Η προσευχή μένει ἀναπάντητη, ὅταν τό περιεχόμενό της ἔλθη σέ
ἀντίθεσι μέ ἐκεῖνο πού παρέδωσε ὁ Κύριος.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήση τά θελήματά του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ὁ Θεός καί δέχεται τήν προσευχή του».
Καί ἄν ἀπαντήση κανείς ὅτι
μερικοί, μολονότι ζήτησαν ἀπό τόν Θεό ἀγαθά πράγματα, δηλαδή κτῆσι ἀρετῶν καί θεῖο
φωτισμό, δέν ἔλαβαν τίποτε ἀπό ἐκεῖνα, πού ζήτησαν, τότε ἀπαντοῦμε «ὅτι οὐ αὐτά
καθ’ ἑαυτά τά ἀγαθά ἠξίωσαν λαβεῖν, ἀλλ’ ἕνεκα τοῦ ἐπαινεῖσθαι δι’ αὐτά”,
δηλαδή δέν ζήτησαν αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἀγαθά, ἀλλά ἡ αἴτησί τους ἦταν γεμάτη ἀπό
ὑπερηφάνεια.
Ἤθελαν νά ὑπερηφανεύωνται μέ τά ἀγαθά, τά ὁποῖα θά
ἐδέχοντο ἀπό τόν Θεό”. Μέ ἄλλα λόγια, καί ἄν ἀκόμη τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς
εἶναι ἀγαθό, ἡ πρόθεσις ὅμως τοῦ προσευχομένου εἶναι πονηρή, τότε ἡ ἀπάντησις
τοῦ Θεοῦ στόν προσευχόμενο εἶναι ἀρνητική, ὁ Θεός ἀπαντᾶ μέ τό ὄχι.
Ὅταν ζητήσουμε κάτι καί δέν λάβουμε, λέει ὁ Μ. Βασίλειος,
νά σκεφθοῦμε τά ἑξῆς:
α) «Ἤ χρειαζόταν μεγαλύτερη ἐπιμονή καί καρτερία στήν
προσευχή»
β) ἤ ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο νά διορθωθῆ ὁ χαρακτήρας τοῦ
προσευχομένου καί νά δείξη μεγαλύτερη φροντίδα γιά τήν προσευχή·
ἤ γ) τό αἴτημα τῆς προσευχῆς δέν ἱκανοποιήθηκε λόγω
ἀναξιότητος ἐκείνου πού προσευχόταν. Ὅταν τώρα σέ μᾶς δέν ὑπάρχη μόνον ἕνας
λόγος ἀπό τούς τρεῖς, ἀλλά περισσότεροι, τότε φυσικό εἶναι νά μήν δεχώμαστε
κάποια ἀπάντησι ἀπό τόν Θεό ἤ ἡ ἀπάντησι νά εἶναι ἀρνητική. Τότε αἰσθάνεται…
κανείς καί τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ πιό ἔντονα. Βέβαια αὐτή ἡ αἴσθησις τῆς ἀπουσίας
τοῦ Θεοῦ κατά τήν προσευχή μας, εἶναι ἐσφαλμένη ἤ καί ἄδικη.
Ἄν βλέπαμε τή σχέσι μας πού δημιουργεῖται μέ τόν Θεό κατά
τήν ὥρα τῆς προσευχῆς μέ τό πρῖσμα τῆς ἀμοιβαιότητος, τότε ὁ Θεός θά μποροῦσε
νά παραπονεθῆ γιά μᾶς πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς γιά Ἐκεῖνον.
Παραπονούμαστε, γιατί δέν μᾶς φανερώνεται στά λίγα λεπτά πού τοῦ ἀφιερώνουμε.
Ἀλλά τί μποροῦμε νά ποῦμε γιά τίς εἰκοσιτρεῖς καί μισύ
ὧρες, πού ὁ Θεός μπορεῖ νά κτυπᾶ τήν πόρτα μας καί μεῖς ἀπαντᾶμε, «συγγνώμη,
εἶμαι ἀπασχολημένος;» ἤ ὅταν δέν ἀπαντοῦμε καθόλου, γιατί δέν ἔχουμε ἀκούσει τό
κτύπημα στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, τοῦ νοῦ μας ἤ τῆς συνειδήσεώς μας, τῆς ζωῆς
μας; Ἔτσι φθάνουμε σέ μία κατάστασι, στήν ὁποία δέν ἔχουμε δικαίωμα νά
παραπονούμαστε γιά τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐμεῖς εἴμαστε πολύ περισσότερο
ἀπόντες ἀπό ὅσο ἐκεῖνος ὑπῆρξε ποτέ.
Ἀξιομνημόνευτες εἶναι οἱ ἀπαντήσεις πού δίνει ὁ ἱερός
Χρυσσόστομος στό θέμα μας. Ὁ Θεός ἀπαντᾶ ἀρνητικά:
α) Ὅταν τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς εἶναι ἀσύμφορα. Ἐδῶ
εἶναι προτιμότερο νά μήν εἰσακουσθῆ ἡ προσευχή ἀπό τό νά εἰσακουσθῆ. Νά μή
χαιρώμαστε μόνον ὅταν ἀκουώμαστε, ἄλλα καί ὅταν δέν ἀκουώμαστε. Ἡ ἀρνητική
ἀπάντησι στήν προσευχή μπορεῖ νά συμβῆ ἀκόμη καί σέ ἁγίους, ὅπως συνέβη στόν
Μωυσῆ καί τόν Παῦλο. «Δέν ἐπέτρεψε ὁ Θεός στό Μωυσῆ νά εἰσέλθη στήν γῆ τῆς
Ἐπαγγελίας, καί ὁ Παῦλος παρακαλῶντας γιά τήν ὑγεία του δέν εἰσακούσθηκε,
ἐπειδή ζήτησε ἀσύμφορα πράγματα.
β) Ἡ προσευχή παραμένει ἀναπάντητη «ὅταν ραθύμως
αἰτοῦμεν», διότι ὁ Θεός σοφίζεται γιά μᾶς πότε μᾶς συμφέρει ἡ χορήγησις τῶν
αἰτημάτων μας. Ἄν οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν νά δίνουν ὠφέλιμα πράγματα στά παιδιά
τους, πολύ περισσότερο ὁ θΘεός γνωρίζει τό «πότε νά δώση καί τί νά δώση. Διότι
ὅλα τά κάνει γιά τό συμφέρον μας».
γ) Ἄλλη αἰτία τῆς μή ἐκπληρώσεως τῶν αἰτημάτων τῆς
προσευχῆς μας εἶναι ὅταν «τοῖς ἁμαρτήμασιν ἐπιμένοντες καυχώμεθα». Ὅταν δηλαδή
εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὄχι ἁπλῶς ἐπιμένουμε στήν ἁμαρτία, ἀλλά καί καυχώμαστε
γι’ αὐτήν. Τότε ἡ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀρνητική, δέν λαμβάνουμε καμμία
ἀπάντησι στίς προσευχές μας. Κλασσικό παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ
προφήτου Ἱερεμίου μέ τούς Ἰουδαίους. Παρακαλοῦσε ὁ προφήτης τόν Θεό νά λυπηθῆ
τόν λαό αὐτό καί ὁ Θεός τοῦ ἀπαντᾶ:
«Μήν προσεύχεσαι γι’ αὐτούς, διότι δέν πρόκειται νά σέ
ἀκούσω. Δέν βλέπεις τί κάνουν αὐτοί; Καῖνε τά λίπη καί κάνουν διάφορα
κατασκευάσματα πρός τιμήν τῶν ἀστέρων καί τῆς στρατιᾶς τοῦ οὐρανοῦ». Μήν
προσεύχεσαι δηλαδή γι’ αὐτούς πού δέν σταματᾶν τήν ἀδικία, πού ζοῦν μέ τόση
ἀσέβεια, πού καταφεύγουν στή μαγεία.
Διότι καί σήμερα ὑπάρχει τό φαινόμενο αὐτό· τρέχουν
μερικοί στούς ἁγίους, ἀλλά δέν ἐγκαταλείπουν καί τά μέντιουμ ἤ τίς χαρτορίχτρες
καί τούς ἀστρολόγους. Αὐτό δείχνει, ὅτι δέν μποροῦν νά καταλάβουν τή νόσο ἀπό
τήν ὁποία πάσχουν, ἀλλά ζοῦν μέ ἀναισθησία. «Δέν βλέπεις τήν ὑπερβολική τους
παραφροσύνη”; Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Γιά ἕνα πρᾶγμα μόνο πρέπει νά φροντίζη κάποιος στίς
περιπτώσεις αὐτές. Νά κάνη τούς ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό τή νόσο αὐτή, νά
ξεπεράσουν τήν ἀσθένειά τους, νά αἰσθανθοῦν τή νόσο τους, νά τούς ἐπαναφέρη
στήν ὑγεία καί τότε ὁπωσδήποτε θά ἀκολουθήση καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. δ)
Ἀνεκπλήρωτα παραμένουν τά αἰτήματά μας, ὅταν ἔχουμε μνησικακία, ὅταν
προσευχώμαστε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας καί ἐναντίον ἐκείνων πού μᾶς ἔχουν
λυπήσει.
Τονίζει χαρακτηριστικά ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής: «Νά
μήν ἔχης ἔχθρα ἐναντίον οὐδενός ἀνθρώπου, διότι ἡ προσευχή σου δέν θά εἶναι
δεκτή ἀπό τόν Θεό. Νά εἰρηνεύης μέ ὅλους, γιά νά ἄποκτήσης παρρησία στόν Θεό,
ὅταν θά προσεύχεσαι. Ἐκεῖνος πού θέλει νά προσεύχεται στόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς
διανοίας του, νά εἶναι ἀληθινή καί καθαρή ἡ προσευχή του, πρέπει πρῶτα νά
ἐρευνᾶ τό νοῦ του τί σκέψεις ἔχει, ὥστε, ὅταν λέη στό Θεό «ἐλέησόν με», νά ἔχη
συγχωρήση τόν συνάνθρωπό του.
Διότι, ἐφ’ ὅσον τυραννούμαστε ὅλοι ἀπό τήν βία τῆς
ἁμαρτίας, δέν πρέπει ποτέ νά σκεπτώμαστε κάτι ἐναντίον κανενός ἀνθρώπου. Ὅταν
ὅμως ἐνεργοῦμε ἀντίθετα σ’ αὐτά, τότε ὄχι μόνον δέν εἰσακουόμαστε, ἀλλά καί
παροξύνουμε τόν Θεό, διότι ἐκεῖνα πού λέμε στήν προσευχή μας γιά τούς ἐχθρούς
μας «οὐκ ἔστιν ἀνθρώπου, ἀλλά διαβόλου ρήματα». Καί ἐπί πλέον μέ τόν τρόπο αὐτό
ζητᾶ κανείς ἀπό τόν Θεό νά ἀλλάξη τόν περί ἀγάπης νόμο, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει
θεσπίσει. Ἡ προσευχή, λέει ὁ Χρυσοστομικός κάλαμος, εἶναι φάρμακο.
Ἀλλά τό φάρμακο πρέπει νά χρησιμοποιηθῆ πρίν ἀπό τήν
ἡμερομηνία τῆς λήξεώς του. Πρέπει νά ξέρη κανείς πότε πρέπει καί πῶς νά τό
χρησιμοποιήση. Διαφορετικά ἡ δραστική του ἐνέργεια δέν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα,
κανένα ὄφελος. «Οὐδέ τήν ὄνησιν αὐτοῦ καρπούμεθα». Τέλος ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος βλέπει τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ στό ὅτι «Αὐτός οὐ παρέχει τοῖς αἰτοῦσι
τάς χάριτας». Θεωρεῖ ὅτι τό ὄχι τοῦ Θεοῦ στά αἰτήματά μας, εἶναι μακροθυμία τοῦ
Κυρίου καί γι’ αὐτό ὁ πιστός δέν πρέπει νά λυπῆται.
Τά αἴτια τῆς ἀρνητικῆς ἀπαντήσεως τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν
ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι:
α) Ἤ ὅτι ὁ προσευχόμενος εἶναι ἐντελῶς ἀνάξιος νά λάβη
ἀπάντησι στά αἰτήματά του, ἤ
β) τά αἰτήματα τῆς καρδιᾶς του δέν εἶναι σύμφωνα μέ τά
αἰτήματα τῆς προσευχῆς του, δηλαδή ἄλλα ἔχει στήν καρδιά του καί ἄλλα ζητᾶ ἀπό
τόν Θεό, ἤ
γ) δέν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμος νά λάβη τό χάρισμα, τό ὁποῖο ζητάει.
Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης Αγίου Ανδρέα
inpantanassis