«Ἕνα φίδι, ἕνα φίδι. Πάτερ ἕνα τεράστιο φίδι χώθηκε μέσα στήν ἀποθήκη μέ τά ἐργαλεῖα» φώναξε τό νεαρό παλικάρι ἀπό τό Λουτράκι. Τό πρόσωπό του ἦταν κατακόκκινο ἀπό τό φόβο του. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πετάχτηκε σάν ἀστραπή ἔξω ἀπό τό κελί του. Ὁ νεαρός ἔντρομος τοῦ εἶπε: «Συγνώμη γέροντα δέν τό πρόλαβα. Πῆρα τό φτυάρι νά τό χτυπήσω ἀλλά ἐκεῖνο θαρρῶ πῶς μπῆκε μέσα στήν ἀποθήκη σου. Ἦταν σχεδόν δύο μέτρα»!
-Τί ἔκανες βρέ ἀθεόφοβε; Ἐλπίζω νά μήν τό χτύπησες. Εἶναι ἡ ὥρα νά φάει γι’ αὐτό ἐρχόταν, εἶπε ὁ π.
Βασίλειος.
-Μά... δέν ἤξερα, ψιθύρισε ὁ
νεαρός ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ γέροντα καί ταυτόχρονα ἔσκυψε τό κεφάλι.
-Καλά –καλά, μήν στεναχωριέσαι. Ἔλα νά τό ψάξουμε μαζί. Εἶναι πολύ
φιλικό. Ἔλα βρέ εὐλογημένε νά σέ συστήσω στό φίλο μου.
-Δέν θέλω γέροντα, δέν θέλω. Ξέρεις ἀπό μικρό παιδί φοβᾶμαι πολύ τά
φίδια.
Ὁ γέροντας δέν ἀπάντησε. Ἔσκυψε πῆρε ἕνα τενεκεδάκι κι ἄρχισε νά τό
χτυπᾶ ρυθμικά πηγαίνοντας κοντά στήν ἀποθήκη. Γιά δέκα λεπτά ἔκανε τό ἴδιο
χωρίς νά μιλᾶ. Στή συνέχεια πῆγε στό μικρό μπαξέ πού διατηροῦσε καί ἔκανε πάλι
τό ἴδιο.
Καί ξαφνικά ἀπό ἕνα θάμνο πού βρισκόταν κοντά στήν ἀποθήκη ἄρχισε νά
βγαίνει τό φίδι. Ἦταν καφέ καί ἄσπρο.
-Ἔλα εὐλογημένο κι ἀνησύχησα. Νόμιζα πώς τραυματίστηκες. Ἔλα νά σέ
γνωρίζω στό Βαγγέλη. Εἶναι καλό παιδί, ἀλλά λίγο τό φόβισες. Ἔλα νά τοῦ δείξεις
πόσο ἀγαπᾶς τήν Παναγία μας. Νά τοῦ μάθεις νά κάνει καί καμιά μετάνοια, μήπως
δεῖ καμιά προκοπή στή ζωή του, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος κατά
κοινή ὁμολογία αὐτῶν πού τόν γνώρισαν εἶχε πάντοτε πολύ χιοῦμορ...
Τό φίδι ἀκολούθησε τόν γέροντα μέχρι τήν αὐλή τοῦ κελιοῦ. Ὁ Βαγγέλης
εἶχε μαζευτεῖ στήν πόρτα, ἕτοιμος νά μπεῖ μέσα ἄν κάτι πήγαινε στραβά. Ὅλα αὐτά πού ἔβλεπε τά θεωροῦσε ἐντελῶς
ἀλλόκοτα. Πρώτη φορά ἔβλεπε ἕνα τεράστιο φίδι, νά ἀκολουθεῖ σάν ὑπάκουο σκυλάκι
ἕναν παράξενο καλόγερο. Κι αὐτό ἀκριβῶς τοῦ ἐνίσχυε τό φόβο του.
-Φέρε βρέ εὐλογημένε λίγο γάλα. Κόψε καί μία φέτα ψωμί. Καί ἔλα νά σοῦ
γνωρίσω ἕναν καλό φίλο, εἶπε χαμογελώντας
ὁ γέροντας.
Ὁ Βαγγέλης ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε στήν ἐντολή του. Ἄλλωστε, θεωροῦσε πώς
ἦταν καλύτερο νά εἶναι μέσα στό κελί ἀπό τό νά παραμείνει στήν αὐλή μαζί μέ τόν
γέροντα καί τό τεράστιο φίδι. Βγαίνοντας ἔξω μέ τό γάλα καί τό ψωμί, βρέθηκε
μπροστά σέ μία εἰκόνα πού δέν πρόκειται ποτέ νά λησμονήσει στή ζωή του. Τό φίδι
ἦταν κουλουριασμένο στά πόδια τοῦ
γέροντα κι ἐκεῖνος στοργικά τό χάιδευε στό κεφάλι.
-Ἔλα, ἔλα Βαγγέλη νά δεῖς τί μετάνοιες κάνει στήν Παναγία μας. Νά πάρε
καί τό κεσεδάκι καί βάλε λίγο γάλα. Τρίψε καί λίγο ψωμάκι καί ἀκούμπησέ το ἐκεῖ
στήν ἄκρη.
-Γέροντα εἶσαι σίγουρος ὅτι δέν θά μέ πειράξει;
-Ὄχι εὐλογημένε γιατί νά σέ πειράξει. Πλασματάκι τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτό.
-Νά, γιατί πῆγα προηγουμένως νά τό σκοτώσω. Δέν ἤξερα ὅτι τό ἔχεις σάν
κατοικίδιο;
- Μήν φοβᾶσαι. Νά ἔλα νά τό χαϊδέψεις γιά νά λυθεῖ ἐπί τόπου ἡ
παρεξήγηση.
-Θά ἀστειεύεσαι γέροντα. Καί πού τό βλέπω τόσο κοντά τρομάζω, ὄχι καί νά
τό χαϊδέψω.
-Καλά, καλά.
Τό φίδι ἀφοῦ ἔφαγε ἀπό τό τενεκεδάκι τό ψωμί καί ἤπιε τό γάλα στεκόταν
καί κοιτοῦσε τό γέροντα σάν νά τοῦ μιλοῦσε, σάν νά τόν εὐχαριστοῦσε.
-Τήν Παναγιά μας νά εὐχαριστεῖς εὐλογημένο, τήν Παναγιά μας εἶπε ὁ
γέροντας.
Καί τότε τό φίδι ἄρχισε ρυθμικά νά σηκώνει τό κεφάλι καί νά τό κατεβάζει,
λές καί ἔκανε μετάνοιες. Ἔπειτα γύρισε καί ἔφυγε πρός τό μέρος τοῦ μικροῦ κήπου
πού διατηροῦσε ὁ γέροντας Βασίλειος, κοντά στό κελί του.
-Βαγγέλη ἡ ἀντίδρασή σου μοῦ θύμισε ἕναν φίλο μου δικαστικό ἀπό τή
Θεσσαλονίκη πού τρία χρόνια πρίν μέ εἶχε ἐπισκεφθεῖ. Κι ἐκεῖνος σάν καί σένα
φοβόταν πολύ τά φίδια. Ἔμεινε δύο μέρες φιλοξενούμενός μου καί θέλησε νά μέ
βοηθήσει στίς ἐργασίες μου. Τά χέρια του ὅμως ἦταν βελούδινα. Τοῦ εἶπα νά πάει
στίς ντοματιές καί νά ξεριζώσει τά ἀγριόχορτα πού εἶχαν φυτρώσει δίπλα στίς
ρίζες. «Τράβα –τοῦ εἶπα- ἀλλά νά προσέχεις. Μή δεῖς κανένα φίδι καί τρομάξεις
καί μοῦ χαλάσεις τίς ντοματιές». Ἐκεῖνος χαμογέλασε πιστεύοντας πώς
ἀστειεύομαι. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τόν ἀκούω νά οὐρλιάζει στήν κυριολεξία.
Ἔτυχε νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖ τό φίδι πού εἶδες καί ἐσύ. Μέ τό πού τό εἶδε ὁ
εὐλογημένος ἄρχισε νά τρέχει καί νά χοροπηδᾶ σάν τρελός. Μοῦ πάτησε δύο
ντοματιές. Εὐτυχῶς δέν ἔκανε πολύ μεγάλη ζημιά. «Νόμιζα γέροντα ὅτι ἀστειεύεσαι
ἀλλά ἀπό ὅτι διαπιστώθηκε δέν ἦταν καθόλου ἀστεῖο»! Τόν καθησύχασα καί τοῦ εἶπα πώς τό φίδι εἶναι ὑπάκουο καί
ζεῖ στήν αὐλή σάν κατοικίδιο. Μετά λίγες ὧρες τοῦ πρότεινα νά μοῦ φέρει ἕνα
σκαλιστήρι ἀπό τήν ἀποθήκη ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά πάει, μή τυχόν καί τό
συναντήσει πάλι.
-Βλέπεις γέροντα κοτζάμ δικαστικός φοβήθηκε, δέν θά φοβόμουν τοῦ λόγου
μου! Φοβήθηκε καί τρόμαξε αὐτός πού δέν διστάζει νά κλείσει ἐγκληματίες στή
φυλακή καί περιμένατε νά μήν φοβηθῶ ἐγώ.
