Η παρακάτω συγκλονιστική ιστορία είναι επίκαιρη και διδακτική εν
μέσω Μεγάλης Σαρακοστής αλλά και των εσχάτων καιρών που διανύουμε. Διότι όλοι
μας αποκλίναμε από τον αρχικό μας προορισμό, από Κληρικούς μέχρι Λαϊκούς. ΟΛΟΙ ΜΑΣ.
Εμείς οι Λαϊκοί κάναμε θεό μας το χρήμα και ξεχάσαμε ότι είμαστε περαστικοί εδώ. Και για να το πω καλύτερα για να ξεχάσουμε ότι είμαστε περαστικοί από εδώ, κάναμε θεό μας το χρήμα. «..μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καὶ οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά..» (ψαλμ. 38/ 7). Αμελήσαμε την καθημερινή προσευχή μας γιατί «δεν μας φθάνει ο χρόνος». Όμως η αλήθεια είναι ότι ο πονηρός μας έβαλε τόσες δουλειές για να μην προλαβαίνουμε να δοξάζουμε καθημερινά τον ΘΕΟ. Υπάρχει μάλιστα και μια ιστορία η οποία αναφέρει:
Κάποτε ο διάβολος κάλεσε μια παγκόσμια συνέλευση δαιμόνων. Στην
εναρκτήρια ομιλία του, ανάμεσα στα άλλα, είπε:
«Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τους Χριστιανούς να πηγαίνουν στην
εκκλησία. Δεν μπορούμε να τους εμποδίσουμε να διαβάζουν την Αγία Γραφή και να
γνωρίζουν την αλήθεια. Δεν μπορούμε ούτε ακόμα και να τους εμποδίσουμε να έχουν
μια ζωντανή στενή σχέση με τον Σωτήρα τους. Άπαξ και αποκτήσουν αυτήν τη
σύνδεση με τον Ιησού, εμείς χάνουμε κάθε δύναμη πάνω τους.
….Έτσι, το μόνο που μας μένει είναι να τους κλέψουμε το χρόνο
τους. Ας πηγαίνουν στην εκκλησία, δεν πειράζει, ας έχουν εκεί τις συνεστιάσεις
τους κι όλα τα υπόλοιπα. Ας έχουν έργο και δράση. Μόνο να μην έχουν χρόνο να
αναπτύξουν αυτή τη ζωντανή σχέση με τον Ιησού.
…Να τι θέλω από σας. Αποσπάστε τους την προσοχή από τον Σωτήρα
τους και εμποδίστε τους από του να έχουν θερμή και στενή σχέση μαζί Του όλη
μέρα. Ας τους παρασύρουμε σε μια χαλαρή σχέση με τον Ιησού, τυπική σχέση, χωρίς
γνήσια πίστη και αγάπη γι’ Αυτόν.
Πώς θα το κάνουμε αυτό; ρώτησαν τότε οι δαίμονες.
Βάλτε τους να ασχολούνται με τα δευτερεύοντα θέματα και βρείτε
τρόπους αμέτρητους να κρατάτε απασχολημένο το μυαλό τους, απάντησε.
Βάλτε μέσα τους τον πειρασμό να ξοδεύουν, να ξοδεύουν, να ξοδεύουν
και να δανείζονται χρεώνοντας τις κάρτες τους.
Πείστε τις γυναίκες τους να πάνε να δουλεύουν πολλές ώρες εκτός
σπιτιού και τους άνδρες να δουλεύουν 6-7 μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την
ημέρα, έτσι ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες του τρόπου ζωής τους.
Εμποδίστε τους να ξοδεύουν χρόνο με τα παιδιά τους. Έτσι, καθώς θα
διασπάται η οικογένειά τους, σύντομα το σπίτι δεν θα αποτελεί πια για αυτούς
καταφύγιο από την πίεση της δουλειάς τους.
Κρατάτε πάντα το μυαλό τόσο γεμάτο με ερεθίσματα ώστε να είναι
αδύνατο να ακούσουν τη σιγανή και απαλή φωνή του Θεού.
1. Βάλτε τους να παίζουν το ραδιόφωνο και το κασετόφωνο όποτε
οδηγούν.
2. Φροντίστε να έχουν συνεχώς ανοιχτά στο σπίτι τους τα CD, το
βίντεο, την τηλεόραση και τους υπολογιστές.
3. Βάλτε σε κάθε κατάστημα κι εστιατόριο που μπαίνουν μουσική που
να παίζει ασταμάτητα. Αυτό θα συννεφιάζει το μυαλό τους και θα αδυνατίζει την
κοινωνία τους με τον Χριστό μέσω της προσευχής.
