Ένας επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε να δη τον ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού! Ο επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον λειτουργό του Υψίστου.
Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ο ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήση κι ο
επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήση όλα. Θα
έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Από
τη στιγμή που άρχισε η θεία λειτουργία, ο ιερέας κυκλώθηκε από μια θεϊκή φλόγα
που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίη! Κι αυτό κράτησε ως το
τέλος της λειτουργίας.
Αφού μοίρασε ο
ιερέας το αντίδωρο στους χωρικούς, τον φώναξε ο επίσκοπος στο άγιο βήμα και
πέφτοντας στα γόνατα, του ζήτησε να τον ευλογήση. Ο ταπεινός κληρικός σάστισε.
-Πώς είναι δυνατόν ο
ανώτερος να ευλογηθή από τον κατώτερο του; Εσύ ευλόγησε με, άγιε δέσποτα.
-Αδύνατον να
ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη
θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται».
-Υπάρχει τάχα, άγιε
δέσποτα, επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή και διάκονος ακόμη που να πλησιάζη το άγιο
θυσιαστήριο και να μην περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ο
απλοϊκός ιερέας.
Τί να απαντήση ο
επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικώτερο πράγμα του
κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδιάς του και έφυγε από το μικρό χωριό
ωφελημένος.
( Γεροντικόν )
(Χαρίσματα και
Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.211-213)
sostis