Ένα από τα πιο όμορφα προσωνύμια που απέδωσαν στον Χριστό τόσο οι μαθητές Του όσο και οι άνθρωποι που Τον άκουγαν είναι το «Ραββί», δηλαδή το «Διδάσκαλε». Μάλιστα, το προσωνύμιο αυτό συνοδεύεται και από ομολογία πίστης σ’ Αυτόν και την αποστολή Του: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. 1, 50). «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Διδάσκαλος ο Χριστός, υιός του Θεού, δηλαδή Θεός ο Ίδιος, και βασιλιάς του Ισραήλ, όλης της ανθρωπότητας δηλαδή σύμφωνα με την διαθήκη, την υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ ότι οι απόγονοί του θα βασιλέψουν στην οικουμένη. Αυτές τις τρεις ιδιότητες του Κυρίου τις διασώζει η Εκκλησία ανά τους αιώνες και μας τις υπενθυμίζει ως πολύτιμη παρακαταθήκη στους καιρούς μας.
Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο προσωνύμιο «ραββί». Ο
Χριστός ήταν διδάσκαλος όχι μόνο των μαθητών Του, αλλά και όλου του κόσμου,
διότι η διδασκαλία ήταν η αποστολή Του. Ήρθε για να μας δώσει όχι απλώς τις
γνώσεις, αλλά τον ίδιο Του τον εαυτό. Συνήθως οι άνθρωποι που έχουν το χάρισμα
ή την ιδιότητα του δασκάλου διδάσκουν με βάση τις γνώσεις, την κατάρτιση, το
όραμα ζωής τους. Διδάσκουν αυτό που ξέρουν, αυτό που έχουν κατακτήσει από την
γνώση των άλλων ή και ό,τι οι ίδιοι έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν και να
προεκτείνουν. Ο Χριστός όμως δεν αξιοποίησε απλώς τον Νόμο και τους προφήτες,
την παράδοση δηλαδή των ανθρώπων. Είναι ραββί διαφορετικός, διότι διδάσκει αυτό
που ο Ίδιος είναι: την οδό του Θεού, τον τρόπο της Βασιλείας, την συνάντηση και
την κοινωνία δι’ Αυτού με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός είναι ραββί
μοναδικός, διότι είναι ο Ίδιος ο διδάσκων και ταυτόχρονα ο Ίδιος το περιεχόμενο
της διδασκαλίας Του, το οποίο οι άνθρωποι καλούνται να οικειωθούν. Γι’ αυτό και
ο Χριστός είναι ένας ραββί ανεπανάληπτος, καθώς είναι ο Απόλυτος.
Οι άνθρωποι στους
αιώνες ακολουθήσαμε και ακολουθούμε άλλους διδασκάλους στην ζωή μας. Είτε αυτοί
είναι ιδεολόγοι, είτε φιλόσοφοι, είτε εκπρόσωποι του εκάστοτε πολιτισμικού
ρεύματος, αισθανθήκαμε οικείοι κοντά τους. Ταυτόχρονα, φοβηθήκαμε την
διδασκαλία του Χριστού και γι’ αυτό Τον αρνηθήκαμε ή αδιαφορούμε γι’ Εκείνον. Η
διδασκαλία των σοφών του αιώνος τούτου στην ουσία δεν μας αναγκάζει να δούμε
την ζωή τόσο στην προοπτική της αιωνιότητας όσο και στην προοπτική της αλλαγής
εντός μας και της ανάπτυξης και βίωσης ενός νοήματος ζωής το οποίο συνολικά
δίνει την πληρότητα. Οι σοφοί του αιώνος τούτου καταφέρνουν να μας βοηθήσουν να
δούμε αποσπασματικά πτυχές της ζωής: την οικονομία, την ποιότητα ζωής, την
γνώση, την επιστήμη. Η μαθητεία κοντά τους, σημαντική ασυζητητί, στην καλύτερη
περίπτωση μας βοηθά να φωτίσουμε πολλά από τα «πώς» και «γιατί;» του κόσμου
τούτου.
