Κάποτε ἕνας Ἐπίσκοπος ἔπεσε
σέ μία μεγάλη ἁμαρτία . Τήν ἄλλη μέρα ἦταν γιορτή. Ἐπρόκειτο νά λειτουργήσῃ σέ
μία Ἐκκλησία πού πανηγύριζε καί θά συγκεντρωνόταν ὁλόκληρη ἡ πόλη…
Μόλις μπῆκε στήν ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος, ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα, φανέρωσε μπροστά στό πλῆθος τήν ἁμαρτία του, ἔβγαλε τό ὠμόφορό του, τό σύμβολο τῆς ἀρχιερωσύνης, τό ἔδωσε στόν Διάκονό του, καί εἶπε μέ πολλή συντριβή, δυνατά, γιά νά ἀκουστῇ ἀπ’ ὅλους:
– Ὕστερα ἀπό μιά
τέτοια ἁμαρτία, δέν μπορῶ νά εἶμαι Ἐπίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον ἄλλον νά σᾶς
ποιμαίνῃ, νά σᾶς λειτουργῇ, νά σᾶς ἐξομολογῇ.
Καί ἔκανε νά κατέβῃ ἀπό
τόν ἄμβωνα, γιά νά φύγῃ. Ὁ κόσμος ὅμως πού τόν ἀγαποῦσε, τόν ἐμπόδισε.
– Μεῖνε στή θέση σου
κι’ ἄς εἶναι ἐπάνω μας ἡ ἁμαρτία σου, τοῦ φώναξαν ὅλοι μέ μιά φωνή. Ἐμεῖς ἐσένα
θέλουμε γιά πατέρα καί Ἐπίσκοπό μας.
Συγκινημένος τότε ὁ Ἐπίσκοπος
ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε πάλι ἐπάνω στόν ἄμβωνα καί φώναξε:
– Ἄν θέλετε νά μείνω
στή θέση πού ἀνάξια κατέχω, θά κάνετε ὅ,τι σᾶς πῶ.
– Θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς
πεῖς, συμφώνησαν ὅλοι μαζί. Ἀρκεῖ μονάχα νά μείνῃς.
– Κλεῖστε ὅλες τίς
πόρτες καί ἀφῆστε τό παραπόρτι ἀνοικτό. Θά πάω καί θά πέσω μπρούμυτα μπροστά σ’
αὐτό τό παραπόρτι. Θά βγῆτε ὅλοι καί περνώντας θά πατᾶτε ἐπάνω μου, λέγοντας: «Ὁ
Θεός νά σέ συγχωρέσῃ». Τότε θά μείνω.
Οἱ Χριστιανοί, γιά νά
μή χάσουν τόν Ἐπίσκοπό τους, ὑπάκουσαν. Ἕνας-ἕνας πού ἔβγαινε πατοῦσε ἐπάνω
του.
Ὅταν πέρασε καί ὁ
τελευταῖος, ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν Οὐρανό νά λέῃ:
– Γιά τήν πολλή του
μετάνοια καί ταπείνωση, συγχωρέθηκε ἡ ἁμαρτία του.