«Ὅταν πονᾶς μὴ περπατᾶς σὲ δρόμους πατημένους διάλεγε κάποια ἐρημικὰ
μονοπάτια. Κάτω ἀπὸ ξάστερο οὐρανὸ σὲ κάμπους ἀνθισμένους προσευχήσου στοῦ
Πλάστη ἐμπρὸς τὰ μάτια. Κι ὅταν τὸ γλυκοχάραμα ξυπνοῦν τὰ ρόδα, οἱ κρίνοι, θὰ ἰδῆς
πόσο σὲ γιάτρεψε ἡ προσευχὴ ἐκείνη.»