ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ: Ο απλός, καλοκάγαθος, απειρόκακος Λειτουργός τού Θεού τού Υψίστου, ο Όσιος Γέροντας π. Ιάκωβος είναι μιά σύγχρονη αγιασμένη μορφή πού κατακόσμησε τά τελευταία χρόνια τήν Ήπειρό μας καί έφυγε μόλις τό 1960 σέ βαθιά γεράματα, γιά νά διακοσμήσει καί τή χορεία τής θριαμβεύουσας στόν ουρανό Εκκλησίας.
από το
https://www.vimaorthodoxias.
Ο Όσιος Γέροντας
Ιάκωβος ήταν ένας βιαστής τού πνεύματος, ένας μοναστής τής Αθωνικής πολιτείας,
ένας σύγχρονος Πατροκοσμάς, ένα φιλέρημο στρουθίο τής αρετής, από τά
ερημοπούλια τής πίστεως, πού χτίζουν τίς φωλιές τους στίς απάτητες κορυφές τής
αρετής, καλλικέλαδο ως πρός τήν αδιάκοπη δοξολογία τού Θεού μας. Υπήρξε ο Όσιος
Ασκητής τού Μοναστηριού τού Προφήτη Ηλία, στά ψηλώματα τής Βίτσας τών
Ζαγοροχωρίων, κοντά στό μοναδικό «πέτρινο δάσος», ο πνευματικός πατέρας τού
νεαρού τότε επισκέπτη του μέ τή φλόγα τής ολοκληρωτικής αφιερώσεως στόν Θεό
μας, τού σημερινού Οσίου Παϊσίου, η γνήσια επιβεβαίωση ότι η αγιότητα είναι
διαχρονικό φαινόμενο καί μάλιστα τών λόγων τού Αποστόλου τών εθνών: «Όπου
επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε΄ 20).
Ο Γέροντας γεννήθηκε
κοντά στό Αργυρόκαστρο τής Βορείου Ηπείρου, στό χωριό Βοδίνο, μόλις τό 1870.
Είναι ως εκ τούτου ο Άγιος τών ημερών μας πού ζούσε διαρκώς στά υψηλά. Δέν
αναπαυόταν στά χαμηλά, αφού είχε υψηλές πνευματικές ανατάσεις καί δέν
συμβιβαζόταν μέ τήν ζωή στά χιμαδιά τής πνευματικής ζωής. Ανέπνεε τόν καθαρό
αέρα τής ολοκληρωτικής αφιερώσεως στό έργο τού ευαγγελισμού τών ψυχών καί στήν
θεία αγάπη.
Προτιμούσε τήν σκληρή
ζωή τών στερήσεων καί τών θλίψεων λέγοντας ότι «διά πολλών θλίψεων δεί ημάς
εισελθείν εις τήν Βασιλείαν τών Ουρανών» (Πράξ. ιδ΄ 22). Κακουχία γι αυτόν
σήμαινε αναψυχή. Στέρηση
σήμαινε πλουτισμός.
Λύπη καί πειρασμός
σήμαινε αγαπητική επίσκεψη τού Θεού. Ήθελε νά βιώνει τήν πτωχεία τού Ιησού σέ
όλο της τό μεγαλείο. Είχε εγκαταλείψει τόν εαυτό του στό θείο έλεος καί από τόν
ουρανό αντλούσε δύναμη καί υγεία.
Ασκητικός, γλυκύτατος,
λαμπερός ο Γέροντας Ιάκωβος, μέ απλά λόγια εξηγούσε τό Ιερό Ευαγγέλιο στούς
πιστούς. Ο λόγος του ήταν βαθειά θεολογικός, αλλά απόλυτα κατανοητός καί
πάντοτε συμβουλευτικός. Γιά κάθε πρόβλημα έδινε μία λύση, η οποία ήταν πάντοτε
η καλύτερη. Άν κάποιος έκανε σοβαρή αμαρτία τόν συμβούλευε πατρικά καί έδειχνε
ιδιαίτερη ευαισθησία στήν συκοφαντία, τήν οποία θεωρούσε μεγάλο
ολίσθημα μισητό από
τόν ακατάκριτο Κύριό μας. Αυτή είναι διαβολή, έλεγε, καί είναι βέβαιο ότι ο
διάβολος είναι ο εφευρέτης της, αφού είναι ο πατέρας τού ψεύδους.
Ο βίος τού π. Ιακώβου
ήταν στολισμένος μέ όλες τίς αρετές, μέ καρτερία, σεμνότητα, εγκράτεια, αγάπη
καί πρό πάντων μέ τήν υψοποιό ταπείνωση. Γι αυτό κέρδισε καί τήν Ουράνια
Βασιλεία.