4. Γεμίστε τα τραπέζια τους με περιοδικά και εφημερίδες. Κάντε τους
υπερκαταναλωτικά όντα, να αγοράζουν, να ξοδεύουν χωρίς να έχουν τίποτα από αυτά
πραγματική ανάγκη. Να ασχολούνται, να ταλαιπωρούνται και να απομακρύνονται από
τον Ιησού Χριστό.
5. Σφυροκοπάτε τα μυαλά τους ακατάπαυστα με ειδήσεις όλο το 24ωρο.
6. Γεμίστε τους δρόμους με διαφημιστικές αφίσες, ώστε να μην τους
αφήνετε στιγμή σε ησυχία όσο οδηγούν ή περπατούν.
7. Πλημμυρίστε τα γραμματοκιβώτιά τους με άχρηστα διαφημιστικά,
καταλόγους ρούχων, τυχερών παιχνιδιών και κάθε τι που προάγει ψεύτικες ελπίδες
ευημερίας.
8. Βάλτε κοκαλιάρικα μοντέλα στα εξώφυλλα των περιοδικών και στην
τηλεόραση ώστε οι άνδρες να θεωρούν αυτά ως πρότυπα ομορφιάς και να μην
ικανοποιούνται με την εμφάνιση της γυναίκας τους.
9. Δώστε κούραση στις συζύγους ώστε τα βράδια να μην είναι σε θέση
να χαρούν σαν ζευγάρια με τους άνδρες τους. Δώστε τους πονοκεφάλους ώστε οι
άνδρες να έχουν παράπονα, πικρίες και να αρχίσουν να ψάχνουν αλλού για
ευχαρίστηση. Αυτό θα διαλύσει γρήγορα τις οικογένειες.
10. Διαφημίστε τον Αϊ Βασίλη ώστε να κλέψετε την προσοχή των
παιδιών από το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων.
11. Το Πάσχα διαδώστε τα κουνελάκια και τα κόκκινα αυγά στη θέση
του μηνύματος της Ανάστασης και της νίκης της αμαρτίας.
12. Ακόμα και στη διασκέδασή τους φέρτε τους στα άκρα. Όταν
γυρίζουν από διακοπές να είναι πτώμα στην κούραση και να έχουν μετανιώσει για
τις επιλογές τους.
13. Μην τους αφήνετε να βγαίνουν στη φύση και να παρατηρούν ό,τι ο
Θεός έφτιαξε.
14. Αντί για αυτό, στέλνετέ τους σε λούνα παρκ, γήπεδα,
κινηματογράφους, παιδότοπους και κονσέρτα.
15. Κρατάτε τους πάντα υπεραπασχολημένους. Να μη σκέφτονται, να
μην αναζητούν, να μη προβληματίζονται.
16. Και όταν συναντώνται για πνευματική συντροφιά με άλλους
πιστούς, κάντε ώστε να φεύγουν από κει με διαταραγμένη συνείδηση.
17. Δώστε τους να ασχολούνται με τόσους πολλούς ‘καλούς’ στόχους,
που να μην έχουν χρόνο ούτε ανάγκη να εκζητήσουν τη δύναμη του Ιησού στη ζωή
τους.
18. Σύντομα θα δουλεύουν ασταμάτητα για αυτόν το καλό σκοπό, που
όμως ο Θεός δεν τους ανέθεσε, θυσιάζοντας την υγεία τους και την οικογένειά
τους σ’ αυτόν με μεγάλη πιθανότητα να τα χάσουν και τα δύο.
Θα δουλέψει σίγουρα το σχέδιο αυτό.»
Οι δαίμονες έτρεξαν γρήγορα να βάλουν σε εφαρμογή όλα αυτά, ώστε
οι Χριστιανοί να μην έχουν χρόνο για τον Σωτήρα τους.
Από την άλλη μεριά οι μεν Μοναχοί έφθασαν σε σημείο να ασχολούνται
περισσότερο με το διακόνημα τους και αμέλησαν την προσευχή τους.
Ο Άγιος Παϊσιος μιλάει για την μνήμη θανάτου των μοναχών και
λέγει:
–Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως
διακονία να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα της
διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα
πεθάνουμε».
Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα. Το μεγάλο αυτό μυστικό
δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό
δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος
γι’ αυτούς είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Οι δε Κληρικοί με τα φορολογικά και τα περιουσιακά των ενοριών
τους άφησαν «γυμνούς» τους πιστούς χωρίς κήρυγμα.
