+ Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος +
(στη μνήμη του πατέρα μου)
Κάθε Κυριακή, δια μέσου των αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία
διακηρύττει την Ανάσταση του Χριστού.[1] Κάθε Κυριακή ξαναζούμε για άλλη μια
φορά τη χαρά ότι «Χριστὸς Ἀνέστη». Και αυτή η χαρά μας είναι τόσο βαθειά και
διάχυτη, ώστε μαρτυρείται αφ’ εαυτής:
ευφραινόμαστε όχι μόνο επειδή ο Χριστός αναστήθηκε, αλλά και επειδή η Ανάστασή Του είναι για μας η αρχή μιας νέας, πρωτοφανέρωτης ζωής. Στον Κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που διαβάζεται στους ναούς μας τη νύχτα της Αναστάσεως, λέει ότι «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι…», και εμείς συνεχίζουμε να μεταδίδουμε το μήνυμα αυτό από γενιά σε γενιά. Είναι όμως το μήνυμα αυτό αληθινό; Δεν βλέπουμε ότι ο θάνατος θερίζει γύρω μας; Δεν υπάρχουν μνήματα και δίπλα στις χριστιανικές εκκλησίες; Πώς μπορούμε να λέμε «νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι;», ότι ο Χριστός «ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον»;
Μπορούμε να το λέμε, επειδή ο θάνατος έχει δύο εντελώς
διαφορετικές έννοιες, και οι τάφοι είναι όντως αδειανοί. Μέχρι την Ενσάρκωση
του Χριστού, κάθε άνθρωπος, δίκαιος ή όχι, εστερείτο της χαράς να συναντήσει
τον Θεό. Σύμφωνα με τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης περί της πρώτης Πτώσεως των
προπατόρων μας, του Αδάμ και της Εύας, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος στερήθηκε το
φως, τη χαρά και τη δόξα του Θεού. Από τότε, όποιος πέθαινε έμπαινε σε μία άβυσσο
φρίκης, χωρισμού από τον Θεό και, κατά συνέπεια, χωρισμού και από τα πιο
αγαπημένα του πρόσωπα. Ο θάνατος αυτός είχε δύο όψεις –δεν ήταν απλώς ο επίγειος θάνατος, κατά τον
οποίο η ψυχή χωριζόμενη από το σώμα ανεβαίνει στον Θεό και προσκυνά τον θρόνο
Του, ενώ Εκείνος σκουπίζει τα δάκρυα των επίγειων θλίψεών της. Υπήρχε και ένας
άλλος θάνατος, ένας δεύτερος χωρισμός. Όσο κάποιος ζούσε σ’ αυτή τη γη,
μπορούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έστω και με την ακρούλα της ψυχής του, να
αγγίξει τα κράσπεδα του ιματίου του Κυρίου. Μετά τον θάνατο όμως, ο κάθε
χωρισμός γινόταν οριστικός, τελικός, φοβερός. Επί γενεές γενεών οι άνθρωποι
περίμεναν τον Σωτήρα, ως εκείνον που θα μπορούσε να ενώσει γη και ουρανό, τον
Θεό και την Κτίση. Πάντως, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος, ο Σωτήρας μας Ιησούς
Χριστός, ο χωρισμός παρέμενε σκοτεινός και φρικτός.
Και τότε ήρθε ο Κύριος και πάνω στον σταυρό πέθανε με τον
ίδιο θάνατο που πέθαινε κάθε άνθρωπος, αφού πρώτα μετέσχε της φρικτής μοναξιάς
και του μαρτυρίου που προηγείτο του θανάτου. Θυμηθείτε τον Κήπο της Γεθσημανή:
«Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. 26,
39). Στη φρίκη αυτού του χωρισμού μετείχε, όταν φώναζε στον Πατέρα Του από το
ύψος του Σταυρού: «Θεέ μου, Θεέ μου ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46). Και
κατέβηκε στον Άδη… στον Άδη!!!
