Ἀρχιμανδρίτου Παύλου
Ντανᾶ - Ἱεροκήρυκος
«Μετά τοῦτο εἰδώς ὁ
Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει «Διψῶ» (Ἰωαν.
19,28).
Πλησιάζει τό τέλος τοῦ φρικτοῦ καί μεγάλου δράματος τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ Πάναγνος Υἱός τῆς Παρθένου, καρφωμένος πάνω στό Σταυρό, διερχόταν τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Στιγμές ἀγωνίας, θλίψεως καί ὀδύνης. Ὅλες οἱ προφητεῖες γύρω ἀπό τό Πάθος τοῦ Ἰησοῦ εἶχαν ἐκπληρωθεῖ. Ὑπολειπόταν ἀκόμη μία, τήν ὁποία ὁ Μεγαλομάρτυρας τοῦ Γολγοθᾶ, παρά τή δριμύτητα τῶν πόνων του, δέν λησμονεῖ. Ὁ προφητάναξ εἶχε προαναγγείλει, μεταξύ ἄλλων, ὅτι θά δινόταν καί ξύδι στή «δίψα» τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ μας. «καί ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος» (Ψαλ. 68,22). Καί ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, μέ κατάξερο τό στόμα Του, τό ὁποῖο τόσες ψυχές δρόσισε, πρόφερε τή λέξη «Διψῶ». Ἡ λέξη μικρή, ἀλλά πολύ συγκινητική. Σ’ αὐτή κρύβεται ὠκεανός θλίψεων καί διαπεραστικῶν πόνων, ἀλλά καί κόσμος οὐρανίων πόθων.
Ποῦ ὀφείλεται ἡ δίψα
τοῦ Κυρίου μας;
Ὁ Κύριος «Διψᾶ» στόν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Μετά τό Μυστικό
Δεῖπνο καί τίς πολύτιμες ὑποθῆκες πρός τούς μαθητάς Του, ἀκολουθεῖ ἡ ὑπερφυής
προσευχή Του πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα Του. Στόν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ζεῖ στιγμές
καί ὧρες ἀγωνίας, τό μέγεθος τῆς ὁποίας ἐξωτερικεύει ἡ φράση του: «…Περίλυπός
ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου…» (Ματθ. 26,38) καί ἔλεγε: «Πάτερ, εἰ βούλει
παρενεγκεῖν τοῦτο τό ποτήριον ἀπ’ ἐμοῦ. πλήν μή τό θέλημά μου, ἀλλά τό σόν
γινέσθω». Πατέρα ἄν εἶναι τό θέλημά Σου νά ἀπομακρύνεις τό ποτήριο αύτό τοῦ
θανάτου ἀπό ἐμέ, ἀπομάκρυνέ το. ἀλλ’ ὅμως ὄχι νά γίνει ἐκεῖνο πού θέλει ἡ
ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο θέλεις Σύ. Ἐνεφανίσθη δέ σ’ Αὐτόν Ἄγγελος
ἀπό τόν οὐρανό πού τοῦ ἐνίσχυσε τίς σωματικές δυνάμεις οἱ ὁποῖες εἶχαν
ἐξαντληθεῖ. Ἐν τῷ μεταξύ, τόν κατέλαβε μεγάλη ἀγωνία καί γι’ αὐτό προσευχόταν
τώρα μέ περισσότερη ἐπιμονή καί ὁ ἱδρώτας ἔγινε ἄφθονος καί πηκτός σάν κομμάτια
αἵματος (Λουκ. 22,42-44).
Ὁ Κύριός μας «δίψασε» μέ ὅλο τό μαρτύριό Του. Ἀπερίγραπτο
πόνο ἀπεκόμισε κατά τή σύλληψή Του ἀπό τούς ἐχθρούς Του μέσα στή νύχτα, οἱ
ὁποῖοι ἦρθαν νά τόν συλλάβουν «μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (Ματθ. 26,47). Ἀντιμετωπίζεται
ὡς κακοποιό στοιχεῖο, καίτοι παρεδόθη οἰκειοθελῶς. Τόν ἔδεσαν σάν νά ὑπῆρχε
φόβος νά δραπετεύσει. Ἔδεσαν Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἦρθε «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰωαν.
