Ωδή θ’. Εν ή ψάλλονται τα επόμενα Μεγαλυνάρια. (Ήχος γ΄.)
Ακατάληπτον εστί, το τελούμενον εν σοί, και αγγέλοις και βροτοίς, Μητροπάρθενε αγνή. (Είναι αδύνατο να καταλάβουν και οι άγγελοι και οι άνθρωποι αυτό που συμβαίνει και τελείται μέσα Σου, Θεοτόκε, Μητροπάρθενε και αγνή.)
Αγκαλίζεται χερσίν, ο πρεσβύτης Συμεών, τον του νόμου Ποιητήν, και Δεσπότην του παντός. (Με τα χέρια του ο γέροντας Συμεών αγκαλιάζει Αυτόν, που έδωκε στους ανθρώπους τον νόμο, δηλαδή τον Δεσπότη και Κύριο του παντός.)
Βουληθείς ο Πλαστουργός, ίνα σὠση τον Αδάμ, μήτραν ώκησε την σήν, της Παρθένου και αγνής. (Επειδή ο Θεός και πλάστης του ανθρώπου θέλησε να σώσει τον Αδάμ, κατοίκησε μέσα στη δική Σου μήτρα, σε εσένα, την παρθένο και αγνή.)
Γένος άπαν των βροτών, μακαρίζει σε Αγνή, και δοξάζει σε πιστώς, ως Μητέρα του Θεού. (Όλο το γένος των ανθρώπων Σε καλοτυχίζει και Σε δοξάζει, Αγνή Θεοτόκε, με πίστη, γιατί είσαι η μητέρα του Θεού.)
Δεύτε, ίδετε Χριστόν, τον Δεσπότην του παντός, όν βαστάζει Συμεών, σήμερον εν τω ναώ. (Ελάτε να δείτε τον Χριστό, τον Δεσπότη του παντός, να Τον κρατά στα χέρια του ο Συμεών, σήμερα στον ναό.)
Επιβλέπεις προς την γην, και ποιείς τρέμειν αυτήν, και πώς γέρων κεκμηκώς, σε κατέχει εν χερσί; (Ένα Σου βλέμμα ρίχνεις πάνω στη γη και την κάνεις να τρέμει• και πώς τώρα ένας κατάκοπος γέροντας Σε κρατάει στα χέρια του?)
Ζήσας έτη Συμεών, έως είδε τον Χριστόν, και εβόα προς αυτόν• Νυν απόλυσιν ζητώ. (Ο Συμεών έζησε πολλά χρόνια μέχρις ότου είδε τον Χριστό, και με δυνατή φωνή του είπε: Τώρα ευχαριστημένος που Σε είδα Σου ζητώ να με απολύσεις από τούτη τη ζωή.)
Η λαβίς η μυστική, η τον άνθρακα Χριστόν, συλλαβούσα εν γαστρί, συ υπάρχεις Μαριάμ. (Συ Παρθένε Μαρία είσαι η μυστική λαβίδα, που μεσα Σου συνέλαβες τον Χριστό, που είναι ως Θεός, άνθρακας για τον αμαρτωλό άνθρωπο.)
Θέλων ενηνθρώπησας, ο προάναρχος Θεός, και ναώ προσφέρεσαι, τεσσαρακονθήμερος. (Με τη θέλησή Σου έγινες άνθρωπος Συ που είσαι Θεός προ πάντων των αιώνων• και με τη θέλησή Σου, τηρώντας τις διατάξεις του νόμου, προσφέρεσαι στον ναό σαν βρέφος σαράντα ημερών.)
Κατελθόντ’ εξ ουρανού, τον Δεσπότην του παντός, υπεδέξατο αυτόν, Συμεών ο ιερεύς. (Όταν κατέβηκε από τους ουρανούς ο Δεσπότης του κόσμου όλου, τον υποδέχθηκε στον ναό ο Συμεών ο ιερεύς.)