Ἀπό τότε ὁ Βαγγέλης συμπεριλάμβανε σέ κάθε προσκύνημα στό Ἅγιο Ὄρος καί
τά Καυσοκαλύβια. Ἔμενε πάντα στό κελί τοῦ πατέρα Βασιλείου. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν,
ἀφοῦ ὁ γέροντας τοῦ μάθαινε πράγματα πού τόν βοηθοῦσαν νά χαράξει μία καλή
πορεία στή ζωή του. Ἦταν Μάρτιος, ἀρχές Ἀνοίξεως, ὅταν ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη
φορά τόν γέροντα. Ἡ περίοδος τοῦ χειμώνα ἄλλωστε δέν ἐνδείκνυται γιά
προσκυνηματικές ἐπισκέψεις στήν ἔρημο τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀφοῦ ἐπικρατεῖ σχεδόν
μονίμως θαλασσοταραχή πού δέν ἐπιτρέπει σέ σκάφος νά ἔχει πρόσβαση στό φυσικό
λιμανάκι. Καί κατά τή δεύτερη ἐπίσκεψη του ἔγινε ἀδιάψευστος μάρτυρας μίας ἁρμονικῆς σχέσης, πού εἶχε δημιουργηθεῖ
ἀνάμεσα σέ ἕνα κότσυφα καί τόν γέροντα.
Ὁ κότσυφας ἐρχόταν καί τίς δύο ἡμέρες πού ἔμεινα στό κελί μόλις ξημέρωνε
ἀλλά καί λίγο πρίν σουρουπώσει. Ἐρχόταν λίγα λεπτά ἀφότου ὁλοκληρωνόταν ὁ
κανόνας τοῦ γέροντα. Μέ τό ράμφος του χτυποῦσε τό παράθυρο. Ὁ γέροντας τότε τοῦ
ἄνοιγε καί τοῦ ἔδινε νά φάει λίγα ψίχουλα ψωμί. Τά ἔτρωγε μέσα ἀπό τήν παλάμη
του καί ἔφευγε. Μάλιστα τή δεύτερη ἡμέρα ὁ κότσυφας χτυποῦσε στό δικό μου
παράθυρο. Ἔτρεξα καί φώναξα τόν γέροντα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «ἄχ τό καημένο τό
πουλί. Θά χτυποῦσε σέ μένα ἀλλά βλέπεις εἶμαι περήφανος στά αὐτιά (δηλαδή δέν
ἄκουγε καλά) καί δέν τό ἄκουσα. Ἄντε βρέ Βαγγελάκι ἄνοιξέ του καί δώστου λίγα
ψιχουλάκια νά φάει». Ὁ κότσυφας ἔφαγε ἀπό τό χέρι μου, χωρίς νά φοβηθεῖ ἐνῶ τήν
ὅλη σκηνή παρακολουθοῦσε τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ παππούλη. «Βαγγέλη βρίσκεσαι σέ
καλό δρόμο. Κάνει καλή δουλειά ὁ πνευματικός σου. Ὁ κότσυφας δέν φοβήθηκε» μοῦ
εἶπε χαριτολογώντας. Ὡστόσο ἤξερα ὅτι τό ὑποτιθέμενο κατόρθωμά μου ἔγινε χάρη
στίς προσευχές τοῦ γέροντα. Ἡ θερμή
προσευχή τοῦ γέροντα εἶχε μετατρέψει τό
κελί του καί τό περιβάλλον γύρω ἀπ’ αὐτό σέ ἀληθινό παράδεισο.
Ἀνάλογα περιστατικά ἔχουν νά διηγηθοῦν κι ἄλλα πνευματικά παιδιά τοῦ
γέροντα. Περιστατικά πού σχετίζονταν μέ τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο
Γηροκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλά καί τή μακράν διαμονή του στήν Ἱερά Μονή τῆς
Παναγίας στήν Κλεισούρα.
Ὁ γέροντας εἶχε ἀναπτύξει ἰσχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τόν μακαριστό
Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιο. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά καί γιά
ὧρες ὁλάκερες συνομιλοῦσαν. Τό ἐπίκεντρο τῆς συζήτησης τους ἀποτελοῦσε πάντα ὁ
Σωτήρας Χριστός. Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στά
πνευματικά του παιδιά ὅτι ὁ καλός Θεός εἶχε δώσει τό διορατικό χάρισμα στόν
πατέρα Βασίλειο ἀπό τήν ἐποχή πού ἀσκήτευε γιά πολύ καιρό σέ μία σπηλιά στό
Ἅγιο Ὄρος. Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἅγιος
Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μιλοῦσε μέ τά ἄγρια ζῶα. Καί τούς διηγήθηκε πώς ὁ ἴδιος
εἶχε γίνει μάρτυρας τῆς στενῆς σχέσης πού εἶχε ἀναπτύξει μέ μία ἀρκούδα πού
ζοῦσε στό κοντινό δάσος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κλεισούρας.
