Κάποτε ό Μέγας Αντώνιος «έδεσε» τόν διάβολο καί τόν
ρώτησε:
- Τί φοβάσαι περισσότερο;
- Τήν ταπείνωση!
- Τί άλλο φοβάσαι πέρα από τήν ταπείνωση;
- Τήν ταπείνωση!
- Κάτι άλλο δέν φοβάσαι;
- Τήν ταπείνωση!
Καί όταν ο Μέγας Αντώνιος ξεψύχησε καί ή Αγία ψυχή του,
ήταν στά χέρια τών αγγέλων καί ανέβαινε στόν ουρανό, ό σατανάς βλέποντάς τον
από μακριά, τόν φώναξε:
- Αχ Αντώνιε, μού ξέφυγες!
- Όχι ακόμα! τού λέει ο Μέγας Αντώνιος.
Ακούτε ταπείνωση; Στά χέρια τού αγγέλου ή ψυχή του Μεγάλου
Αντωνίου, έχει βγεί από τό σώμα καί δέν έχει περιθώριο νά αμαρτήσει, αλλά δέν
άφησε νά μπεί στό μυαλό του μέσα, ότι ναί εγώ σού ξέφυγα, σέ νίκησα! Δέν τό
είπε αυτό τό πράγμα! Διότι μόνο ή ταπείνωση νικάει τόν σατανά...
Καί όταν ό Μέγας Αντώνιος πάτησε τό πόδι του στόν
Παράδεισο, είπε:
- Τώρα, μέ τή Χάρη Τού Θεού σέ νίκησα!
Έτσι πρέπει νά λέμε καί νά κάνουμε καί εμείς. Άνθρωπε, μήν
αφήσεις ποτέ νά περάσει από τό νού σου, ότι κάτι είσαι καί ότι κάτι κάνεις.
Χάθηκες...
Αλλά νά είσαι πάντα ταπεινόφρων καί νά πιστεύεις, ότι άν
έκανες κάτι, τό έκανες μέ τή Χάρη Τού Θεού καί επειδή τό ήθελε Ό Θεός..Ο Άγιος
Αντώνιος ο Μέγας έφθασε μέχρι 105 χρονών.
Μέχρι τότε τίποτε δεν ένοιωσε στο κορμί του. Μέχρι τότε
δεν αισθάνθηκε πόνο ή πυρετό ή δυσθυμία. Όλη του τη ζωή τη περνούσε ανάλαφρα.
Οι μπόρες, τα άγρια κρύα, και οι μεγάλες ζέστες δεν τον πειράξανε. Ως τα βαθιά
του γεράματα έμεινε ακμαίος και στο σώμα και στη ψυχή.
Και όταν ήρθε ο χρόνος να αποχωριστεί η ψυχή από το
βασανισμένο κορμί του, το προαισθάνθηκε. Και τις τελευταίες αυτές μέρες τις
ζωής του θέλησε να τις εκμεταλλευθεί για το καλό των μαθητών του.
Παρά τα γεράματα του επισκέφθηκε πολλά μοναστήρια κι'
έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Τους είπε πως ν' αγωνίζονται κατά του
διαβόλου και ν' αποφεύγουν τους αιρετικούς.
Οι μοναχοί του έλεγαν να μη γυρίσει πίσω στην έρημο, στο
ησυχαστήριο του, αλλά να μείνει κοντά τους. Ο Άγιος όμως επέστρεψε στην έρημο. Ζήτησε
δε να μην μουμιοποιηθεί το σώμα του, όπως συνηθίζανε οι Αιγύπτιοι, αλλά να ταφή
εκεί κοντά στην έρημο, σε σημείο που να μη το ξέρει κανένας. Δεν ήθελε
μεταθανάτιες τιμές.
Λίγο προτού κλείσει τα μάτια του, λέγει στους μοναχούς,
που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει τον μανδύα του, στον Μέγα Αθανάσιο, ο
οποίος του τον είχε χαρίσει κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον
φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Τους προβάτινους χιτώνες του τους άφησε στον μοναχό
Σεραπίωνα.
Έπειτα αφού κοίταξε κατάματα τους είπε:
- Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει.
Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την αμόλυντη ψυχή του στο
Θεό. Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του σε άγνωστο μέρος. Ο τάφος του έμεινε,
πράγματι, άγνωστος. Κανείς δεν ξέρει, που ετάφηκε. Ήτανε 17 Ιανουαρίου 356 μ.Χ.
Έζησε στη γη 105 χρόνια.
Την ευλογία του Αγίου Αντωνίου σε όλους μας.
ΠΗΓΗ ΠΑΝΑΓΊΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ
https://www.facebook.com/groups/1996052454054925/?
https://konstantinoupolipothoumeno.blogspot.com/2022/01/blog-post_67.html