ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Ἡ ἀχαλίνωτη ἐλευθερία πού ἐπαγγέλεται ὁ κόσμος, ἐξασθενεῖ πνευματικά τόν ἄνθρωπο καί σωματικά τόν σπιλώνει. Ἀντίθετα ἡ μετάνοια, χωρίς ἐξαναγκασμό, ἔχει μεγάλη ἀξία· εἶναι πράξη ἁγία προσωπικῆς εὐθύνης· ἐλευθερώνει, ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Ἡ μετάνοια εἶναι συνεχές ἄθλημα, συνεχής ἅγιος τρόπος ζωῆς, αὐτογνωσίας· βαθιά ἀνάγκη τῆς μεταμεληθείσης ψυχῆς. Τότε πράγματι ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, χαρμολύπη, πόνο μέ καρδιά συντετριμμένη, προσευχή γιά συγχώρηση καί ἀποκατάσταση.
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, σεβαστή γερόντισσα, ζήτησε τήν
μεσιτεία τῆς Παναγίας καί ὑποσχέθηκε ἀποχή ὁριστικά καί ἀμετάκλητα, ὡς πρός τήν
ἁμαρτία. Ἡ θαυμαστή ζωή της, στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, φανερώνει τόν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς
καί τήν ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ἄφθαρτο καί αἰώνιο ὅν, ἤ στή
ζωή στόν Χριστό, ἤ στόν θάνατο· αἰώνια χωρίς τέλος.
Ὁ Ἅγιος Ζωσιμᾶς, γίνεται μάρτυρας, τοῦ λόγου τό ἀληθές·
καταγράφει ἀκριβῶς τό ἅγιον τέλος τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί
βεβαιώνεται ἔτσι ὅτι πραγματική ἀνάπαυσις εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Συνεπῶς ὅσοι ἔχουμε
σχέση μέ τόν Θεόν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θά μείνουμε ἐντός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
καί Πατρός, αἰώνια· ἀπολαμβάνοντας τούς καρπούς τῆς μετανοίας.
Ἀντίθετα, ἡ ἀμετανόητη ἁμαρτία ἔχει τόν δικό της θεό· ἔχει
τό βασίλειό της, τόν κόσμο της· τήν κόλαση. Ἐφ’ ὅσον ὁ παρόν κόσμος «ἐν τῷ
πονηρῷ κεῖται»[1], ὀνομάζεται
«πονηρός αἰών»[2] καί ἡ ἀποδοχή του
συνεπάγεται ἁμαρτία- θάνατο.
Ἐν τούτοις, ὅλα αὐτά, ἕως τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν
κόσμο μας· ἕως τήν ἐμφάνιση καί τήν θαυμαστή θεανθρώπινη οἰκονομία τῆς
σωτηρίας, ἡ ὁποία ἔγκειται στήν νίκη τοῦ Σωτῆρος ἐπί τοῦ διαβόλου καί ἐπί τῆς ὑπερδυνάμεώς
του, τόν θάνατο. Γνωρίζουμε ἄραγε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποιά εἶναι ἡ φύση τῆς
δικῆς μας, ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, ἐάν παραμένουμε ἀμετανόητοι; Μά ἡ ἴδια μέ αὐτήν
τοῦ διαβόλου, δηλαδή ἡ ἐναντίωση στόν Θεό. «… τόν ἄρχοντα… τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν
τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας»[3]. Δοξασμένος ὁ Θεός
πού ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ὀρθόδοξος, ἀναδεικνύει διά τῆς πίστεως καί ὑπακοῆς
στόν Ἰησοῦ, «τούς υἱούς τῆς ἀναστάσεως». Μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν
κόσμο, τά πάντα ἀλλάζουν: οἱ «υἱοί τῆς ἀπειθείας», γίνονται κατά τήν ἄμετρη
φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος «υἱοί τῆς Ἀναστάσεως». «Ὁ δέ Θεός πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει,
διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἡγάπησεν ἡμᾶς καί ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς
παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ - χάριτί ἐστε σεσωσμένοι καί συνήγειρεν
καί συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4].
Προφανῶς ὀφείλουμε παρ’ὅλο πού βρισκόμαστε στή γῆ καί ζοῦμε
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως, «ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ»[5] καί ὁ νοῦς μας νά
στρέφεται πρός « τά ἄνω[…] μή τά ἐπί τῆς γῆς»[6]. Αὐτό πού μᾶς
καθιστᾶ χριστιανούς ὀρθόδοξους εἶναι τό γεγονός ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ· τό ὅτι
ταυτιζόμαστε μέ Αὐτόν, μέ κοινή πίστη, κοινή ἐλπίδα, κοινό θάνατο, κοινή Ἀνάσταση,
κοινή αἰώνια ζωή[7].
Ἀκολουθοῦμε μέ θάμβος τόν Θεάνθρωπον· ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα,
χωρίς νά εἴμαστε δεμένοι μέ ἐμπάθεια σέ πρωτοκαθεδρίες, ἔστω καί στό παραμικρό,
γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τήν τέλεια γνώση τῆς «ἀνάβασης» στά Ἰεροσόλυμα
καί δι’ Αὐτῆς τήν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων δωρεῶν. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη κατά
θείαν οἰκονομίαν, γευθεῖ κάπως τήν γνώση αὐτή, δέν ἀφήσει ὅμως τό ταχύτερο αὐτά
μέ τά ὁποῖα εἶναι δεμένος μέ ἐμπάθεια, τότε καί ἡ γνώση πού νομίζει ὅτι ἔχει,
θά τοῦ ἀφαιρεθεῖ.
Ἔτσι λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε στούς δύο κορυφαίους μαθητές
καί στή μητέρα τους, ὅταν Τοῦ ζήτησαν τά ἐπίγεια, τό: «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε»[8]. Τό αἴτημά τους δέν
περιελάμβανε τήν πλήρη ἄρνηση τοῦ κόσμου τούτου καί τήν τελείαν ἀναχώρησιν ἀπό
αὐτόν καί ἐν ταὐτῷ, τήν συσταύρωση μέ τόν αἰώνιον Νυμφίον. Δηλαδή τήν ἀποξένωση
ἀπ’ ὅλα τά ὑλικά, τίς συνήθειες, τίς γνῶμες καί τά πρόσωπα τοῦ κόσμου καί μέ
τήν ἄρνηση τοῦ σώματος καί τοῦ θελήματος, νά προξενεῖται μεγάλη ψυχική ὠφέλεια
καί πόθος καί λαχτάρα γιά ὁμολογία καί μαρτύριο ὡς πρός τήν Ἀλήθεια, τήν
Δικαιοσύνη, τήν Ἀγάπη σ’ Ἐκεῖνον· πίνοντας μέ χαρά τό ποτήριον πού πίνει ὁ
Χριστός και μετοχή στό Βάπτισμα, στό ὁποῖο βαπτίζεται ὁ Ἰησοῦς.
Βλέπουμε σήμερα στό Εὐαγγέλιο, ἁγία γερόντισσα, «τό ὑπερβάλλον
μέγεθος τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς τούς πιστεύσαντας[9]»;
Ἐμᾶς πού εἴμασταν νεκροί καί τέκνα ὀργῆς μᾶς ζωοποίησε· ἀναμβισβήτητα ὁποιοσδήποτε
θέλει νά γίνει πρῶτος, ὀφείλει νά γίνει δοῦλος ὅλων, ἀσκῶντας μέ πᾶσαν
ταπεινοφροσύνην, τήν ἀγάπην ἐν Χριστῷ εἰς τήν διακονίαν πού ἐκλήθη ἕκαστος.
Διότι, σαφῶς, στόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, τόν Μεσσία, πού ἦλθε στόν κόσμο, ὄχι διά νά ὑπηρετηθεῖ, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά δώσει τήν ψυχή Του, ὑπέρ ὅλων ἡμῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως καί σωτηρίας· ἀφήνοντας αἰώνιον πρότυπον γιά ὅλους ἡμᾶς τήν διδασκαλία Του, τά παθήματά Του, τήν Ἀνάστασή Του, ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.