Ἑορτάζουμε, ἀδελφοί χριστιανοί, τό λαμπρό γεγονός τῆς
πίστης μας, τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
μας εἶναι και δική μας ἀνάπλαση καί ἐπαναφορά στήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου Ἀδάμ,
πού εἶχε στόν παράδεισο, προτοῦ νά ἁμαρτήσει. Κανείς δέν εἶδε τόν Ἀδάμ τότε
ὅταν τόν δημιουργοῦσε ὁ Θεός, ἀλλά ὅταν ἔλαβε τήν πνοή τῆς ζωῆς μέ τό θεῖο φύσημα, πρώτη ἀπ᾽ ὅλους τόν εἶδε μία γυναίκα.
Ἡ Εὔα! Ἔτσι θά ποῦμε σήμερα, τήν Κυριακή των Μυροφόρων, ὅτι ἡ πρώτη πού εἶδε τόν ἀναστάντα Κύριο, τόν δεύτερο Ἀδάμ, ἦταν μία γυναῖκα, ἡ Μητέρα Του Παναγία, ἡ Θεοτόκος. Αὐτό βέβαια δέν φαίνεται καθαρά στά Εὐαγγέλια, λέγεται ὅμως «συνεσκιασμένως», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· καί μέ τήν ἑρμηνεία πού κάνει τό πράγμα γίνεται φανερό. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, «πρώτη ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό δέχθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπ᾽ ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τήν θεία Του ὁμιλία.
Καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς Της καί Τόν
ἄκουσε, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια Του, ἔστω καί ἄν οἱ
Εὐαγγελιστές δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά φέρουν ὡς μάρτυρα τήν Μητέρα, γιά νά μή δώσουν ἀφορμή στους
ἀπίστους».
Κυριακή τῶν Μυροφόρων σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί!
«Μυροφόρες» εἶναι οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν
Μητέρα Του, ἔμειναν μαζί Της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηρίου Πάθους, καί φρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μύρα τό Σῶμα τοῦ
Κυρίου. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος κατέβασαν ἀπό τόν Σταυρό τό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως μᾶς εἶπε σήμερα τό Εὐαγγέλιο, καί τυλιγμένο μέ καθαρή σινδόνα καί
ἐκλεκτά ἀρώματα τό τοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, παρευρίσκονταν ἐκεῖ καί
παρατηροῦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, πού καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου.
Αὐτή, «ἡ ἄλλη Μαρία», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἀποδεικνύοντάς το μάλιστα, εἶναι ἡ Θεομήτωρ, ἡ Παναγία. Δέν παρευρίσκονταν δέ
μόνο αὐτές παρατηρώντας ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες,
ὅμως μᾶς τό λέει ὁ Εἀυγγελιστής Λουκᾶς (βλ. 23,35) καί μάλιστα καί κάποιες γυναῖκες ἀπό τήν Γαλιλαία. Ἦταν πολλές, λοιπόν, oἱ
Μυροφόρες, και ἦρθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δυό καί τρεῖς φορές.
Ἔρχονταν σέ συντροφιές, ἀλλά ὄχι οἱ ἴδιες· στόν ὄρθρο ἦρθαν ὅλες, ἀλλά ὄχι τόν
ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἦρθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε
περισσότερο. Κάθε Εὐαγγελιστής λέγει γιά τόν ἐρχομό μερικῶν μόνο Μυροφόρων και παραλείπει τίς ἄλλες. Γι᾽ αὐτό φαίνεται ἡ
κάποια ἀσάφεια στούς Εὐαγγελιστές. Λέγει ὅμως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι,
ὅπως τό ὑπολογίζει καί συνάγει ἀπό ὅλους τούς Εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ᾽ ὅλες ἦρθε στόν τάφο
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί Της τήν Μαγδαληνή Μαρία. Καί τό
συμπεραίνει πάλι ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου (βλ. 28,1-10), «ἦλθε ἡ Μαγδαληνή
Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία», γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο.
Καί λέγει πάλι ὅτι, «ὁπωσδήποτε» («πάντως») Αὐτή “ἡ ἄλλη
Μαρία” ἦταν ἡ Θεομήτωρ. Ἡ Θεοτόκος. Ὅπως γνωρίζουμε ἔγινε μέγας σεισμός καί
ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό και κύλισε τόν μέγα λίθο ἀπό
τήν θύρα τοῦ μνημείου καί καθόταν πάνω σ᾽ αὐτόν μέ μορφή ἀστραφτερή.
