“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

☦ Η χάρη του Θεού… «ανάβει και σβήνει, καθαίρει, ανακαινίζει…»

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τότε κατοικεῖ μέσα μουὅταν ταπεινώνομαι σὲ ἔσχατο βαθμό ὅταν παραδέχομαι πὼς εἶμαι ἕνας ἄθλιος καὶ τιποτένιος ἄνθρωπος. Ὅπου ἀρχίζει ἡ ἀθλιότητά μας, ἐκεῖ ἀρχίζει καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἀνάβει καὶ σβήνει

Μιὰ φορὰ ἄναψα τὸ καντήλι μου καὶ παρατήρησα πώς, ὅταν τελείωσε τὸ λάδι, τὸ φυτίλι πρὶν σβήσει ρούφηξε καὶ λίγο νερὸ ποὺ ὑπῆρχε μέσα. Ὅταν ἔβαλα ξανὰ λάδι καὶ ἄναψα τὸ καντήλι, σὲ λίγο πάλι ἔσβησε, γιατί τὸ φυτίλι εἶχε μέσα νερό. Βούτηξα τὴν ἄκρη τοῦ φυτιλιοῦ μέσα στὸ λάδι καὶ τὸ ἄναψα πάλι. Τὸ νερὸ δὲν ἐπέτρεπε νὰ ἀνάψει καλὰ τὸ καντήλι καὶ ἄναψε κανονικὰ μόνο τότε, ὅταν ἐξαφανίστηκε τὸ νερό.

Τότε εἶδα σ’ αὐτὸ τὸ καντήλι τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δική μου καὶ πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ φλόγα τῆς θείας χάρης προσπαθεῖ νὰ ἀνάψει τὴ δική μας καρδιά, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀνάβει γιατί δὲν τὸ ἐπιτρέπουν τὰ πάθη, ἡ λαιμαργία, ἡ μέθη καὶ ἄλλα.

Δὲν μπορεῖ γρήγορα νὰ ἀνάψει ἡ φλόγα τῆς θείας χάρης, ἂν καὶ τὸ θέλουμε πολύ. Κάποιες φορὲς ἀνάβει στὴν καρδιά μας, ὅταν τὴ βρίσκει κατάλληλη, καὶ μετὰ σβήνει σχεδὸν ἐντελῶς, μετὰ πάλι ἀνάβει καὶ ἐλαττώνεται πάλι, μέχρι ποὺ ὁ Θεὸς, βλέποντας τὸ ζῆλο μας, ἀνάψει μέσα μας μὶα μεγάλη φλόγα. Ἔβλεπα τὴ δική μου καρδιὰ σ’ αὐτὸ τὸ καντήλι… καὶ μέσα μου προσευχόμουν: Nὰ μὴ νικήσει ἡ κακία μου τὸ δικό Σου ἀνέκφραστο ἔλεος, ἀλλὰ νὰ νικήσει ἡ φλόγα τῆς θείας σου χάρης, τὶς ἁμαρτίες μου, ποὺ εἶναι σὰν νερὸ στὸ φυτίλι. Ἀδελφοί! Ἡ καρδιά μας εἶναι σὰν ἕνα ὑγρὸ ξύλο ποὺ εἶναι διαποτισμένο μὲ ἁμαρτία σὰν μὲ νερό. Γι’ αὐτὸ ἡ φλόγα τῆς θείας χάρης δὲ καίει σταθερά στὴν καρδιά μας. 27 Ἀπριλίου…

 

Καθαίρει

Ἐπισκέφτηκα ἕνα χυτήριο. Ἐκεῖ εἶδα πῶς ὁ γκρίζος χυτοσίδηρος, ὅταν τὸν ἔριχναν μέσα στὸ καμίνι, ἔλιωνε καὶ γινόταν μὶα πυρακτωμένη κόκκινη μάζα.