Λάμπρυνόν μου την ψυχήν, και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς, και κηρύξω σε Θεόν. (Δώσε λάμψη στην ψυχή μου και καθάρισε το φως των αισθήσεών μου, για να Σε ιδώ ξεκάθαρα και να Σε κηρύξω σαν Θεό.)
Ο Ειρμός
«Εν νόμω σκιά και γράμματι, τύπον κατίδωμεν οι πιστοί• πάν άρσεν το την μήτραν διανοίγον, άγιον Θεω• διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός Ανάρχου Υιόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, απειράνδρω μεγαλύνωμεν.»
(Στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, κρυμμένο μέσα σε σκιά και κάτω από τα γράμματα και τις εντολές του, οι πιστοί είδαμε τον τύπο του Χριστού. Διότι έλεγε πως κάθε πρωτότοκο αρσενικό παιδί, θα αφιερωνόταν σαν άγιο και ιερό στον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο οι πιστοί τώρα, που βλέπουμε τον Υιό και Λόγο του Θεού, του Ανάρχου Πατρός, ως πρωτότοκο παιδί της απειράνδρου Θεοτόκου, ας τον μεγαλύνουμε με τους ύμνους μας.)
Μητροπάρθενε αγνή, τί προσφέρεις τω ναώ, νέον βρέφος αποδούσ’ εν αγκάλαις Συμεών; (Θεοτόκε, μητέρα και παρθένε, τι προσφέρεις στον ναό, δίνοντας στα χέρια του Συμεών ένα νέο Βρέφος σαράντα ημερών?)
Εν νόμω σκιά και γράμματι…
Νυν απόλυσιν ζητώ, από σού του Πλαστουργού, ότι είδον σε Χριστέ, το σωτήριόν μου φως. (Τώρα πια ζητώ από Σένα που με έπλασες με τα χέρια Σου, να με απολύσεις από τούτη τη ζωή, γιατί είδα Εσένα, που είσαι το Φως που σώζει όλους τους ανθρώπους αλλά και εμένα.)
Τοις πριν νεογνών τρυγόνων ζεύγος, δυάς τε ην νεοσσών, ανθ’ ών ο θείος Πρέσβυς, και σώφρων Άννα προφήτις, τω εκ Παρθένου τεχθέντι, και οίω γόνω Πατρός, εν τω ναώ προσιόντι, λειτουργούντες εμεγάλυνον.
Όν οι άνω λειτουργοί, τρόμω λιτανεύουσι, κάτω νυν ο Συμεών, αγκαλίζεται χερσί. (Αυτόν που οι ουράνιοι λειτουργοί, δηλαδή οι άγγελοι, με τρόμο τον λατρεύουν και υπηρετούν, εδώ κάτω στη γη ο Συμεών αγκαλιάζει με τα χέρια του.)
Τοις πριν νεογνών τρυγόνων ζεύγος…
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Η τη φύσει μεν Μονάς, τοις προσώποις δε Τριάς, φύλαττε τους δούλους σου, τους πιστεύοντας εις σε. (Αγία Τρίας, που είσαι κατά την φύση Σου μονάδα αλλά κατά τα πρόσωπα, που σε αποτελούν Τριάδα, φύλαγε τους δούλους Σου, που πιστεύουν σε Σένα.)
Απέδωκάς μοι εβόα Συμεών, του Σωτηρίου σου Χριστέ αγαλλίασιν, απόλαβέ σου τον λάτριν, τον τη σκιά κεκμηκότα, νέον της χάριτος, ιεροκήρυκα μύστην, εν αινέσει μεγαλύνοντα.
Και νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων• αμήν.
Θεοτόκε η ελπίς, πάντων των Χριστιανών, σκέπε φρούρει φύλαττε, τους ελπίζοντας εις σέ. (Θεοτόκε, συ η ελπίδα όλων των Χριστιανών, σκέπασε, φρούρησε και φύλαγε όλους, όσοι ελπίζουν σε Σένα.)
Ιεροπρεπώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα, η σώφρων και Οσία, και πρέσβυρα τω Δεσπότη, εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν.