Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 οἱ Τοῦρκοι κάλεσαν τίς γυναῖκες (καί) τοῦ Λιβισίου νά ἑτοιμαστοῦν νά φύγουν δῆθεν γιά λίγες μέρες. Τούς ἐπέτρεψαν νά πάρουν ἀπό ἕνα δεματάκι ἡ καθεμία μέ λίγα πράγματα, μόνο τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα. Τούς ἄνδρες ἀπό δώδεκα μέχρι ἑξήντα πέντε χρόνων τούς ὁδήγησαν στά βάθη τῆς Τουρκίας γιά ἐξόντωση.
«Δύο χρονῶν παιδάκι», ἀφηγεῖτο ὁ Γέροντας, «μέ σκέπασε μέ
τό φουστάνι της ἡ μητέρα μου καί μαζί μέ τή γιαγιά καί τίς θεῖες μου μπήκαμε
στό πλοῖο γιά τήν Ἑλλάδα, ἐνῶ ὁ πατέρας μου ἔμεινε αἰχμάλωτος στούς Τούρκους.
Ὅταν κατεβήκαμε στό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ, παρόλη τή νηπιακή μου ἡλικία, θυμᾶμαι
ὅτι ἀκούσαμε γιά πρώτη φορά στή ζωή μας κάποιον νά βλαστημάει τά Θεῖα. Τότε ἡ
γιαγιά μου εἶπε: “Ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ; Καλύτερα νά γυρίσουμε πίσω νά μᾶς σκοτώσουν
οἱ Τοῦρκοι παρά νά ἀκοῦμε τέτοια λόγια”. Στή Μικρασία δέν ξέραμε τέτοια
ἁμαρτία».
Ἦταν πολύ εὐσεβεῖς γυναῖκες ἡ γιαγιά Δέσποινα καί ἡ
Δωρούλα. Ἁγία τήν ὀνόμαζε τή μητέρα του ὁ Γέροντας ἀργότερα. Ἀπό τή μάνα καί τή
γιαγιά ἔμαθε νά σέβεται τούς Ἱερεῖς, νά προσεύχεται, νά κάνει μετάνοιες, νά
νηστεύει, νά κάνει ἐλεημοσύνες, ν’ ἀγαπάει τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Ἀπό τό Βιβλίο:«Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996». Isagiastriados