Αν κανείς βρεθεί στο Άγιον Όρος ή σε κάποιο παλιό
Βυζαντινό μοναστήρι, θα δεί ότι το καθολικό (η κεντρική εκκλησία) του
μοναστηριού είναι συνήθως βαμμένη με κόκκινο χρώμα.
Κι αν ρωτήσει τους μοναχούς, θα του πουν, πως το κόκκινο αυτό χρώμα συμβολίζει το αίμα του Χριστού και των μαρτύρων. Δείγμα, ότι η εκκλησία μας δεν επεκτάθηκε με τα όπλα, τη βία, τη δύναμη, αλλά με το αίμα του Χριστού και των μαρτύρων.
Γι’ αυτό και οι τάφοι των πρώτων μαρτύρων, είναι τα
αρχαιότερα θυσιαστήρια. Πάνω στους τάφους των μαρτύρων τελούσαν οι πρώτοι χριστιανοί
τη Θ. ευχαριστία. Εκεί αργότερα άρχισαν να κτίζονται οι ναοί. Και μέχρι σήμερα
τα εγκαίνια ενός νέου ναού γίνονται με την τοποθέτηση λειψάνων μαρτύρων κάτω
από την αγία Τράπεζα. Έτσι η ορθόδοξη πίστη μας συνδέεται στενά με τα λείψανα
των αγίων.
Ένας από τους πιο μεγάλους θησαυρούς που έχουμε ως
Ορθόδοξος λαός είναι τα λείψανα των αγίων. Δεν υπάρχει επαρχία, πόλη, νησί,
χωριό και Ναός ή μοναστήρι που να μην έχει λείψανα αγίων. Είναι πολύ χαρακτηριστικό
ότι, όταν επισκεφθεί κανείς τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ή αλλού, θα
διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που θα του γίνει από τους μοναχούς
είναι να του προσφέρουν να ασπαστεί τα ιερά λείψανα.
Η παρουσία της Χάριτος του Θεού
στα ιερά λείψανα εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Άλλοτε με το άφθαρτο, άλλοτε με
την ευωδία, άλλοτε με τη θαυματουργία και την αισθάνονται εκείνοι που
διαθέτουν πίστη και καθαρές πνευματικές αισθήσεις.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι τα Σώματα των
αγίων με την έλευση της άκτιστου Χάριτος γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού
και ναός του Παναγίου Πνεύματος. Μετά την κοίμησή τους, παρά το χωρισμό της
ψυχής από το σώμα, δεν χωρίστηκε η χάρη του Θεού, αλλά παρέμεινε στα σώματά
τους και έτσι έχουν εμφανή τα δείγματα της ενοικούσης ενεργείας του Θεού. Ο
ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι οι δαίμονες, που είναι αληθινοί λήσταρχοι, όταν
βλέπουν τα σώματα των μαρτύρων, αμέσως δραπετεύουν και φεύγουν.
Όχι μόνον τα ιερά λείψανα των αγίων, αλλά και τα ενδύματα,
ή τα αντικείμενα των αγίων είναι κι αυτά αγιασμένα. Όπως διαβάζουμε στις
Πράξεις των αποστόλων η χάρη του Θεού διά της σκιάς του Αποστόλου Πέτρου καθώς
επίσης και δια των μαντηλιών των Αποστόλων έκανε θαύματα. Αργότερα ο Θεός
επιτελεί θαύματα με τα ενδύματα των αγίων, με το χώμα από τον τάφο τους, με τα
προσωπικά τους αντικείμενα. Όλος ο χώρος αγιάζεται, όπου παραμένουν τα λείψανα
των αγίων. Ο άγιος Βασίλειος τονίζει ότι τα λείψανα των αγίων «αγιάζουν μεν τον
τόπον, αγιάζουν δε και τους εις αυτόν συνιόντας».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι και η σκόνη που
είναι πάνω στα ιερά λείψανα είναι αγιασμένη και θαυματουργεί, και άλλος άγιος
δα μας πει πως και ο αέρας που ακουμπά στα άγια λείψανα είναι αγιασμένος. Αυτά
τα ιερά λείψανα είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερα απ’ όλους τους θησαυρούς του
κόσμου. Πολύ ωραία ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Οσα γαρ ουκ ισχύει πλούτος
και χρυσίον, τοσαύτα ισχύει μαρτύρων λείψανα. Χρυσίον μεν γαρ ούτε νόσον
απήλασε πώποτε, ούτε βάνατον εφυγάδευσε, μαρτύρων δε οστά αμφοτέρα ταύτα
ειργάσατο»
Όπου λοιπόν φυλάσσονται ιερά λείψανα, υπάρχει ιδιαίτερη
ευλογία του Θεού. Συχνά οι ευλαβείς προσκυνητές αντιλαμβάνονται ότι από τα
ιερά λείψανα εκπέμπεται κάποια ιδιόμορφη και εξαιρετικά λεπτή και αισθητή σε
όλους ευωδία. Είναι μία ένδειξη ότι ο άγιος ευαρέστησε το Θεό και ο Θεός τον
τιμά, ότι ακούει τη δέησή του και τη μεσιτεία του.
Ο πιστός πλησιάζοντας τα λείψανα των αγίων, έχει τη γεύση
του παραδείσου. Κατανύσσεται και παροτρύνεται να γνωρίσει καλύτερα τον άγιο,
να μελετήσει το βίο του να παραδειγματιστεί και να τον δέσει πρότυπο στη ζωή
του.
Τέλος, τα ιερά λείψανα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της
νέας ζωής που έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Γι’ αυτό πρέπει να τα προσκυνούμε ευλαβικά,
να τα ασπαζόμαστε προσευχητικά, να ζητούμε τη βοήθεια των αγίων μας, να
αγωνιζόμαστε στην πνευματική μας ζωή, γιατί η άκτιστη χάρη του Θεού ενεργεί και
διά των λειψάνων των αγίων, ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση, και να
φροντίζουμε, με όλους τους τρόπους που έχει η εκκλησία μας, να γίνουμε και
εμείς άγιοι, δηλαδή να κάνουμε το σώμα μας ιερό λείψανο, με τη χάρη του Θεού.
inpantanassis