Ο Άδης άνοιξε διάπλατα τις πύλες του με τη χαρά και την
ελπίδα ότι τώρα, ο εχθρός που ήταν ανίκητος στη γη είχε κατατροπωθεί και είχε
αιχμαλωτιστεί. Ο Άδης ορθάνοιχτος «ἔλαβε σῶμα καί Θεῷ περιέτυχεν», όπως ακούμε
στον Κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Άνοιξε τις πύλες του ο
Άδης για να δεσμεύσει τον ενσαρκωμένο Υιό του Θεού – και ενώπιόν του στάθηκε,
και μπήκε μέσα του ο Ζωντανός Θεός που πληροί τα πάντα· μπήκε στον Άδη και τον
κατέστρεψε διά παντός. Έκτοτε ο Άδης δεν θα είναι πια η φρικτή κόλαση του
χωρισμού, όπως παλιά, διότι τώρα μέσα του ήταν ο ζωντανός Θεός.
Ο προφήτης Δαβίδ μυστηριωδώς προείπε: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ
πνεύματός σου; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην
πάρει» (Ψάλμ. 138, 7-8). Αυτό σ’ εμάς φαίνεται απλό, διότι για μας αυτή η
αιώνια, ανέλπιδη κόλαση της απουσίας του Θεού δεν υφίσταται πια. Για τον
άνθρωπο όμως της Παλαιάς Διαθήκης αυτή η φράση ήταν αινιγματική: πώς μπορεί ο
Θεός να είναι εκεί που δεν είναι; Πώς μπορεί να βρίσκεται εκεί ακριβώς που
είναι ο τόπος του χωρισμού από Αυτόν; Ο Δαβίδ όμως προείδε -και προφητικά
προείπε- την έλευση του Κυρίου και τον τερματισμό αυτού του οριστικού χωρισμού.
Σήμερα ο θάνατος έχει γίνει για μας κάτι άλλο: είναι κοίμηση. Κοιμόμαστε εδώ
στη γη σωματικά ως προς τις μέριμνες αυτού του κόσμου και στο σώμα μας
επέρχεται η γαλήνη. Κείται τώρα αυτό ως μια εικόνα του Χριστού που έκειτο στον
τάφο εκείνο το μυστηριώδες, ευλογημένο Σάββατο, όταν ο Κύριος «κατέπαυσεν ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ», από το έργο της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, από
τον κόπο του πόνου Του, από τον Σταυρό Του, τη Σταύρωση. Όποιος πεθαίνει τώρα,
κοιμάται εν Χριστώ, κοιμάται μέχρι την ημέρα που το σώμα του θα αναστηθεί με
την τελική σάλπιγγα, την ημέρα της αναστάσεως των νεκρών. «Μακάριοι οἱ ἐν Κυρίῳ
ἀποθνήσκοντες», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αποκάλυψη.
Να γιατί για τον Χριστιανό ο θάνατος δεν είναι κάτι
τρομερό. Να γιατί κάποιος που αγαπούσα πολύ μπόρεσε να μου πει: «Να περιμένεις
τον θάνατό σου όπως ο νεαρός γαμπρός περιμένει τη νύφη». Με το ίδιο δέος, με
την ίδια ψυχική αγαλλίαση μπορούμε να πούμε στον θάνατο: «Έλα, άνοιξε για μένα
τις πύλες της αιώνιας ζωής, έτσι ώστε η επαναστατημένη σάρκα μου να μπορέσει να
βρει την ειρήνη και η ψυχή μου να ανεβεί στην αιώνια κατοικία του Θεού». Γι’
αυτό έγκυρα και δικαιολογημένα μπορούμε να διακηρύξουμε «οὐδεὶς νεκρὸς ἐν τῷ
μνήματι». Διότι ο θάνατος έπαψε να είναι φυλακή, τόπος οριστικής και φοβερής
αιχμαλωσίας. Έγινε ο τόπος όπου το σώμα ακουμπά περιμένοντας την ανάσταση, ενώ
η ψυχή προάγεται, στον βαθμό που μπορεί, στην αιώνια ζωή.
