Γι’ αυτό λέγε την
ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη
κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο και να σκεφθείς, δεν μπορείς να
σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου, ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.
Μία ψυχή πήγε στην
τουαλέτα, κι έλεγε την ευχή.
Α, και φανερώνεται ο
διάβολος εκεί.
-Βρε ‘συ, λέει,
βρώμικη ευχή λες.
Α, μα, και ο
καλόγηρος:
-Άκουσε αποστάτα της
θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της
ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά ένωση…
-Παιδί μου, λέει ο
Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν
καταλαμβάνω τίποτες.
-Ε, και πού θα
καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου,
θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναί, θαύμα θέλω να
δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα
προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή.
-Έλα εδώ, παιδί μου,
τώρα, πάρε το καλάθι, πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις νερό.
-Γέροντα, με
συγχωρείς, εγώ, λέει, τα μυαλά μου τά ‘χω,(!!) το καλάθι θα γιομώσω νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου,
δεν είπες ότι θέλεις να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναί, λέει, θέλω.
-Ε, κάνε αυτό που
σου λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Νά ‘ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει
το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι,
αλλά λέει την ευχή.
Εννοείται ο Γέροντας
στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε
το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το δείξει στον Γέροντα, να του πεί:
«Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!»
Στο δρόμο λοιπόν
φανερώνεται ο διάβολος με μορφή ανθρώπινη, του λέει:
– Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντά
μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις
καλόγερος;
-Πέντε-έξι.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια.
Πάει, έφυγε το νερό
κάτω! Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον Γέροντα με άδειο το
καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί
μου;
-Γέροντα, έτσι κι
έτσι.
-Άφησες την ευχή,
παιδί μου, γι’ αυτό έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την ευχή, το καλάθι
κρατούσε το νερό, όταν σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία, έφυγε το νερό.
Και ο Θεός μας
δοκιμάζει καμιά φορά να μας ξυπνήσει, να πούμε. Σου στέλνει έναν πειρασμό ο
Θεός, ο Θεός θέλει να σε ξυπνήσει, μην κοιμάσαι· μην κοιμάσαι, λέγε την
ευχούλα.
Και ο άνθρωπος, όταν
προσεύχεται εις το Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες του Θεού.
Από συζήτηση με τον Γ.Εφραίμ Κατουνακιώτη
askitikon