3,8).
Σέ μεγάλη ταλαιπωρία ὑποβάλλεται, ὅταν ὁδηγεῖται ἀπό τόν
Ἄννα στόν Καϊάφα καί ἀπό τόν Καϊάφα στόν Πιλάτο καί ἀπό τόν Πιλάτο στόν Ἡρώδη
καί ἀπό τόν Ἡρώδη στόν Πιλάτο. Ἄγουν καί φέρουν ποιόν; Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος διά τοῦ
λόγου Του φέρει, κινεῖ, διέπει καί κυβερνᾶ τά σύμπαντα. Ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεώς
μας ὁδηγεῖται σέ δίκη. Ἀλληλοδιαδόχως προσάγεται σέ ὅλα τά κριτήρια. κι ἄν
προσήχθη, δέν κάθισε σέ ἑδώλιο γιά νά ἀναπαυθεῖ λίγο, ἀλλά ἐκρατεῖτο ὄρθιος.
Μεγάλη κόπωση καί πλῆγμα τοῦ προκλήθηκε, ὅταν «ἐνέπτυσαν
εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ καί ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δέ ἐρράπισαν λέγοντες. «προφήτευσον
ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε» (Ματθ. 26,67-68).Οἱ Εὐαγγελιστές Μᾶρκος
καί Λουκᾶς προσθέτουν ὅτι περικύκλωσαν ἐμπαίζοντες τόν Ἰησοῦν καί ἐξεστόμιζαν
ἄλλα βλάσφημα λόγια, ἀσφαλῶς δέ χυδαιολογίες καί αἰσχρολογίες.
Ἐπώδυνο μαρτύριο ὑπέστη μέ τή φραγγέλωση. Ἄγρια καί
σαδιστική ἦταν ἡ μαστίγωση πρό τῆς Σταυρώσεως, μέ μαστίγιο ἀπό σχοινιά δερμάτινα
μέ λουριά στά ἄκρα τῶν ὁποίων ἦταν προσδεμένα τεμάχια ἀπό κόκκαλο ἤ μόλυβδο. Γύμνωσαν
τό Χριστό μας! Τόν ἔδεσαν στόν πάσσαλο καί τόν μαστίγωσαν, ὥστε τό Πανάγιο Σῶμα
Του νά αὐλακώνεται ἀπό τούς ραβδισμούς καί τό Πανάγιο Αἷμα Του νά τρέχει
ποταμηδόν. Πῶς νά περιγράψουμε τά ἐμπτύσματα (φτυσίματα), τά χτυπήματα καί τό
ἀκάνθινο στεφάνι πού τοῦ προκαλοῦν τόση αἱμορραγία;
Ἐξαντλεῖται ἀπό τήν κοπιαστική πορεία πρός τό Γολγοθᾶ,
βαστάζοντας τό βαρύ Σταυρό. Οὔτε μιά σταγόνα νερό δέν τοῦ προσφέρουν. Ἐπί τρεῖς
ὧρες παραμένει καρφωμένος στό Σταυρό. Τά Ἄχραντα χέρια καί πόδια Του
αἱμορραγοῦν ἀκατάπαυστα καί ἡ δίψα αὐξάνει καί τόν κατακαίει. Ὁ καυτός ἥλιος
τῆς ἀνοίξεως τόν κάνει νά διψᾶ ἀκόμη πιό πολύ. Ἡ καταπόνηση καί ἡ ἀγωνία τοῦ
θανάτου ἔχουν ἀποξηράνει τά χείλη Του σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε θά μποροῦσε νά πεῖ
μέ τόν Ψαλμωδό: «Ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καί ἡ γλῶσσά μου
κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου…» (Ψαλ. 21,16). Σάν σκεῦος ξύλινο καί χωρίς νερό πού
τό κατακαίει ὁ φλογερός ἥλιος, ἔτσι ξεράθηκε καί ἐξέλιπε ἡ δύναμή μου καί ἡ
γλώσσα μου ἀπό τή δίψα καί τήν ἀγωνία κόλλησε στό λάρυγγά μου.
