Κατ’ αρχήν ο Άγιος Νικόλας Πλανάς έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από… 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από… οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν. Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.
Αυτός ο διωγμός από
την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος τού έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά,
φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο.
Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο
δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και τού λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
–Κλαίω, παιδί μου,
γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
– Μη λυπείσαι, πάτερ
μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Τού λέγει: Ποιος
είσαι συ, παιδί μου;
– Εγώ, τού λέγει,
είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός
του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της
συνοδείας του.
ΜΑΡΘΑ μοναχή
Πηγή περιοδικό
ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα
1979. )
Πάντοτε την παραμονή
του αγίου Παντελεήμονος, ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς, τελούσε Αγρυπνία στον ιερό
ναό του στον Ιλισσό. Μια χρονιά όμως ήταν άρρωστος με υψηλό πυρετό. Οι δικοί
του τον απέτρεπαν να πάει για την Αγρυπνία. Εκείνος φλεγόταν από αγάπη προς τον
Άγιο. Και πήγε. Όπως έλεγε αργότερα, τη νύχτα, μετά τη Λιτή ακούμπησε,
εξαντλημένος από τον πυρετό, στην άκρη της Αγίας Τραπέζης. Και βλέπει εμπρός
του τον Άγιο «να κρατά ένα μικρό ποτήρι γεμάτο φάρμακο» και του λέει:
«Πιέτο, πάτερ μου,
να γίνης καλά». Το πήρε, το ήπιε, έφυγε ο πυρετός, έγινε τελείως καλά. Και
έλεγε: «Επί μίαν εβδομάδα είχα τη γλύκα στο λάρυγγά μου… Το θεώρησα αμαρτία και
αγνωμοσύνη να μη το ειπώ…».
iconandlight