Ωστόσο ο θάνατος, ο χωρισμός του θανάτου, είναι παρ’ όλα
αυτά παρών στη γη, ως ένα βαθμό. Έχει νικηθεί ακόμη και μέσα στο βασίλειό του,
αλλά ο άνθρωπος, με το να αποκόπτει τους άλλους από το μυστήριο της αγάπης,
προεκτείνει τον χωρισμό του θανάτου εδώ στη γη. Ρίξτε μια ματιά στην ανθρώπινη
κοινωνία μας. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά· αρκεί να δούμε τι γίνεται στην
οικογένειά μας, στους πιο κοντινούς μας, στους φίλους, στην ενορία, στην
Εκκλησία. Μπορούμε άραγε να ισχυριστούμε ότι είμαστε τόσο ενωμένοι με τους
δεσμούς της αγάπης, ώστε ο θάνατος, ο χωρισμός αυτός από τον Θεό, ο χωρισμός
του ενός από τον άλλον, δεν υφίσταται εδώ στη γη; Δυστυχώς ο Θεός έχει νικήσει
τον θάνατο παντού, αλλά στην καρδιά του ανθρώπου ο θάνατος πρέπει να νικηθεί
από τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο θάνατος είναι αχώριστος από την αγάπη, και γι’ αυτό
ακριβώς φοβόμαστε τόσο πολύ να αγαπήσουμε. Το να αγαπάμε λίγο, το να αγαπάμε
ανεύθυνα, το να αγαπάμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να αρχίζουμε μία σχέση και να την
αφήνουμε να τελειώνει μόλις δούμε ότι αρχίζει να γίνεται οδυνηρή, δύσκολη ή
επικίνδυνη – αυτό όλοι μπορούμε να το κάνουμε. Αλλά να αγαπάμε όπως αγαπούσε ο
Κύριος, αυτό δεν φαίνεται να μπορούμε να το κάνουμε. Ο Απόστολος Παύλος μας
λέει: «Να δέχεστε ο ένας τον άλλον, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως σας
αγάπησε ο Κύριος…». Αλλά συνειδητοποιούμε πώς μας αγάπησε ο Κύριος; Μας αγάπησε
τόσο πολύ, ώστε δεν θέλησε να μείνει ένας ξένος για μας και έγινε ένας από μας,
ένας ανάμεσα στους πολλούς -και όχι προσωρινά, αλλά για όλη την αιωνιότητα, για
πάντα- με όλο τον πόνο και όλη τη φρίκη που είχε ως συνέπεια αυτή η ένωση.
Όταν ο Λόγος έγινε Σαρξ, η θεϊκή δόξα σβήστηκε. Κανείς δεν
τον εγνώριζε. Η νίκη του φάνηκε σαν ήττα. Έγινε εκείνος τον οποίον οι Γραφές
περιγράφουν «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν» (Ησ. 53, 3). Έγινε
για πάντα ένας από μας. Μπορούμε εμείς, κατά τον ίδιο τρόπο, να γίνουμε ένα με
τον κάθε άλλον; Μπορούμε τόσο να αγαπούμε ο ένας τον άλλον ώστε να μπορούμε να
πούμε «Για πάντα! Στη θλίψη και στη χαρά, στη δυστυχία και την ευτυχία, ό,τι κι
αν συμβεί θα είμαι δίπλα σου για πάντα;». Αν ήταν έτσι, πόσο θαυμάσιος θα ήταν
ο κόσμος μας, πόσο υπέροχη θα ήταν η Εκκλησία μας, τι ενορίες θα είχαμε, τι
οικογένειες, τι φίλους! Αλλά οι σχέσεις μας θυμίζουν δύο πλοία που συναντώνται
στη θάλασσα· διασταυρώνονται και το καθένα ακολουθεί την πορεία του. Δεν έχουμε
αρκετό βάθος, ούτε αρκετή πιστότητα, ούτε αρκετή προθυμία για να κάνουμε αυτό
που έκανε ο Χριστός· να κατεβούμε στον Άδη, να κατεβούμε στην κόλαση των
παθημάτων κάποιου που αγαπάμε, στην κόλαση των πειρασμών του και του πόνου του,
στην κόλαση της τραγωδίας του. Αντίθετα, στεκόμαστε στην ακτή και του
φωνάζουμε: «Προσπάθησε να σωθείς, κολύμπα προς εμένα, θα σού απλώσω το χέρι!». Εμείς
όμως οι ίδιοι δεν μπαίνουμε στη δική του κόλαση· γι’ αυτό είναι τρομερό να
μιλάμε για αγάπη, όταν είναι τόσο δύσκολο ν’ αγαπήσουμε με την ίδια αγάπη που
μας αγάπησε ο Θεός. Η αγάπη και ο θάνατος είναι αλληλένδετες έννοιες, επειδή
αγαπώ σημαίνει ξεχνώ τον εαυτό μου μέχρι εκεί που να μην υπάρχει για μένα –
κάποιος άλλος γίνεται τόσο ακριβός ώστε δεν αφήνω τον εαυτό μου να παρεμβληθεί.
