Θ.Π.: Η Παναγία έχει δώσει υπόσχεση στον κλήρο της να τον φυλάγει και να τον προστατεύει μέχρι Δευτέρας Παρουσίας, και την υπόσχεση της αυτή δεν την παίρνει πίσω. Ας αναμένουμε λοιπόν αδελφοί το "θαυμαστό" εκείνο γεγονός το οποίο θα κάνει όλα τα σύγχρονα γένη των Αγαρηνών να εγκαταλείψουν, όπως και τότε την πατρίδα μας. Αμήν.
Από το Συναξάριον του Μηναίου των Αγιορειτών Πατέρων
διαβάζουμε:
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εκστράτευσαν πολυάριθμα γένη Αγαρηνών κατά της Κωνσταντινουπόλεως διά ξηράς και διά θάλασσης, εις πλήθος αναρίθμητον. Ο δε Αμιράς και αρχηγός αυτών μαθών, ότι εις το Όρος Άθω ήσαν πολλαί Μοναί, παραλαβών δεκαπέντε πλοία πολεμικά, ήλθον εις το Όρος και ηγκυροβόλησαν εις την Μονήν των Ιβήρων. Ευθύς τότε ορμήσαντες περιεκύκλωσαν αυτήν ως θήρες άγριοι και ανήμεροι. Οι δε Μοναχοί, ιδόντες το πλήθος των επιδρομέων και την οργήν εκείνην την άτακτον, εισέλθόντες εις τον θείον Ναόν, έλαβον τα ιερά Σκεύη και την πάνσεπτον Εικόνα της Θεοτόκου και έκρυψαν αυτά εις τον Πύργον, όπου είχον το σκευοφυλάκιον, εις το οποίον εκρυφθήσαν και αυτοί.
Τότε οι επιδρομείς, μη έχοντες
αντιμαχόμενον, εποίησαν μηχανήν τινα και εισήλθον εις την Μονήν. Αφ' ου δε
έκαμαν όσα ήθελον και ερήμωσαν και ηφάνισαν αυτήν παντελώς, επήραν τα σχοινιά
των πλοίων και έδεσαν στους κίονας της Εκκλησίας, σύροντες αυτά εν αλαλαγμώ,
ίνα ρίψουν τον Ιερόν Ναόν, αλλά δεν ηδύνηθησαν. Βλέποντες ταύτα οι Μοναχοί και
ακούοντες τα λεγόμενα, έλεγον εκ βάθους καρδίας εκείνα τα προφητικά ρήματα:
«Ίνα τι υπνοίς Κύριε; Ανάστηθι και μη απώση είς τέλος»
(Ψαλμ. μγ' 24),
«Ο Θεός, ήλθοσαν έθνη είς την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον
Ναόν τον Άγιον σου» (Ψαλμ.ση' 1),
«Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου» (Ψαλμ.οη΄ 8)
και άλλα τοιαύτα.
Βρέχοντες δε την γήν με δάκρυα θερμά και την αγίαν Εικόνα
της Θεοτόκου υψούντες έλεγον:
«Ω Δέσποινα, τοιαύτας υποσχέσεις εποίησας εις εμάς; Δεν
υποσχέθης να είσαι φύλαξ και βοηθός ημών; Αλλά μη παραδώσης ημάς εις τέλος, αν
και αμαρτωλοί και ανάξιοι είμεθα, δια να μη είπωσιν οι εχθροί μας, που είναι ο
Θεός αυτών;»
Ταύτα οι μεν Μοναχοί δακρύοντες έλεγον η δε Υπέρμαχος
Στρατηγός, η οξύτατη και ταχίστη των επικαλουμένων αυτήν βοήθεια, η Αειπάρθενος
Θεοτόκος, η προμαχούσα της ιδίας Μονής, δεν παρείδε τας δεήσεις αυτών, ούτε τας
υποσχέσεις διέψευσεν. Αλλά τις λαλήσει τα της Παρθένου θαυμάσια; Αφού
ενύκτωσεν, εξαίφνης έγινε τοσαύτη καταιγίς και τρικυμία εις την θάλασσαν, ώστε
εναυάγησαν όλα τα πλοία και δεν έμεινεν ειμή μόνον το του Αμιρά και τούτο δια
να γνωρίση ο άφρων την αμαρτία του, καθώς και εγέντετο. Διότι θαύμα ηκολουθεί
τω θαύματι.
Όταν εξημέρωσεν, είδον οι Μοναχοί τα νεκρά σώματα των
ναυαγών, άτινα έκειντο εν σωρό είς τον αιγιαλόν, καθώς και η των πλοίων
αποσκευή άπασα. Τότε και ο αρχηγός αυτών ιδών την απώλειαν των πλοίων έτυπτε το
πρόσωπον και έβαλε χώμα εις την κεφαλήν αυτού.
Προσέλθων δε ταπεινώ τω σχήματι, γίνεται ικέτης ευγνώμων,
ο πρώην θηριώδης και όχι άνθρωπος, λέγων προς τους Μοναχούς: «Δεήθητε, δούλοι
του αληθινού Θεού, ίνα μη και εγώ απόλωμαι». Δώσας δε είς αυτούς χρυσόν είς
πλήθος άπειρον λέγει:
«Λάβετε τα χρήματα ταύτα ανοικοδομήσατε τα τείχη του
Μοναστηρίου σας και κάμετε αυτά υψηλά, ίνα μη δύνανται εαν έλθωσι και πάλιν
άλλοι εχθροί, να σας ζημιώσωσι».
Οι δε Μοναχοί λαβόντες τα χρήματα έκτίσαν είς ύψος τα
τείχη, καθώς και μέχρι σήμερον φαίνονται…”
Αναρτήθηκε από Θηβαίος Πολίτης