Ὅλες οἱ ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες ἦρθαν μετά τον σεισμό καί
βρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη. Ἡ Θεοτόκος ὅμως Παναγία ἔφθασε στον τάφο τήν στιγμή πού γινόταν ὁ
σεισμός καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος. Ἀπό τόν σεισμό τρόμαξαν οἱ φύλακες τοῦ τάφου καί
ἔφυγαν, ἐνῶ ἡ Παναγία καθόταν ἐκεῖ καί ἐντρυφοῦσε στήν θέα («ἡ δέ Θεομήτωρ
ἀδεέστερον ἐνετρύφα τῇ θέᾳ»)! «Ἐγώ πάντως νομίζω – λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς – ὅτι
για τήν Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος. Καί ὅτι γι᾽ αὐτήν ἄστραπτε
ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, Αὐτή, μέ τό πλούσιο φῶς
τοῦ ἀγγέλου, εἶδε ὄχι μόνο τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι
τακτοποιημένα καί νά μαρτυροῦν τήν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος».
Αὐτός ὁ ἄγγελος, λέγει μέ βεβαιότητα ὁ ἅγιος Γρηγόριος,
ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Γιατί ἐπειδή αὐτός κατά τόν Εὐαγγελισμό εἶχε πεῖ
στήν Παρθένο Μαριάμ, «μή φοβᾶσαι, Μαρία, γιατί βρῆκες Χάρη ἀπό τόν Θεό» (Λουκ. 1,30), ἔπρεπε καί πάλι
τώρα αὐτός νά ἔλθει καί νά Τῆς ἀναγγείλει τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάσταση τοῦ
σαρκωθέντος ἀφράστως ἀπ᾽ Αὐτήν Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο οἱ
Μυροφόρες ἔφυγαν «μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης», σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής
(Ματθ. 28,8). Κατά τήν ἑρμηνεία πάλι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ μέν φόβος ἁρμόζει γιά τήν Μαγδαληνή Μαρία καί γενικά γιά τίς ἄλλες
Μυροφόρες, πού εἶχαν ἔρθει ἕως τότε μαζί, ἐνῶ ἡ Παναγία εἶχε τήν μεγάλη χαρά, γιατί
κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό Φῶς, ὡς τελείως
καθαρή καί θείως χαριτωμένη, πού ἦταν.
Μετά τόν εὐαγγελισμό αὐτό γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ
μέν Μαρία ἡ Μαγδαληνή σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε
ἐκεῖνος μίλησε γι᾽ αὐτήν. Διαπίστωσε μόνο τον κενό τάφο καί ἔτρεξε πρός τόν
Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ἡ Θεομήτωρ
ὅμως Παναγία, μαζί καί μέ ἄλλες Μυροφόρες, ἔφευγε ἀπό τόν τάφο. Καί ἰδού, ὅπως
λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «τίς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς λέγοντας, “χαίρετε”»!
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι πρίν ἀπό τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή ἡ
Θεοτόκος Παναγία μας εἶδε τόν Υἱό Της τόν Ἰησοῦ καί ὅταν σταυρώθηκε καί ὅταν
ἐτάφη καί μάλιστα θά δοῦμε τώρα ὅτι Τόν εἶδε πρώτη καί ὅταν ἀναστήθηκε. Ναί! Ἡ Παναγία ἦταν πού συνάντησε πρώτη
ἀπό τίς ἄλλες τόν ἀναστάντα Κύριο καί τόν ἀναγνώρισε καί τοῦ ἔπιασε τά πόδια
Του καί ἔγινε Ἀπόστολός Του πρός τούς Ἀποστόλους καί ὄχι ἡ Μαγδαληνή Μαρία.
Αὐτή δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τίς ἄλλες Μυροφόρες ὅταν τίς
συνάντησε ὁ Ἰησοῦς ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο καί Τόν προσκύνησαν.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία, ὅπως μᾶς τό λέει ὁ Εὐαγγελιστής
Ἰωάννης, ἔτρεξε πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο
ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καί εἶπε σ᾽ αὐτούς, «ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν
γνωρίζουμε ποῦ τόν ἔβαλαν». Δέν γνωρίζει, δηλαδή, τίποτε ἀκόμη γιά τήν
ἀνάσταση, ἐνῶ ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος, καί οἱ ἄλλες Μυροφόρες, πού
ἦταν μαζί Της, εἶχαν δεῖ καί εἶχαν προσκυνήσει τόν ἀναστάντα Κύριο.
Ἡ Μαγδαληνή Μαρία ἀργότερα, ἀφοῦ πῆγε στόν Πέτρο καί τόν
Ἰωάννη, ἔπειτα ἦρθε πάλι μόνη στόν τάφο καί τότε ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν ἀναστάντα
Κύριο καί ἐστάλη καί αὐτή ὡς ἀπόστολος πρός τούς Ἀποστόλους, καί λέγει σ᾽ αὐτούς, «ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾽ αὐτήν αὐτά» (Ἰωάν. 20,18).
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω πατερική ἑρμηνεία εἶναι συντεθημένος καί ὁ ὕμνος, πού ψάλλουμε τήν περίοδο αὐτή: «Ὁ ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ, Ἁγνή Παρθένε, Χαῖρε καί πάλιν ἐρῶ Χαῖρε, ὁ Σός Υἱός ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου».
του μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία