Ἂς κάνουμε λοιπὸν ἕνα ταξίδι· ταξίδι μὲ τὸ συντομότερο ἀπὸ
ὅλα τὰ μέσα, τὸν πύραυλο τῆς φαντασίας.
Ἂς διαβοῦμε τὸ Αἰγαῖο πέλαγος κι ἂς πλησιάσουμε τὶς ἀκτὲς
τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμη βαθύτερα, θὰ φθάσουμε στὸ ὑψηλὸ ὀροπέδιο τῆς Καππαδοκίας. Ἐκεῖ ἂς προσγειωθοῦμε. Βρισκόμαστε στὸ ἔτος 371.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Καισάρεια ἱεράρχης εἶνε ὁ Μέγας
Βασίλειος.
Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου εἶνε ὁ
Οὐάλης, μία βάρβαρος φυσιογνωμία.
Γενναῖος μὲν στὶς μάχες καὶ νικητής, ἀλλὰ στὸν θρησκευτικὸ
καὶ ἠθικὸ τομέα εἶχε παρεκκλίνει.
Διάδοχος αὐτὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐγκατέλειψε τὴν
ὀρθόδοξο πίστι κ᾿ ἔμπλεξε στὰ δίχτυα τῆς κατηραμένης αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ποὺ
παρακλάδια καὶ ῥιζίδια καὶ κλωνάρια της εἶνε οἱ σημερινοὶ χιλιασταί.
Ὅ,τι πίστευε ὁ Ἄρειος, πιστεύουν κι αὐτοὶ κι ἀκόμα
χειρότερα.
Τί ἔλεγε ὁ Ἄρειος; Ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε Θεός.
Ἐνῷ, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα καὶ τὰ
ποτάμια καὶ τὰ δάση καὶ ὁλόκληρος ἡ φύσις καὶ τὰ ἄστρα θὰ ὁμολογήσουν·
«Εἶς ἅγιος, εἶς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ
Πατρός. Ἀμήν» (θ. λειτουργία).
Ἠρνεῖτο λοιπὸν ὁ Οὐάλης τὸν Χριστό. Καὶ ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ
τὸ ἀντίχριστο δόγμα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Διέταξε δὲ καὶ ὑποχρέωσε ὅλους τοὺς ἐπισκόπους νὰ
ὑπογράψουν τὸ διάταγμα.
Ἐκτελεστὴς τῆς ἐντολῆς τοῦ βασιλέως ἔγινε ἕνα ἀχρεῖο
ὑποκείμενο, ἕνας ἔπαρχος, ποὺ λεγόταν Μόδεστος.
Ὁ Μόδεστος λοιπὸν ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ ἀπὸ πόλι σὲ πόλι.
Συναντοῦσε ἐπισκόπους πού, τρέμοντας σὰν λαγοί, ὑπέγραφαν
τὸ διάταγμα τοῦ Οὐάλεντος, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τοὺς θρόνους των.
Κάποτε ὅμως ἔφθασε καὶ στὴν Καισάρεια.
Κάλεσε τὸν Μέγα Βασίλειο, καὶ τότε μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν
διεξήχθη ἕνας διάλογος, ποὺ θὰ μείνῃ στὴν ἱστορία. Λέει ὁ Μόδεστος·
―Ἦρθα ἐδῶ στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ ὑπογράψῃς τὸ διάταγμα τοῦ
βασιλέως.
Ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος·
―Δὲν ὑπογράφω τέτοια διατάγματα. Μοῦ τὸ ἀπαγορεύει ὁ Βασιλεὺς
τῶν βασιλέων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο προσκυνῶ καὶ λατρεύω ἀπὸ
τὴ νεαρά μου ἡλικία. ―Καὶ δὲ᾿ φοβᾶσαι; ἐρωτᾷ ὁ Μόδεστος.
―Τί νὰ φοβηθῶ; Τί ἔχεις στὴ διάθεσί σου; Τί μπορεῖς νὰ μοῦ
κάνῃς;
Ἀπαντᾷ ὁ Μόδεστος·
―Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸ κράτος τοῦ
Οὐάλεντος.
―Καὶ ποιά εἶνε τὰ κακὰ αὐτά;
―Δήμευσι τῆς περιουσίας τὸ ἕνα. Ἐξορία τὸ δεύτερο. Θάνατος
τὸ τρίτο.
Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ λέει·
―Δήμευσι δὲ᾿ φοβᾶμαι· δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ῥάσο
καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὅπου κι ἂν μὲ στείλουν, πᾶσα γῆ πατρίς.
Θάνατο δὲ᾿ φοβᾶμαι· ὁ θάνατος γιὰ μένα θὰ εἶνε εὐεργέτης, γιατὶ θὰ μὲ ἀπαλλάξῃ
γρηγορώτερα ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος καὶ θὰ μὲ ὁδηγήσῃ στὴ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. Ἀπείλησέ με μὲ τίποτ᾿ ἄλλο, ἂν ἔχῃς. Μετὰ ἀπὸ τέτοια ἀπάντησι ὁ
Μόδεστος κατέρρευσε καὶ εἶπε·
―Δὲν ξανάκουσα τέτοια λόγια ἀπὸ ἐπίσκοπο.
―Φαίνεται δὲ᾿
συνάντησες ὣς τώρα ἐπίσκοπο, ἀπαντᾷ ὁ Μέγας Βασίλειος· κ᾿ ἔκλεισε ὁ διάλογος.
Ἔτσι ἔμεινε στὸ θρόνο ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλὰ διωκόμενος ἀπὸ τὸν Οὐάλεντα.