Αναφέρεται ότι μία φορά σε ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, αρχές του αιώνα μας, που ήταν και τότε φτώχεια όπως και τώρα, όταν είχαν πανηγύρεις οι Μονές, πήγαιναν πολλοί άνθρωποι και από τα γειτονικά χωριά, έμπαιναν στο Όρος και πήγαιναν εκεί ακόμα και για να φάνε. Διότι ήταν φτωχοί άνθρωποι και ήταν και τότε η Μικρασιατική καταστροφή κι ήταν μεγάλες δυσκολίες.
Τα μοναστήρια όταν είχαν πανηγύρι μαγείρευαν για όλο τον κόσμο
δωρεάν, όπως σήμερα. Και 1.000 άτομα και 2.000 και 3.000 άτομα να είναι, όλοι
θα φάνε δωρεάν. Ό,τι θα φάει ο Ηγούμενος, θα φάει και ο τελευταίος επισκέπτης,
όλοι το ίδιο.
Τα μοναστήρια φροντίζουν να προμηθευτούν ό,τι καλύτερο μπορούν να
έχουν, συνήθως ψάρια που τα ψαρεύουν μόνοι τους, λαχανικά από τον κήπο τους και
κρασί από το δικό τους κρασί.
Ένα γεροντάκι στην αγρυπνία είδε την Παναγία η οποία περπατούσε κι
είχε δίπλα της έναν άλλον Άγιο, τον προστάτη της Μονής στον οποίο γινόταν η
αγρυπνία, και είχε ένα σακούλι με νομίσματα. Σε αυτούς που έψαλλαν και ήταν
μέσα στο ναό και διακονούσαν, έδινε ένα χρυσό νόμισμα. Στους άλλους που ήταν
λίγο παραέξω και δεν έκαναν τίποτα απλώς άκουγαν, έδινε ένα αργυρό νόμισμα.
Πήγε πιο έξω, έδινε ένα μολυβδαίνιο νόμισμα. Μετά πήγε και στην αυλή. Εκεί στην
αυλή είχε κάμποσους λαϊκούς, από αυτούς που ήρθαν απλώς για να φάνε, που
έτρωγαν και έπιναν και τους έδωσε και σε εκείνους ένα νόμισμα.
Ο παππούς σκανδαλίσθηκε. "Εε", λέει, "και αυτοί θα
πάρουν; Καλά, οι άλλοι ψάλλουν. Οι άλλοι διαβάζουν. Οι άλλοι προσεύχονται.
Αυτοί τρώνε και πίνουν!"
Ήταν και μισομεθυσμένοι αυτοί -ήταν σύνηθες φαινόμενο αυτό.
"Ε, δεν πειράζει πάτερ", του λέει η Παναγία. "Και αυτοί για μένα
ήρθανε δω. Έστω και για να φάνε. Έστω και για αυτό το λόγο".
Ο Θεός έχει μια άλλη λογική που δεν είναι όμοια με τη δική μας
λογική, που είναι τσιγκούνικη. Ο Θεός έχει αρχοντιά! Έστω κι αν ο άνθρωπος
βρεθεί ενώπιον Του για οποιαδήποτε, ας πούμε, αιτία και λόγο, ο Θεός δεν θα τον
αφήσει.
~ π. Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού
trelogiannis