Στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ἔμενε ὁ Γέρων Αὐξέντιος μὲ τὸν ὑποτακτικό του, τὸν γερο-Χαράλαμπο.
Ὁ πατέρας Χαράλαμπος, σὰν πέθανε ὁ Γέροντάς του, εἶπε μὲ τὸν λογισμό του νὰ γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἤθελε νὰ κάνει περισσότερη ἐγκράτεια, νηστεία καὶ προσευχὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔκανε ὁ Γέροντάς του.
Ὁ γερο-Χαράλαμπος,
πῆρε ἕνα σάκκο παξιμάδι καὶ λίγο νερό, κλείστηκε μέσα στὸ Καλύβι του καὶ ἔβαλε
ὅρο στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν βγεῖ ἔξω, ἂν δὲν πέρναγε τουλάχιστον ἕνας μῆνας.
Τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ
δὲν τὴν φανέρωσε σὲ κανέναν, οὔτε συμβουλεύτηκε κανένα ἀπὸ τοὺς γείτονές του,
οἱ ὁποῖοι ἦταν καλοί, ἐνάρετοι μοναχοὶ καὶ περισσότερο ἔμπειροι στὴν πνευματικὴ
ζωή.
Μὲ δική του λοιπὸν
ἀπόφαση κλείστηκε μέσα ὁ γερο-Χαράλαμπος καὶ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχή, τὶς
μετάνοιες καὶ τὶς ἀγρυπνίες καὶ οἱ γείτονές του τὸν εἶχαν κυριολεκτικὰ χάσει.
Ὁ γείτονάς του,
γερο-Διονύσιος, ἀπὸ τὴν Καλύβα τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου, ἐπειδὴ εἶχε περάσει
περισσότερο ἀπὸ ἕνας μήνας ποὺ δὲν εἶδε τὸν γερο-Χαράλαμπο, ξεκίνησε καὶ πῆγε
στὴν Καλύβα του, γιὰ νὰ δεῖ μήπως εἶναι ἄῤῥωστος.
Ὅταν ἔφθασε ἔξω ἀπὸ
τὴν Καλύβα του, φώναξε: «Ἀδελφὲ Χαράλαμπε», ἀλλὰ ἀπόκριση δὲν ἔλαβε. Πῆγε πιὸ
κοντὰ στὴν πόρτα, εἶπε τό: «Δι’ εὐχῶν…» ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τότε
ἔσπρωξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα.
Ἡ πόρτα ἦταν ἀνοιχτὴ
καὶ ὁ γερο-Χαράλαμπος ἦταν τυλιγμένος στὸ κρεβάτι του, σὲ μία γωνιά, καὶ ἔτρεμε
σὰν τὸ ψάρι ποὺ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ νερό.
Ὁ γερο-Διονύσιος τοῦ
μιλοῦσε, ἀλλ’ αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ τρέμει, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ βγάλει λέξη ἀπὸ
τὸ στόμα του. Τότε, ὁ γερο-Διονύσιος πλησίασε πιὸ πολὺ καὶ τοῦ εἶπε:
«Γερο-Χαράλαμπε, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου Διονύσιος, ὁ φίλος σου.
Τί σοῦ συμβαίνει;
Γιατί δὲν μοῦ μιλᾶς;»
Τοῦ ἔδωσε λίγο νερὸ
καὶ λίγο παξιμάδι νὰ φάει καὶ ἐκεῖνος φοβισμένος τὸν κοίταζε σὰν ἀφηρημένος,
χωρὶς νὰ λέει τίποτε. Σὲ μία στιγμή, σὰν νὰ συνῆλθε ἀπὸ κάτι, πετάχτηκε ἀπότομα
ἐπάνω, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ, σῶσέ με!» Ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ
λέει μὲ τρόμο: «Ἤρθανε οἱ δαίμονες νὰ μὲ πνίξουν».
Ὁ γερο-Διονύσιος τοῦ
ἔδωσε θάῤῥος καὶ τοῦ εἶπε: «Καὶ τώρα, σὲ παρακαλῶ, πές μου τί ἀκριβῶς σοῦ
συνέβη καὶ εἶσαι τόσο φοβισμένος;»
Ὁ μοναχὸς Χαράλαμπος
ξεθάῤῥεψε καὶ ἄρχισε νὰ λέει στὸν φίλο του καὶ ἀδελφὸ γερο-Διονύσιο:
«Ἀδελφέ μου, μοῦ
εἶπε ὁ λογισμός μου νὰ γίνω καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους πατέρες καὶ ἀπὸ ἐσᾶς. Νὰ
γίνω ἔγκλειστος καὶ νηστευτής. Πῆρα λίγο παξιμάδι, μὲ τὸ ὁποῖο πέρασα μία
ἑβδομάδα.
Ὅταν σώθηκε τὸ
παξιμάδι, ἀποφάσισα νὰ βγῶ καὶ νὰ πάρω ἄλλο καὶ νὰ συνεχίσω τὴν ἄκρα ἀσκητικὴ
ζωή, χωρὶς νὰ γεύομαι τίποτε ἄλλο. Μόλις ἄνοιξα τὴν πόρτα, βρῆκα ἕνα σακκί, καὶ
σκέφθηκα: «Φαίνεται, θὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεὸ ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, καὶ γενικὰ
ἡ ζωὴ αὐτὴ ποὺ κάνω», καὶ ἄρχισα μέσα μου νὰ φουσκώνω.
Ἔκλεισα τὴν πόρτα
καὶ συνέχισα μὲ περισσότερο ζῆλο τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγρυπνία.
Πέρασε ἔτσι ἕνας
μήνας καὶ τὰ πράγματα πήγαιναν μία χαρὰ μέχρι χθές, ὁπόταν τὰ μεσάνυχτα
περίπου, μετὰ ἀπὸ τὶς μετάνοιες καὶ τὰ κομποσχοίνια, ἄρχισα μπροστὰ στὴν εἰκόνα
τῆς Παναγίας νὰ έω τοὺς Χαιρετισμούς.
Βρισκόμουν ἀκριβῶς
στὸν οἶκο ποὺ λέει: «Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων…», ὅταν ἄκουσα χτύπους στὴν πόρτα
καὶ βγῆκα καὶ εἶδα ἕναν γέορ ἀσπρογένη, λίγο κουτσό, καὶ μοῦ φάνηκε πολὺ
ἄγριος.
Τὸν ῥώτησα ποιός
εἶναι καὶ τί γυρεύει. Αὐτὸς μοῦ ἀπάντησε: «Παιδί μου, ἐγὼ εἶμαι Πνευματικὸς ἀπὸ
τὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἔμαθα τοὺς ἀγῶνές σου.
Ὅπως βλέπεις, εἶμαι
κουτσός. Καὶ ἐπειδὴ ἀγαπῶ πολὺ αὐτοὺς ποὺ μὲ τὸ θέλημά τους ἀγωνίζονται κρυφά,
γιὰ νὰ τοὺς δοξάσει ὁ αὐτὸς φανερά, ἦρθα μὲ πολὺ κόπο νὰ σοῦ φέρω τὸ παξιμάδι
αὐτὸ καὶ ὅταν σωθεῖ, πάρε αὐτὸ τὸ καλαθάκι, ἔχει μέσα 100 λίρες, γιὰ νὰ
ἀγοράσεις παξιμάδι καὶ νὰ μὴν βγαίνεις ἀπὸ τὸ Καλύβι σου».