Μια διδακτική και πολύ παλιά ιστορία λεει ότι, τον περασμένο αιώνα
ένας καμηλιέρης έμπορος ξεκίνησε για το Κάϊρο, με σκοπό να επισκεφτεί έναν ξακουστό
σοφό γέροντα…
Τελικά, συναντήθηκε με τον σοφό γέροντα, αφού χρειάστηκε να κάνει
ένα μακρινό ταξίδι, διασχίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της ερήμου…
Ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε ότι ο γέροντας ζούσε σε μία σκηνή, με
μοναδικά έπιπλα ένα στρώμα πάνω στήν άμμο, ένα σοφρά, δύο σκαμνιά και πολλά
βιβλία.
Γύρισε τότε προς τον σοφό γέροντα και γεμάτος απορία τον ρώτησε:
-Πού είναι τα έπιπλά σου;
Ο γέροντας κοίταξε τον καμηλιέρη και του απάντησε με μία ερώτηση:
-Τα δικά σου που είναι;
-Μα εγώ δεν έχω, είμαι περαστικός…
-Και εγώ περαστικός είμαι!
Οι περισσότεροι εδώ ζουν λες και θα μείνουν για πάντα εδώ…
Ξέχασαν ότι: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν
ἐπιζητοῦμεν» (Προς Εβραιους 13, 14) = Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά
επιζητούμε τη μελλοντική.
ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ!!! Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!!!
Η παρούσα ζωή είναι απλώς ένα πέρασμα, δοκιμασία πίστεως και
αγάπης στον αληθινό Θεό… ΑΜΗΝ
Η ιστορία λοιπόν έχει ως εξής.
Ο π. Μελχισεδέκ πριν
πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς
λειτουργούσε στο μοναστήρι.
Ήταν ξυλουργός, ικανός
και επιμελής. Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια,
σκαλιστά προσκυνητάρια, καθίσματα, ντουλάπες και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα
βγαλμένα από τα χέρια του.
Δούλευε μάλιστα από
νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά της διοίκησης της μονής.
Κάποτε, τού έδωσαν
ευλογία να εκτελέσει για τη μονή μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε
αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να βγαίνει από το ξυλουργείο. Κι όταν τελείωσε,
ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε
στον τόπο. Από τις φωνές των ανθρώπων που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί,
ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης (Κρεστιάνκιν). 0 π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα
σημείο ζωής. Όλοι ήταν σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης
είπε:
«Όχι, δεν είναι
μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!». Και άρχισε να προσεύχεται. Ακίνητος, ο ξαπλωμένος
μοναχός, άνοιξε τα μάτια του και ζωντάνεψε. Όλοι αμέσως σκέφτηκαν ότι κάτι τον
είχε συνταράξει βαθιά. Αφού σύντομα συνήλθε, ο π. Μιχαήλ άρχισε να εκλιπαρεί να
του φωνάξουν τον προεστώτα. Όταν εν τέλει ήρθε ο προεστώς, ο άρρωστος άρχισε με
δάκρυα να ζητεί να του δώσουν το μεγάλο σχήμα.
Λένε ότι μόλις άκουσε
αυτή την αυθαίρετη επιθυμία τού μοναχού, ο προεστώς τον νουθέτησε με τον δικό
του ιδιαίτερο, τραχύ τρόπο, να σοβαρευτεί και να αναρρώσει σύντομα για να
επιστρέψει στη δουλειά του, μια και δεν μπόρεσε να πεθάνει στ` αλήθεια. Το
επόμενο πρωί όμως. όπως λέει η ίδια μοναστική παράδοση, ο ίδιος ο προεστώς
εμφανίστηκε στο κελί του π. Μιχαήλ απρόσκλητος και τού ανακοίνωσε, εμφανώς
συγκλονισμένος, ότι θα λάβει σύντομα το μεγάλο σχήμα.
Αυτή η συμπεριφορά δεν
ήταν καθoλου συνηθισμένη για τον τρομερό π. Γαβριήλ και προκάλεσε στην
αδελφότητα ίδια έκπληξη με την ανάσταση του κεκοιμημένου. Στο μοναστήρι
κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε εμφανιστεί το βράδυ στον προεστώτα ο άγιος
προστάτης της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ, Ιερομάρτυρας Ηγούμενος Κορνήλιος
(τον οποίο είχε αποκεφαλίσει με το ίδιο του το χέρι ο Ιβάν ο Τρομερός τον 16°
αιώνα) και διέταξε αυστηρά τον προεστώτα να εκπληρώσει χωρίς καθυστέρηση την παράκληση
του μοναχού που είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο.
Αυτό όμως. ξαναλέω,
ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε. Όπως και να χει πάντως, σύντομα ο π. Μιχαήλ
πήρε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Μελχισεδέκ.
Ο γέροντας προεστώς
έδωσε στο νέο μεγαλόσχημο το πολύ σπάνιο αυτό όνομα, προς τιμήν ενός αρχαίου
και μυστηριώδους βιβλικού προφήτη. Για ποιο λόγο ο προεστώς τον ονόμασε ειδικά
έτσι, παραμένει επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο π. Γαβριήλ,
τόσο κατά την κουρά, όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπόρεσε ούτε μία
φορά να προφέρει σωστά το πανάρχαιο όνομα -όσο κι αν πάλευε, το διαστρέβλωνε
ανηλεώς. Και εξαιτίας αυτού, μάλιστα, του χάλαγε κάθε φορά η διάθεση, τόσο που
εμείς οι δόκιμοι φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη…
Στο μοναστήρι ήξεραν
ότι όση ώρα ήταν ο π. Μελχισεδέκ νεκρός, έζησε κάποια εμπειρία που τον
επανέφερε στη ζωή άλλον άνθρωπο. Σε μερικούς κοντινούς του συνασκητές και
πνευματικά παιδιά είχε διηγηθεί τι έζησε τότε. Αλλά ακόμα και οι απηχήσεις
αυτής της διήγησης ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες. Γι’ αυτό και, τόσο εγώ, όσο και
οι φίλοι μου, θέλαμε να μάθουμε το μυστικό από τον ίδιο τον π. Μελχισεδέκ.
Και να που εκείνη τη
νύχτα στο ναό του Αγίου Λαζάρου, πήρα το θάρρος πρώτη φορά να απευθυνθώ στον
μεγαλόσχημο ηγούμενο και να τον ρωτήσω ακριβώς αυτό: τι είδε εκεί απ’ όπου
συνήθως κανείς δεν επιστρέφει;
Ο π. Μελχισεδέκ άκουσε
την ερώτηση μου κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη σιωπηλός για πολλή
ώρα. Εγώ κοκάλωσα. Μετάνιωνα που το θράσος μου με έσπρωξε να κάνω κάτι τόσο ασυγχώρητο.
Στο τέλος όμως. ο μεγαλόσχημος μοναχός, με την αδύναμη από την αχρησία φωνή
του, άρχισε να μιλάει.
Διηγήθηκε ότι είδε τον
εαυτό του στη μέση ενός τεράστιου πράσινου χωραφιού.
Περπάτησε στο χωράφι
χωρίς να ξέρει για πού, μέχρι που του έκλεισε τον δρόμο ένα τεράστιο χαντάκι.
Εκεί. μέσα σε λάσπες και χώματα, είδε πλήθος μπαούλα, αναλόγια, προσκυνητάρια.
Και υπήρχαν και χαλασμένα τραπέζια, σπασμένες καρέκλες, ντουλάπια. Ο μοναχός
έριξε μια ματιά και διαπίστωσε έντρομος ότι ήταν τα αντικείμενα που είχε φτιάξει
με τα ίδια του τα χέρια. Στεκόταν με δέος μπροστά στους καρπούς της μοναστικής
του ζωής. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον δίπλα του.
Σήκωσε τα μάτια και
είδε την Παναγία. Κοίταζε κι αυτή μελαγχολικά τις πολυετείς εργασίες του
καλόγερου.
Μετά του είπε: «Εσύ
είσαι μοναχός. Περιμέναμε από σένα τα σημαντικότερα: μετάνοια και προσευχή. Και
εσύ έφερες μόνο αυτό…».
Το όραμα εξαφανίστηκε.
0 πεθαμένος ξύπνησε πάλι στο μοναστήρι.
Μετά από αυτό το
περιστατικό, ο π. Μελχισεδέκ μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά. Κύριος σκοπός τής ζωής
του έγινε αυτό που του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος: μετάνοια και προσευχή. Και οι
καρποί των πνευματικών του εργασιών δεν άργησαν να φανερωθούν στη βαθιά του
ταπεινοφροσύνη, στα δάκρυα για τις αμαρτίες του. στην ειλικρινή αγάπη του για
όλους, στην πλήρη αυταπάρνηση και στα ασκητικά κατορθώματα του, που ξεπερνούσαν
τα ανθρώπινα μέτρα. Και κατόπιν, στη σπουδαία του διορατικότητα και στην ενεργή
βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους με την προσευχή του.