«Κάποτε διανυκτέρευσα στό μοναστήρι. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος προσκυνητής. Ὅταν
τελείωσε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου ἀκούστηκαν οἱ φωνές τῆς ἀρκούδας. «Συγνώμη
Σεβασμιώτατε, ξέχασα νά ταΐσω τό ζωντανό καί τό καημένο φωνάζει» εἶπε καί
ἔτρεξε πρός τήν κουζίνα τῆς Μονῆς.
Πίστευα πώς λέγοντας ζωντανό θά ἐννοοῦσε καμιά κατσικούλα. Ἐκεῖνος
ἔτρεξε στήν πόρτα τῆς Μονῆς, τήν ἄνοιξε καί τότε ἔκπληκτος εἶδα νά μπαίνει στό
μοναστήρι μία ἀρκούδα.
-Ἔχουμε τό δεσπότη σήμερα. Δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στό μοναστήρι,
τῆς εἶπε ὁ γέροντας ἐνῶ ταυτόχρονα ἅπλωσε τό χέρι του καί τῆς ἔδινε νά φάει τά
ἀποφάγια πού εἶχε κρατήσει ἀπό τό μεσημέρι μέσα σέ ένα πλαστικό κουβαδάκι. Καί
πρόσθεσε:
-Ἔλα αὔριο τό πρωί πάλι. Ἄντε τώρα πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ.
-Ἄστ’ τήν ἀρκουδίτσα νά μείνει στό μοναστήρι εὐλογημένε. Ἐμένα δέν μέ
ἐνοχλεῖ.
-Ὄχι Σεβασμιώτατε, τά χαράματα θά ἔρθουν προσκυνητές ἀπό τή Θεσσαλονίκη
γιά νά λειτουργηθοῦν καί θά ἀνέβει καί ὁ παπά Δημήτρης, πού ἔμαθε γιά τήν
παρουσία σου στό μοναστήρι. Μπορεῖ νά συναντήσουν τήν ἀρκούδα καί νά φοβηθοῦν.
Ἄντε ἀρκουδίτσα μου στό καλό.
Ἐκείνη λές καί κατάλαβε τί ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Γύρισε πρός τήν
ἐξωτερική πόρτα καί μέ ἕνα γρύλλισμα, σάν κι αὐτό πού κάνουν ἀπό ἱκανοποίηση τά
σκυλιά ἔφυγε. Στό μοναστήρι ἐκτός ἀπό τή
φιλία πού εἶχε ἀναπτύξει μέ τήν ἀρκούδα τόν συντρόφευε κι ἕνας λαγός, ὁ ὁποῖος
εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀκόμη καί μέ τούς προσκυνητές. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ
Καυσοκαλυβίτης πάντοτε εἶχε ἕνα καρότο διαθέσιμο γιά νά τοῦ δώσει. Μία
πνευματική κόρη του ἀπό τήν Καστοριά ἀποθανάτισε σέ φωτογραφία τόν γέροντα νά
ταΐζει στόν καναπέ τό λαγό.
Κατά τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο στή Θεσσαλονίκη ὁ
γέροντας εἶχε ἀντίστοιχη φιλία μέ ἕνα περιστέρι, τό ὁποῖο ὅταν δέν ὑπῆρχαν
ἐπισκέψεις στό δωμάτιο, ἔμπαινε ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ κρατοῦσε συντροφιά.
-Φύγε τώρα, ἔρχονται κάποιοι νά μέ δοῦν τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντας κι ἐκεῖνο
ἀμέσως πετοῦσε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἡ μαρτυρία αὐτή διασώθηκε ἀπό μία κυρία, ἡ
ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα μέ τούς δύο γιούς της. Ἦταν στήν πόρτα, ὅταν ἄκουσε τήν ἀνωτέρω
στιχομυθία. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὄχι μόνο εἶδε τό περιστέρι νά κάθεται ἤρεμα
στόν ὦμο τοῦ γέροντα ἀλλά ἔγινε αὐτήκοος μάρτυς πού τοῦ ἔλεγε νά πετάξει ἔξω
ἀπό τό δωμάτιο. Κι ἐκεῖνο ἀμέσως ἐξῆλθε.
Τοῦ Διονύση Μακρῆ
Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017
http://users.sch.gr/aiasgr/Paterika_keimena