Στό Γολγοθᾶ τοῦ ἔδωσαν νά πιεῖ ξύδι ἀναμεμειγμένο μέ χολή,
κρασί καί σμύρνα (Ματθ. 27,34 καί Μαρκ. 15,23), γιά νά τοῦ φέρουν κάποια
νέκρωση καί νά μή δυσκολευθοῦν οἱ στρατιῶτες στό ἔργο τους, ἀλλά αὐτός
ἀρνήθηκε, γιατί ἤθελε να διατηρήσει τέλεια τή διαύγεια τοῦ πνεύματός Του μέχρι
τέλους.
Ὁ Κύριός μας, ὅμως, μέ τή λέξη «διψῶ», δέν φανερώνει τήν
αἰσθητή-σωματική δίψα του μόνο, ἀλλά καί τήν ἄλλη, τήν πνευματική δίψα τῆς
Παναγίας ψυχῆς Του.
Ἡ «δίψα» ἀποκαλύπτει τό βαθύτατο πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου
γιά τήν ἀχαριστία, τή σκληροκαρδία, τήν ἐγκληματικότητα, τήν κακουργία, τήν
ἀναλγησία καί τήν ἀμετανοησία τῶν Ἑβραίων, ἀλλά περισσότερο αἰσθάνεται μόνος,
ὅταν ὁ ἐπουράνιος Πατέρας Του τόν ἐγκαταλείπει, ἐπειδή σηκώνει ἐπάνω Του ὅλες
τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Στό πρόσωπό Του τιμωρεῖται ἡ ἁμαρτία. Δέν εἶναι,
λοιπόν, παράδοξο, ὕστερα ἀπό τή
μαρτυρική ἀγωνία καί ἐξάντληση πού κατέχει τόν Ἐσταυρωμένο, νά ἔχει ἔντονο
αἴσθημα «δίψας» καί τό ἐξωτερικεύει προφέροντας τή λέξη «διψῶ». Ὁ Κύριος ἐδῶ
ἐκφράζεται ὡς ἄνθρωπος, γι’αὐτό δοκιμάζει ὅλους τούς ἀνθρώπινους πόνους καί τίς
θλίψεις.
Ἀλλά ποιός «Διψᾶ»;
Εἶναι Ἐκεῖνος πού προηγουμένως προσκαλοῦσε τό λαό καί
ἔλεγε «ἐάν τις διψᾶ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωαν. 7,37).
Εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔλεγε «ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ
δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωαν. 4,14).
Εἶναι Ἐκεῖνος πού εἶχε διακηρύξει λέγοντας: «Μακάριοι οἱ
πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. 5,6).
«Διψᾶ» Ἐκεῖνος πού
ἔκανε τίς λίμνες, τίς πηγές καί τίς θάλασσες. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ τά σύννεφα
ὁδηγεῖ τό νερό στή θάλασσα. Ἐκεῖνος πού ποτίζει τά βουνά καί τά λαγκάδια. Εἶναι
χαρακτηριστικό τό τροπάριο: «Ὁ λίμνας καί πηγάς καί θαλάσσας ποιήσας…». Αὐτός
πού δημιούργησε ὅλα τά νερά, αὐτός πού «χόρτασε» στήν ἔρημο μέ νερό τούς
διψασμένους Ἰσραηλίτας: «Ὁ διαρρήξας πέτρα ἐν ἐρήμῳ καί ἐρρύσθη ὕδατα καί
χείμαρροι κατεκλύσθησαν καί διψῶντα τόν λαόν κορέσας» (Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ).
«Διψᾶ» Ἐκεῖνος πού λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας «τίς ἐμέτρησε τῇ
χειρί τό ὕδωρ;» (40,12) καί ἡ Σοφία
Σολομῶντος: «Σύ Κύριε πού τά πάντα μέτρῳ καί ἀριθμῷ καί σταθμῷ διέταξας»
(11,20), καθώς καί ὁ ἐπικαιρικός ὕμνος:
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τή γῆ κρεμάσας…» (Μεσώδιο κάθισμα ὄρθρου
Μ. Πέμπτης). Δηλαδή ὑψώνεται κρεμασμένος πάνω στόν ξύλινο Σταυρό, Αὐτός πού τόν
καιρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου κρέμασε τή γῆ, τήν ἄφησε δηλαδή νά αἰωρεῖται,
κατά κάποιο τρόπο, πάνω στά νερά τῶν θαλασσῶν.
