Οι Μοναχές της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδας της Αίγινας,
πέντε μήνες μετά την κοίμηση του Γέροντά τους και Ιδρυτή της Μονής, αγίου
Νεκταρίου ήθελαν να κτίσουν προς τιμή του ένα μαρμάρινο κενοτάφιο πάνω από τον
τάφο του.
Η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής, Γερόντισσα Ξένη, δίσταζε αρχικά να ανοίξει τον τάφο γιατί είχε λογισμούς για την κατάσταση στην οποία θα έβρισκαν το σκήνωμα του Αγίου.
Μήπως, δηλαδή, βρισκόταν σε σήψη
και εξέπεμπε δυσοσμία. Τους λογισμούς της αυτούς η Γερόντισσα δεν τους είπε,
όμως, σε κάποιον άλλο.
Τις επόμενες μέρες μια μοναχή της Μονής είδε στον ύπνο της
τον Σεβασμιότατο ο οποίος της είπε:
– Τι κάμνεις;
– Καλά δι ευχών σας Σεβασμιώτατε.
Και της λέει ο άγιος Νεκτάριος, όπως είχε συνήθεια και εν
ζωή:
– Σκύψε να σε σταυρώσω.
Αφού έσκυψε η μοναχή και την σταύρωσε της είπε:
– Μύρισέ με να δεις, μυρίζω;
Αφού του αποκρίθηκε ότι δεν μυρίζει, της λέει ξεκάθαρα:
– Βρωμώ;
Εκείνη του απάντησε:
– Ποιος λέει ότι βρωμάτε Σεβασμιότατε; Πώς είναι δυνατόν
να βρωμάτε;
– Η Γερόντισσα το λέει αυτό.
– Ποια Γερόντισσα; τον ρώτησε η αδελφή.
– Η Γερόντισσα Ξέννη, η Ηγουμένη. Κοίταξέ με λοιπόν, μου
λείπει τίποτε;
Και της έδειξε και τα χέρια και τα πόδια και την πλάτη
του, και της λέει:
– Δεν είμαι ολόκληρος;
– Ολόκληρος είσαστε, του είπε η μοναχή.
Μετά από λίγες μέρες που ανοίχθηκε ο τάφος, το σώμα του
αγίου βρέθηκε αδιάφθορο και ακέραιο! Και μάλιστα ευωδίαζε!
Ο άγιος έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Το κεφάλι, τα πόδια και
τα χέρια του ήταν ευλύγιστα και πραγματικά το σώμα του έμοιαζε σαν το σώμα
κάποιου που κοιμάται!
Από το βιβλίο του Αγιορείτη Μοναχού Αβιμέλεχ του Κρητός,
“Βιογραφία Μητροπολίτου Πενταπόλεως, εν μακαρία τη λήξει Σεβασμιωτάτου
Νεκταρίου” που εκδόθηκε στο στο τυπογραφείο Αγαθοκλή Παπαδημητρίου, Βόλος, 1921
.
(Διασκευή, επιμέλεια Στέλιος Κούκος)