Στά χωριά πού
περιόδευε ιεραποστολικά ο Γέροντας διδάσκοντας τήν ευσέβεια μαζευόταν όλη η
γειτονιά, γιά νά ακούσει τόν ψυχωφελή λόγο του. Όταν τού πρότειναν νά φάει
εκείνος έτρωγε μόνο δυό κουταλιές, πάντοτε νηστίσιμο, καί ευχαριστούσε τούς
πάντες. Μιλούσε καί προφητικά λέγοντας:
«Μή χαίρεστε! Πίσω θά
έρθουν χειρότερες ημέρες. Επίσης έλεγε:
«Θά έρθει καιρός πού ο
ένας δέν θά θέλει νά δεί τόν άλλον. Θά αλλάξει ο κόσμος. Τό μεγάλο ποτάμι δέν
ήρθε
ακόμη, πίσω είναι. Γι
αυτό εξομολογηθείτε, κοινωνείστε. Δέν ξέρουμε τήν ώρα μας. Θά έχετε όλα τά
καλά, αλλά δέν θά τά χαίρεστε»!
Στά δύσκολα χρόνια τής
πείνας καί τής ανέχειας άν εξοικονομούσε καμμιά οκά αλεύρι ή καμμιά χούφτα
φασόλια μπορούσε νά πάει καί δυό ώρες δρόμο σέ κάποιο χωριό, γιά νά τά δώσει σέ
φτωχές οικογένειες. Όλα γιά τούς άλλους! Τίποτα δέν κρατούσε γιά τόν εαυτό του.
Τά βράδια, στήν μικρή ανάπαυση πού έδινε στόν εαυτό του κοιμόταν κατάχαμα πάνω
σέ ένα χράμι από γιδόμαλλο μέ μαξιλάρι μιά πέτρα.
Στόν εμφύλιο σπαραγμό
πού έζησε σέ δυσχείμερα χρόνια τόν ρωτούσαν:
-Γέροντα, πόλεμος
γίνεται, φονικά βλέπουμε, μέ ποιόν νά πάμε;
-Μέ αυτόν πού έχει τό
μικρότερο πειρασμό», απαντούσε, χωρίς νά παίρνει θέση.
Στήν αμφίεσή του ήταν
πάντοτε ταπεινός. Έτσι, όταν τού έδωσαν σέ ένα Ναό, όπου πήγε γιά νά
λειτουργήσει, ωραία άμφια μέ φανταχτερά χρώματα χωρίς νά τούς προσβάλει ρώτησε:
-Δέν υπάρχουν άλλα πιό
απλά, μέ πιό μουντά χρώματα;
Φρονούσε καί έλεγε,
ότι ο Ιερεύς είναι υπηρέτης τού Παμβασιλέως Θεού. Καί όπως ο υπηρέτης
παρουσιάζεται
πάντοτε στό Βασιλέα
ευπρεπής, καθαρός, καλοντυμένος καί πρόθυμος νά τόν εξυπηρετήσει, έτσι καί ο Ιερεύς
παρουσιάζεται ευπρεπής
καί ιεροπρεπής στό Ιερό Θυσιαστήριο. Δέν ντύνεται, όμως, ο υπηρέτης μέ
βασιλικές
φορεσιές. Δέν μπορεί ο
υπηρέτης νά ντύνεται μέ ακριβότερα ρούχα από τό αφεντικό του. Δέν τού ταιριάζει
η πορφύρα καί ο βύσσος.
Κόσμημά του είναι η
απλότητα, η καθαριότητα, η σεμνότητα. Τά πολύτιμα κοσμήματα καί ενδύματα τά
φυλάει γιά τήν αθάνατη ψυχή του, αυτή πού θά μετέχει τού ουρανίου Μεγάλου
Δείπνου.
Αφού σώθηκε από νάρκες
καί πολλούς ορατούς καί αοράτους εχθρούς μέ τή Θεία συνέργεια καί μέ θαυμαστούς
τρόπους πού μόνο σέ Αγίους συμβαίνουν, ο Όσιος π. Ιάκωβος κοιμήθηκε τίς 15
Φεβρουαρίου τού 1960 ήσυχα καί Άγγελοι Κυρίου παρέλαβαν τήν μακαρία του ψυχή,
γιά νά τήν μεταφέρουν στό θρόνο τού Εσφαγμένου Αρνίου.
Ήταν ημέρα νίκης,
ημέρα λυτρωμού, ημέρα θριάμβου, γιά τό Γέροντα, πού έσπαγε τό φράγμα τής ύλης
καί πορευόταν στήν αφθαρσία, στήν αιωνιότητα, κοντά στό Χριστό μας.
Στήν εκταφή τών
λειψάνων του βρήκαν ένα λουλούδι στό κεφάλι του. Πώς νά μήν ανθήσει λουλούδι,
όταν ο ίδιος ήταν τό ρόδο τής ασκητικής ζωής, τό κρίνο τής ιεραποστολική
δράσεως καί τό ζουμπούλι τής ψυχικής κενώσεως στίς ανάγκες τών συνανθρώπων του;
Τό άνθισμα τού λουλουδιού έδειχνε τήν ευαρέσκεια τού ουρανού στούς αγώνες τού
Γέροντος Ιακώβου.
Δρ Χαραλάμπης Μ.
Μπούσιας
Μέγας Υμνογράφος τής
τών Αλεξανδρέων Εκκλησίας