«Δίψασε» ὁ Χριστός
ἄλλη μιά φορά ὅταν περπατώντας ἔφθασε κατάκοπος στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί ζήτησε
νερό ἀπό τή Σαμαρείτιδα.
Τώρα, ὅμως, στή δίψα Του, ἀντί γιά νερό τόν ποτίζουν ξύδι
καί ἀκούγεται τό παράπονό Του: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι
ἀνταπέδωκας; ἀντί τοῦ μάνα χολήν. ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος. ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με,
σταυρῷ με προσηλώσατε…» ( Ἀντίφωνο ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἐξηγεῖ καί λέγει: «Τό αἷμα
Του ἔρρεε γι’αὐτό καί διψοῦσε. Ὁ ἥλιος, ἤδη, ἦταν κατά τή δύση του. χτυποῦσε τό
πρόσωπο καί μαζί μέ τά ἄλλα βασανιστήρια καιγόταν πολύ. Φυσικό ἦταν νά διψᾶ,
ἀλλά Κύριε, διψοῦσες ὄντως γιά νερό ἤ γιά ἀγάπη; Μήπως διψοῦσες ὡς ἄνθρωπος ἤ
ὡς Θεός ἤ καί τό ἕνα καί τό ἄλλο; Ἰδού, ὁ ρωμαῖος λεγεωνάριος σοῦ πρόσφερε ἕνα
σπόγγο βρεγμένο στό ξύδι. Μιά σταγόνα ἐλέους τήν ὁποία δέν αἰσθάνθηκες ἀπό τούς
ἀνθρώπους γιά τρεῖς ὁλόκληρες ὧρες κρεμασμένος στό Σταυρό. Αὐτός ὁ ρωμαῖος
στρατιώτης, ἁπαλύνει κάπως τήν ἁμαρτία τοῦ Πιλάτου, τήν ἁμαρτία τῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας ἀπέναντί σου, ἔστω καί μέ ξύδι. Γι’αὐτό, θά ἀφανίσεις τή Ρωμαϊκή
Αὐτοκρατορία, ἀλλά στή θέση της θά οἰκοδομήσεις νέα».
Καί ὁ ἱερός Αὐγουστίνος ρωτάει τά ἑξῆς: «Τί εἴδους δίψα
αἰσθάνεσαι, Κύριε Ἰησοῦ; Μήπως διψᾶς γιά κρασί ἀπό ἀμπέλι ἤ γιά νερό;» Καί
ἀπαντάει ὁ ἴδιος: «Διψᾶς τή σωτηρία μου, Κύριε».
Πρός ὅλους λοιπόν, τούς χριστιανούς κληρικούς καί λαϊκούς,
πού θά σκύψουμε εὐλαβικά γιά νά ἀσπασθοῦμε τόν αἱματοβαμμένο Σταυρό τοῦ Κυρίου
μας, ἀπευθύνεται ἀπό τό καιόμενο στόμα τοῦ Λυτρωτοῦ μας ἡ ἴδια λέξη
«Διψῶ»
§ «Διψῶ» νά ὑπάρξει στή γῆ ἡ ἐκπλήρωση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ,
ἡ πλήρη καί τελεία ἐφαρμογή τοῦ Θείου θελήματος.
§ «Διψῶ» τή σωτηρία
τῆς ἀθάνατης ψυχῆς σας.
§ «Διψῶ» νά
γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί νά γίνει κτῆμα ὅλων.
§ «Διψῶ» γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν χωρίς
Εὐαγγέλιο, μυστηριακή ζωή καί ἔργα ἀρετῆς.
§ «Διψῶ» τήν εἰρήνη στούς ἀλληλομαχομένους συζύγους καί
οἰκογένειες.
