“Ω Πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τον πάντων Αγίων αγιώτατον Λόγον”
Κάποιος ενάρετος μοναχός, την ώρα που προσευχόταν, ήρθε σε έκσταση και είδε πλήθος δαιμόνων σαν την άμμο της θάλασσας. Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.
Φοβισμένος εκείνος
έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη
Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς, με βασιλική δόξα. Το πρόσωπο του
Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Γι’
αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με
φόβο και χαρά τη δεξιά Του.
Κατόπιν πλησίασε
στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και
τόλμησε να την κοιτάξει στο πρόσωπο. Στην αγία της αγκάλη είδε καθισμένο το
θείο Βρέφος, σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό
σύμπλεγμα, όσο η ομορφιά και η ευωδία σ’ ένα τριαντάφυλλο. Η Θεοτόκος κοίταζε
τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και τη ρώτησε:
- Παναγία μου!
Γλυκιά μου Παναγία, μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλιτώσω από τους δαίμονες που
με ακολουθούν;
Και η κυρία
Θεοτόκος, η σωτηρία των «επ’ αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε.
- Με το όνομα του
Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους
δαίμονες.
Ο μοναχός έκανε
βαθιά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε από την καρδιά του.
«Κύριε Ιησού Χριστέ,
Υιέ του Θεού, ελέησόν με!»
«Θεοτόκε Παρθένε,
χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία!»
Αμέσως οι ανίσχυροι
δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του.
orthodoxianpress