Άλλοτε μας
εξασφαλίζει μία σχετική ποιότητα ζωής, διότι ξέρουμε πού πρέπει να επενδύσουμε
και πού όχι.
Άλλοτε πάλι δικαιολογεί τα πάθη μας, την άρνησή μας να
δούμε την ζωή στην προοπτική της άσκησης, της εξόδου από το εγώ μας και της
συνάντησης με τον πλησίον μας.
Άλλοτε μας
δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι έχουμε χρόνο ή ότι η επιστήμη και η τεχνική θα
μας εξασφαλίσουν παράταση ζωής, θα αναστείλουν τον θάνατο για λογαριασμό μας.
Άλλοτε μας κάνουν να επαναπαυόμαστε στις γνώσεις και την κοσμική σοφία. Άλλοτε
μας πείθουν για τον εκμηδενισμό της ύπαρξής μας, εφόσον οι σοφοί του κόσμου δεν
πιστεύουν σε Θεό και αιωνιότητα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφυλάττει την μοναδικότητα, την
διαφορετικότητα και το ανεπανάληπτο του Κυρίου μας ως ραββί. Και μας καλεί μέσα
από την συμμετοχή μας στον τρόπο της, στην ευχαριστιακή συνάντηση, στην αγάπη,
στην άσκηση, στην μετάνοια να γίνουμε με την σειρά μας μαθητές του Κυρίου. Να
αφήσουμε τον Ίδιο να εισέλθει στην καρδιά μας. Να ακούσουμε τον λόγο Του, να
τον μελετήσουμε και να τον κάνουμε πράξη στην ζωή μας. Και να έχουμε ως
προτεραιότητα στην ζωή μας το Θεανδρικό Του Πρόσωπο και την σχέση μας μαζί Του.
Γιατί Εκείνος δίνει πληρότητα νοήματος, απαντήσεις σε κάθε «γιατί;», σε κάθε
«πώς;» του κόσμου, ακόμη κι αν η απάντηση χρειάζεται την υπομονή της σιωπής. Ο
Χριστός δεν αρνείται τον κόσμο, αλλά το πνεύμα του πονηρού το οποίο ενυπάρχει
σ’ αυτόν. Δεν αρνείται τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά την απολυτοποίησή τους, την
πρόταξη της αγάπης για τους ιδίους και τους οικείους από την αγάπη για όλους
και για τον Θεό. Δεν αρνείται τα κοσμικά σχήματα, αλλά την θεοποίηση και την
απολυτοποίησή τους. Δεν αρνείται τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά την μετατροπή του
ανθρώπου σε θηρευτή του άρτου, της ηδονής, της υπερηφάνειας, της κενοδοξίας.
Στην Ορθόδοξη
Εκκλησία βρίσκουμε την αυθεντικότητα του Προσώπου του Χριστού ακέραιη και
ακαινοτόμητη και την ίδια στιγμή την διδασκαλία Του ανόθευτη. Και γι’ αυτό όταν
γιορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας την αναστήλωση των Ιερών Εικόνων,
δίδουμε συνεχώς την υπόσχεση ότι ο Κύριος ως ο Διδάσκαλος των καρδιών και της
ζωής μας θα είναι Αυτός που αναζητούμε για να τον ζήσουμε και να τον
μεταδώσουμε στους επόμενους. Ότι αποδεχόμαστε την αποστολή που μας έδωσε να
είμαστε, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτα δύσκολο, συνεχιστές του έργου Του.
Όμως έχουμε την βεβαιότητα της υπόσχεσής Του, όπως αυτή αποτυπώνεται στην
τελευταία επί γης διδασκαλία Του «Μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας» (Ματθ.
28,20). Ας μην παρασυρόμαστε από το πνεύμα του αιώνος τούτου και ας Τον
αναζητούμε στην Εκκλησία! Κι Εκείνος θα μας ανακαινίζει όντας «μεθ’ ημών»!
π.Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
themistoklismourtzanos