Ἂν ἡ ὑλικὴ φλόγα κάνει τὸ σίδηρο, ποὺ εἶναι τόσο σκληρός, νὰ ρέει σὰν ποτάμι καὶ τὸ γκρίζο μέταλλο νὰ γίνεται φωτιά, τότε πῶς ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μὴ μαλακώσει ἀκόμη καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά, ἂν αὐτὴ ἡ καρδιὰ Τοῦ παραδίδεται ὅπως ὁ σίδηρος παραδίδεται στὴ φωτιά;

 

Νὰ μὴν τὴν κάνει ἀπὸ ψυχρή, σκοτεινὴ καὶ ἀκάθαρτη, θερμή, φωτεινὴ καὶ καθαρή; Ἔχουμε δεῖ πολλὰ τέτοια παραδείγματα…

Νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι ἐγκαίρως: ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σοῦ στερήσει τὴν ἀγάπη.

Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας καί μᾶς βλέπει ὅταν ἐμεῖς προσευχόμαστε, ἰδίως ὅταν προσευχόμαστε μὲ συντετριμμένη καρδιά, τὸ ἀποδεικνύουν τὰ δάκρυα.

Ἡ πηγὴ τῶν δακρύων προέρχεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία μᾶς ἐπισκέπτεται καὶ ἐνεργεῖ ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὴν καρδιά μας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ φλόγα τῆς χάρης Του ἀγγίζει τότε τὴν καρδιά μας καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες καὶ ὅλες οἱ ἀκαθαρσίες ποὺ ὑπάρχουν μέσα της βγαίνουν μὲ τὰ δάκρυα.

Ὁ προφήτης καὶ βασιλιᾶς Δαβὶδ ὀνομάζει τὶς ἁμαρτίες ὕδατα τῆς κακίας: «Εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου» (Ψάλ. 68, 2). Τὰ ὕδατα αὐτὰ τῆς κακίας φεύγουν μὲ τὰ δάκρυα.

 

Ἀνακαινίζει

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μοῦ φέρνει εἰρήνη καὶ ἡσυχία, ἐλεύθερα κινεῖ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ θέλησή μου πρὸς τὸ καλό. Ὅπως εἶναι φανερὸ ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς χάρης Του, τὸ ἴδιο φανερὸ εἶναι ὅτι τὰ ἀντίθετα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀντιπάλου. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία.

Σ’ ὅλα τὰ ἔργα του τὸ πονηρὸ πνεῦμα φανερώνει τὸν ἔσχατο βαθμὸ τῆς κακίας του: εἶναι ἐπίμονος καὶ ἐνοχλητικός, μέχρι ποὺ γίνεται θρασύς· πάντα προσπαθεῖ νὰ χτυπήσει καὶ νά πληγώσει, προσπαθεῖ νὰ κερδίσει πάσῃ θυσίᾳ.

Στὴ φύση τὰ φυτὰ καὶ τὸ χῶμα εἶναι γεμᾶτα νερό, καὶ ἡ ζεστασιὰ τοῦ ἡλίου βοηθάει τὰ φυτὰ νὰ τὸ ἀφομοιώνουν. Ἔτσι καὶ ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γεμίζει τὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν σὰν τὸ νερό· «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38).

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σὰν τὴ ζωηφόρο ζεστασιὰ τοῦ ἡλίου, βοηθάει τὴν καρδιὰ νὰ τὴν ἀφομοιώνει.

 

Δοξολογία γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ

«Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον» (Λκ. 1, 46). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι σὰν νὰ μὴ ζεῖ ὁ ἴδιος· βλέπει στὸν ἑαυτό του τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Πὼς νὰ μὴ βλέπουμε καὶ νὰ μὴ δοξάζουμε τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ζεῖ καὶ ἐνεργεῖ μέσα μας, ἀποκαλύπτοντάς μας τὴ δική Του ἄπειρη μεγαλειότητα;

Νὰ δοξάζεις, ψυχή μου, τὸν Κύριο καὶ νὰ ὑμνεῖς τὸ ὄνομά Του!

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδη, «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ». Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2004.

askitikon