§ «Διψῶ» τήν ἁγνότητα τοῦ νέου καί τῆς νέας πού ἄφησαν τόν
ἑαυτό τους ἐκτεθειμένο σέ ὅλους τούς πειρασμούς.
§ «Διψῶ» τό σεβασμό καί τήν εὐγνωμοσύνη τῶν νέων πρός τούς
γονεῖς τους.
§ «Διψῶ» τήν ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν
αἱρετικῶν χιλιαστῶν, προτεσταντῶν, παπικῶν, μασσώνων, τῶν ἀπίστων καί ἀθέων καί
τή μετάνοια τῶν οἰκουμενιστῶν.
§ «Διψῶ» τήν αὐστηρή
προσήλωση στήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, τά ἤθη καί τά ἔθιμα,διά τῶν ὁποίων ὁ Ἑλληνισμός μεγαλούργησε.
§«Διψῶ» τήν εὐημερία τῆς ἀνθρωπότητας, γιά τήν ἐπικράτηση
τῆς δικαιοσύνης σέ ὅλους τούς λαούς.
§«Διψῶ» γιά τήν ἀλήθεια, οὕτως ὥστε νά μήν ἀποκρύπτεται ἤ
νά παραποιεῖται καί νοθεύεται.
§«Διψῶ» τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, νά σταματήσουν οἱ πόλεμοι
τοπικοί καί παγκόσμιοι.
§«Διψῶ», ἀναφωνεῖ ὁ Μάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ νά μετανοήσουν οἱ
χριστιανοί καί νά γίνουν ὁμολογητές μου.
§ «Διψῶ», μᾶς λέει ὁ Χριστός, νά εἶναι ἀνοιχτές οἱ
Ἐκκλησίες, νά λατρεύεται τό Ὄνομά μου καί νά κοινωνοῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Σώματος
καί τοῦ Αἵματός μου.
§«Διψῶ», γιά τήν ἀγάπη τῶν χριστιανῶν πρός τό συνάνθρωπο,
γιατί ἔτσι θά μπορέσουν νά ὁδηγηθοῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσουν τή
γλυκειά φωνή τοῦ Θεοῦ Πατέρα νά λέει: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με…» (Ματθ.
25,34-35).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει «ὅτι στήν ψυχή τοῦ
Χριστοῦ ὑπάρχει μιά ἄλλη μυστική δίψα μυστηριώδης. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ μυστική δίψα;
Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος, ὥστε ἦταν πρόθυμος νά ὑποστεῖ, ὄχι μόνο αὐτά
πού ὑπέφερε, ἀλλά πολύ περισσότερα, ἀρκεῖ νά σωθεῖ τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ ἀγάπη
Του εἶναι πολύ μεγάλη, δέν βρίσκεται εἰκόνα κατάλληλη νά τήν παραστήσει».
Τί θά προσφέρουμε
στή «Δίψα» Του;
· Τήν ὁλόψυχη πίστη μας, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος πού ἀνεφώνησε:
«Ἀληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος» (Ματθ. 27,54).
· Τήν ὁλόθερμη ἀγάπη μας, ὅπως ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης πού
ἔφθασε στό Γολγοθᾶ καί ἔμεινε κάτω ἀπό τό Σταυρό Του μαζί μέ τή Θεοτόκο.
· Τή θέλησή μας γιά νά ξεδιψάσει ἡ διψασμένη ψυχή μας ἀπό
τόν Θεῖο Ἔρωτα, πού ἀποτελεῖ τήν ἀστείρευτη πηγή χαρᾶς καί ἀγάπης καί νά Τοῦ
ποῦμε κι ἐμεῖς σάν τόν προφήτη Δαβίδ «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ
σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ και ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2).
· Τήν ἐγκάρδια εὐγνωμοσύνη καί μετάνοιά μας, ὅπως ὁ
εὐγνώμων ληστής ἐπάνω στό σταυρό.