Χρειάζεται να λέμε στον εαυτό μας αυτό που είπε ο Χριστός στον Πέτρο όταν
προσπάθησε να τον ανακόψει από την πορεία Του προς τον Γολγοθά: «Ὕπαγε ὀπίσω
μου Σατανά, ὅτι οὐ φρονείς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Μπορούμε να
λησμονούμε τον εαυτό μας σε τέτοιο βαθμό, μπορούμε να αγαπάμε έτσι, να
πεθαίνουμε έτσι;
Εφ’ όσον δεν μπορούμε να φθάσουμε εκεί, εγγίζουμε μόνον το
κράσπεδο των ιματίων του Κυρίου, μόνο τις παρυφές του φωτός, της εκτυφλωτικής
αίγλης και λαμπρότητας της Αναστάσεως του Χριστού. Την Ανάσταση μπορεί να τη
ζήσει μόνον όποιος περάσει μέσα από τον θάνατο και φτάσει στην αντίπερα όχθη
του θανάτου – όχι του θανάτου αυτού του κόσμου, του υλικού, του σωματικού
θανάτου, αλλά του θανάτου που ονομάζεται αγάπη και που κάνει τον άνθρωπο ικανό
«ἵνα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιωάν. 15, 13). Ο Μωυσής
ονομάζεται «φίλος του Θεού» στις Γραφές, και τι λέει; «Κύριε, αν δεν
συγχωρήσεις στον λαό μου τις αμαρτίες του, τότε ξέγραψε το όνομά μου από το
βιβλίο της ζωής. Δεν θέλω να ζω εγώ, αν αυτοί πεθάνουν». Ο απόστολος Παύλος
λέει ότι θα προτιμούσε ακόμη και να χωριστεί από τον Χριστό παρά να δει την
καταστροφή του λαού του Ισραήλ. Αυτά τα λόγια βέβαια είναι παράλογα, με την έννοια
ότι όταν κάποιος έχει τόσο αγάπη, είναι ήδη στην αντίπερα όχθη του θανάτου. Αλλά
το νόημά τους είναι ότι «Ναι, θα προτιμούσα να χαθώ παρά να χρειαστεί να
χωριστώ από οποιονδήποτε». Αυτό είναι το πρότυπο που μας δόθηκε από τον Σταυρό
και την Ανάσταση (αυτά τα δύο είναι αχώριστα).
Έτσι λοιπόν, καθώς από Κυριακή σε Κυριακή ακούμε το μήνυμα
της Αναστάσεως, να θυμόμαστε τι έχουμε κληθεί να γίνουμε, σ’ αυτή τη γη:
άνθρωποι αναστημένοι εκ νεκρών εν αγάπη. Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να
αγαπάμε ο ένας τον άλλον σε τέτοιο βαθμό ώστε να περνάμε τις πύλες του θανάτου,
να κατεβαίνουμε διά του σταυρού στον άδη, να μετέχουμε εν αγάπη στα παθήματα
των άλλων, να ξεχνάμε τον εαυτό μας- και τότε ξαφνικά να ανακαλύπτουμε ότι
«Ναι, ζούμε, ζούμε διά της ζωής του Χριστού».
[1] Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Lubov Vsepobedaiushchaia (Νικηφόρα Αγάπη) την άνοιξη του
1994.
Anthony Bloom, Στο φως της κρίσης του Θεού:
Πορεία από το Τριώδιο στην Ανάσταση, 1η έκδοση, εκδ. Εν πλω,
Αθήνα, 2009