου,
σὰ νἄπεσε ἐκεῖνο τὸ βάρος ποὺ μᾶς πλακώνει.
–Μά… τί κάνετε ἐδῶ;
Ρώτησα.
–«Κρατοῦμε» τὸ
προζύμι τοῦ νέου κόσμου, μοῦ εἶπαν.
Ὁ παπα-Χαράλαμπος
ἀσκήτευε στὸ ἀγροτικὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου. Μὲ τὰ ἄξια χέρια του καὶ
τὴν ἀγάπη τῆς ψυχῆς του, τὄχε μετατρέψει σὲ ἐπίγειο παράδεισο. Πλῆθος γεννήματα
τροφοδοτοῦσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγ. Διονυσίου ὅπου ὑπαγόταν. Διέτρεχε μὲ σβελτάδα
ἀγριμιοῦ τοὺς γύρω τόπους μέχρι τὴν κορφὴ τοῦ Ἄθωνα, ἀπ’ ὅπου εἶχε τραβήξει τὶς
ὡραιότερες πανοραμικὲς φωτογραφίες ποὺ ἔχω δεῖ. Βιβλικὲς εἰκόνες!
Ἀγαποῦσε τὴν
προκοπή, τὴν ἡσυχία, τὴν προσευχή, τὸν Θεό, τοὺς ἀνθρώπους. Χάθηκε τὴ νύχτα
μιᾶς μεγάλης νεροποντῆς, προσπαθώντας νὰ περάσει τὸ φουσκωμένο ρέμα τῆς Μονῆς.
Εἴταν 38 ἐτῶν. Τὸ σῶμα του δὲν βρέθηκε ποτέ!... Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ζεῖ στὴν
ἐκτίμηση τῶν συγχρόνων του. Δὲν ξέρω νὰ ἔχει ἱστορηθεῖ σὲ κάποιο κείμενο. Νὰ
ἔχουμε τὴν εὐχή του.
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
"ΠΕΙΡΑΪΚΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τευχ. 249, ΙΟΥΝΙΟΣ 2013, σ. 12 κ.ε.
tribonio