Οι Άγιοι έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου, το έτος 250 μ.Χ. και κατάγονταν από διάφορες πόλεις και χωριά της Κρήτης. Από την Μητρόπολη της Γορτυνίας ήταν πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός. Από την περιοχή της Κνωσού ήταν ο Ζωτικός. Από το λιμάνι του Πανόρμου, ήταν ο Αγαθόπους. Από τις Κυδωνίες ο Βασιλείδης, και από το Ηράκλειο ήταν ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Αυτοί, λοιπόν, παραδόθηκαν από τους άπιστους στον άρχοντα της Κρήτης. Ο άρχοντας διέταξε τον δήμιο να περιφέρει τους Αγίους στους βωμούς των ειδώλων με σκοπό να θυσιάσουν σ' αυτά. Και αν δεν θέλουν να το κάνουν αυτό, να τους τιμωρεί ελεύθερα με διάφορες τιμωρίες.
Αυτό κράτησε τριάντα μέρες, και σε όλο αυτό το διάστημα, τους δίωκαν. Οι ειδωλολάτρες τους κορόιδευαν, τους ειρωνεύονταν, τους έδερναν, τους λιθοβολούσαν και τους χτυπούσαν στο πρόσωπο. Τους χτυπούσαν στο πίσω μέρος του λαιμού και έτσι με το θόρυβο που προκαλούσαν, τους περιγελούσαν ακόμη περισσότερο. Τους έφτυναν στο πρόσωπο και τους έσερναν στη γη με το πρόσωπο πάνω σε κοπριές. Ύστερα, όταν κάθισε ο άρχοντας στο θρόνο του δικαστηρίου, και τους έφεραν μπροστά του, αυτός κατάλαβε ότι οι Άγιοι είχαν την ίδια σταθερή πίστη και το φρόνημά τους υψηλό. Έτσι διέταξε να στραβώσουν και να ξεχαρβαλώσουν τα μέλη τους. Και αφού τους τυράννησαν με πολλά βάσανα, στο τέλος τους αποκεφάλισαν. Έτσι κέρδισαν το στεφάνι του μαρτυρίου.