Ἕνας ἐργαζόμενος στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου, ἕνα βράδυ ξύπνησε ἀπό δυνατούς πόνους στό χέρι του. Σκεφτόταν πώς δέν θά μποροῦσε νά ἐργασθεῖ, ἄν συνεχίζονταν οἱ πόνοι καί στενοχωριόταν. Τότε ἔζησε κάτι τό ξαφνικό, ἀναπάντεχο καί ὑπερθαύμαστο. Εἶδε σάν νά ἄνοιξε ἡ στέγη του κι ἔνοιωσε νά κατεβαίνει ὁ μακάριος Γέροντας. Γνώρισε τή γλυκειά ζεστή φωνή του, πού τοῦ εἶπε: «Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, ἐγώ εἶμαι ὁ γιατρός... Θά περάσει ὁ πόνος, θά γίνεις καλά». Εἶδε μόνο τό χέρι του, ἀπό τόν καρπό καί κάτω, γνώρισε τό ἐπιμάνικο πού φοροῦσε, ὅταν λειτουργοῦσε. Μέ τό χέρι του, τό τόσο γνωστό σέ αὐτόν καί ἀγαπημένο, ἀφοῦ πάμπολλες φορές τό εἶχε ἀσπασθεῖ, τόν ἄγγιξε ἀπό τόν ὦμο μέχρι τά δάκτυλα, σάν ἕνα χάδι ἀνάλαφρο καί ἰαματικό.