Ὅταν ἅπλωσε τὸ χέρι
νὰ μοῦ δώσει τὸ καλάθι μὲ τὶς λίρες, εἶδα τὰ νύχια του κόκκινα, πολὺ μεγάλα καὶ
γυριστὰ πρὸς τὰ μέσα τόσο, ποὺ φθάνανε μέχρι τὸν ἀγκώνα. Τρόμαξα καὶ τοῦ εἶπα:
«Ἂν θέλεις νὰ σὲ πιστέψω, κάνε τὸν σταυρό σου καὶ ἔλα μέσα νὰ συνεχίσεις ἐσὺ
τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ
λόγια, μὲ θυμὸ καὶ ὀργὴ μοῦ εἶπε: «Ἐγὼ σὲ λυπήθηκα καὶ ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ βοηθήσω
νὰ συνεχίσεις τὸν καλὸν ἀγῶνά σου καὶ ἐσὺ δὲν μὲ πιστεύεις καὶ μοῦ λὲς νὰ πῶ σ’
αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔκαψε, λόγια τέτοια; Ποτέ!» Ἀμέσως, ἔγινε σεισμός.
Ἀκούστηκε τέτοιος
κρότος καὶ πάταγος ποὺ νόμισα πὼς γκρεμίστηκε τὸ σπίτι. Γέμισε ὅλο τὸ σπίτι
καπνὸ καὶ μία ἀφόρητη δυσοσμία καὶ ὁ «γέροντας» ἔγινε ἄφαντος.
Ἀπὸ τὸν φόβο μου
ἔχασα τὶς αἰσθήσεις μου, ἔπεσα κάτω λιπόθυμος καὶ δὲν ξέρω πόσες ὧρες ἔμεινα
ἀναίσθητος. Ὅταν συνῆλθα, σύρθηκα ἕως ἐδῶ καὶ ἕνα ἡμερόνυχτο εἶμαι ποὺ τρέμω
ὅπως μὲ βλέπεις.
Ἂν δὲν ἐρχόσουν, θὰ
πέθαινα ἀπὸ τὸν φόβο μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με. Δὲν μπορῶ νὰ μείνω ἄλλο
μόνος μου. Φοβᾶμαι μήπως ξανάρθουν οἱ δαίμονες καὶ μὲ πνίξουν. Παναγία μου, δὲν
ξανακάνω αὐτὰ τὰ πράγματα!»
Ὁ γερο-Διονύσης,
ἀφοῦ παρηγόρησε ἀρκετὰ τὸν γερο-Χαράλαμπο, τὸν πῆγε στὸν Πνευματικὸ
παπα-Συμεών, ὁ ὁποῖος προσευχήθηκε γι’ αὐτὸν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν παρέλαβε στὸ
σπίτι του, στὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, ὅπου ἔμεινε μία ἑβδομάδα ἐξακολουθώντας νὰ τρέμει
ἀπὸ τὸν φόβο του. Καὶ ἔλεγε συνεχῶς: «Εἶναι πολὺ τρομερὸ νὰ ἰδεῖτε τοὺς
δαίμονες».
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς
ἡμέρες, ὅταν συνῆλθε καὶ ἡρέμησε, τὸν πῆρε ὁ γερο-Διονύσιος καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους
πατέρες τὸν πῆγαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Κυριακοῦ, ὅπου διηγήθηκε παρουσίᾳ ὅλων τῶν
πατέρων τῆς Σκήτης τὸ πάθημά του καὶ ζήτησε μὲ πολλὴ ταπείνωση, συγχώρηση ἀπὸ
ὅλους.
Ἀπὸ τότε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθοῦσε τὴν τάξη ποὺ εἶχαν ὅλοι οἱ πατέρες. Δὲν ἔκανε τίποτε,
οὔτε ἕνα κομποσχοίνι, ἂν δὲν ῥωτοῦσε τοὺς πατέρες καὶ δὲν συμβουλευόταν τὸν
Πνευματικό. Καὶ ἔτσι, ἡσύχασε ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ καὶ
σὲ βαθὺ γῆρας τελείωσε τὴν ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ
ἀπολαύσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.