· Τήν προσευχή μας καί τή μυστηριακή ζωή κατά τίς ἡμέρες
αὐτές καί πάντοτε. Κανείς νά μήν τόν ποτίσει μέ τό ξύδι τῆς ἀδιαφορίας, μέ τήν
πικρία τῆς περιφρονήσεως, τῆς ἀποστασίας καί μέ τή χολή τῆς
ἐξακολουθητικῆς ἁμαρτίας.
· Τή σταθερότητά μας «ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. 2,10). Νά
μείνουμε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι στήν ἐλπίδα τοῦ Εὐαγγελίου, στήν ἀποστολική
καί πατερική παράδοση, προκειμένου νά ἀποφύγουμε ψευδοπροφῆτες, «ἀνθρώπους
πονηρούς καί γόητες πλανῶντες καί πλανώμενοι», ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος (Β΄ Τιμ. 3,13), θυσιάζοντας τά πάντα γιά τήν ἀγάπη Του. Κυρίως, νά
ἐπαγρυπνοῦμε μήπως, ἐνδεχομένως, παρασυρθοῦμε καί ἀποδεχθοῦμε «ἄλλον Ἰησοῦν»
καί «Εὐαγγέλιον ἕτερον», δηλαδή, ὄχι τό
ἀληθινό καί τό πραγματικό (Β΄ Κοριν. 11,4), ὅπως θέλουν ἐκεῖνοι πού
ἀπεργάζονται τή Νέα Τάξη Πραγμάτων καί, βεβαίως, τά ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου.
· Τήν τιμή μας πρός τόν Τίμιο Σταυρό πού ἀποτελεῖ τό
ἱερότατο Σύμβολο τῆς πίστεώς μας καί ἀπόδειξη τῆς Θείας Του ἀγάπης.
· Τήν ἀφοσίωσή μας στή Θεία Λατρεία γιά νά εἴμαστε
«προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ
ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. 2,42) ὥστε νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό «ποτό ζωῆς ἀϊδίου
πρόξενον», πού ἀναβλύζει ἀπό τήν τρυπημένη πλευρά Του καί εἰσάγει μέσα μας τήν
αἰώνια ζωή καί καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας (Α΄ Ἰωαν. 1,7).
· Τήν Ἀναστάσιμη μαρτυρία μας μέ ἔργα καί μέ λόγια, καθ’
ὅτι ὁ Ἀναστημένος Χριστός μᾶς
ὑποσχέθηκε: «Ἐγώ τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος ἐγώ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς
πηγῆς τοῦ ὕδατος δωρεάν» (Ἀποκ. 21,6).
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης προτρέπει μιά μοναχή πού τόν
ἐρωτᾶ, πῶς νά περάσει τή Μεγάλη Παρασκευή: «Νά προσεύχεσαι καί νά λές μέ ὅλη τή
δύναμη τῆς ψυχῆς σου: «Δόξα τῇ ἁγίᾳ Σταυρώσει Σου Κύριε» καί «Ὑπεραγία Θεοτόκε
προσκυνοῦμεν τά Πάθη τοῦ Υἱοῦ Σου». Παράλληλα νά κάνεις καί ὅσες μετάνοιες
μπορεῖς. Αὐτή τή μέρα πρέπει νά τή ζήσει κανείς. Ἐγώ τή Μεγάλη Παρασκευή
κλειδώνομαι γιά νά τή ζήσω. Μερικοί πίνουν ξύδι αὐτή τή μέρα, γιατί χολή καί
ξύδι ἔδωσαν οἱ Ἑβραῖοι στό Χριστό πάνω στό Σταυρό» (Ματθ. 27,34).
Ρωτάει ἡ μοναχή: -Γέροντα στό Ἅγιον Ὄρος τή Μεγάλη
Παρασκευή χτυποῦν πένθιμα οἱ καμπάνες;
- Χτυποῦν πένθιμα. Χτυποῦν καμπάνες ὅταν βγαίνει ὁ
Ἐπιτάφιος.
-Γέροντα, χτυποῦν ὅλη την ἡμέρα;
-Ξέρω κι ἐγώ, ἄν χτυποῦν; Ἐγώ κοιτάζω νά χτυπήσει ἡ
καρδιά. (Λόγοι ΣΤ΄ περί προσευχῆς, 200-203).
aktines