Εμείς οι δόκιμοι,
βλέποντας πώς ασκούνταν, πλήρως αποξενωμένος από τον κόσμο σε αόρατες και
ασύλληπτες για μας πνευματικές μάχες, τολμούσαμε να του απευθυνόμαστε μόνο στις
πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι επιπλέον τον φοβόμασταν και λιγάκι: στο
μοναστήρι ήξεραν ότι ο π. Μελχισεδέκ ήταν πολύ αυστηρός ως πνευματικός. Και
είχε αυτό το δικαίωμα. Η σθεναρή απαιτητικότητά του για καθαρότητα της ψυχής
του κάθε χριστιανού τρεφόταν μόνο από τη μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους,
τη βαθιά γνώση των κανόνων τού πνευματικού κόσμου και τη συνειδητοποίηση τού
πόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο είναι η αδιάλλακτη πάλη με τις αμαρτίες.
Αυτός ο μεγαλόσχημος
μοναχός ζούσε στον δικό του ύψιστο κόσμο, όπου δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς.
Και όταν όμως ο π. Μελχισεδέκ έδινε απαντήσεις, τότε αυτές ήταν εντελώς
ασυνήθιστες και σαν γεννημένες από κάποια ιδιαίτερη, πηγαία δύναμη.
Κάποτε, στο μοναστήρι,
έπεσε πάνω μου μια χιονοστιβάδα άδικων και σκληρών, όπως μου φαίνονταν,
δοκιμασιών. Και αποφάσισα τότε να πάω να συμβουλευτώ τον πιο αυστηρό μοναχό της
μονής, τον μεγαλόσχημο ηγούμενο Μελχισεδέκ.
Χτύπησα την πόρτα κι
έπειτα από το καθιερωμένο «δι’ ευχών», βγήκε στο κατώφλι τού κελιού ο π.
Μελχισεδέκ. Ήταν με τον μοναχικό του μανδύα και το μεγάλο σχήμα -τον πέτυχα ενώ
έκανε τον κανόνα τού μεγάλου σχήματος.
Του ανακοίνωσα τις
δυσκολίες και τα άλυτα προβλήματα μου. Ο π. Μελχισεδέκ στεκόταν μπροστά μου
ακίνητος και άκουγε προσεκτικά τα πάντα, με σκυμμένο το κεφάλι ως συνήθως.
Κατόπιν, σήκωσε το βλέμμα του κι έβαλε έξαφνα τα κλάματα…
«Αδερφέ!», είπε με
ανείπωτο πόνο και πικρία. «Τι με ρωτάς; Εγώ ο ίδιος χάνομαι!».
Ο μεγαλόσχημος
γέροντας, εκείνος ο μεγαλειώδης ασκητής με την άγια ζωή, στεκόταν μπροστά μου
και έκλαιγε με ειλικρινή θλίψη, ως ο χειρότερος και αμαρτωλότερος άνθρωπος πάνω
στη γη! Κι άρχισα να καταλαβαίνω με όλο και περισσότερη σαφήνεια και χαρά ότι η
πλειοψηφία των προβλημάτων μου μαζί με τις δυσκολίες μου, δεν άξιζαν μία!
Και όχι μόνο αυτό,
αλλά και τα ίδια τα προβλήματα εξορίστηκαν την ίδια στιγμή από την ψυχή μου με
τρόπο χειροπιαστό. Δεν είχα πλέον ανάγκη να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι από τον
γέροντα. Έκανε για μένα ότι μπορούσε. Χαιρέτισα με ευγνωμοσύνη και έφυγα.
Όλα όσα μάς τυχαίνουν
-τα απλά και τα σύνθετα, τα μικρά ανθρώπινα προβλήματα και το ταξίδι προς τον
Θεό τα μυστικά τού τωρινοί και του μελλοντικού αιώνα- όλα επιλύονται μόνο με
ανεξήγητη, ακατανόητα υπέροχη και ισχυρή ταπεινοφροσύνη. Και ακόμα κι αν δεν
καταλαβαίνουμε την αλήθεια και το νόημα της. ακόμα κι αν αποδεικνυόμαστε
ανίκανοι γι` αυτή τη μυστηριώδη και παντοδύναμη αρετή, αυτή μάς αποκαλύπτεται
από μόνη της ταπεινά, μέσα από τέτοιους καταπληκτικούς ανθρώπους, που μπορούν
να τη δεξιώνονται.
Από το βιβλίο: «Σχεδόν Άγιοι» – π. Τύχων Σεβκούνωφ