Τη αυτή ημέρα, Τρίτη της Διακαινησίμου, εορτάζομεν την προς την εν Άθω περιφανή των Ιβήρων Μονή δια θαλάσσης παράδοξον έλευσιν της θαυματουργού και Αγίας Εικόνος της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, της Κυρίας ημών ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ, γενομένην κατ’ αυτήν την ημέραν, εν έτει 1004.
Ξένως ημίν ήκες εν τη ση Εικόνι
Και της Ποίμνης σου πυλωρός ώφθης,
Κόρη.
Θεοτόκου Πορταϊτίσσης τέρατ’ αείδω λιγυρώς.
ΚΑΤΑ τον θ΄ μετά Χριστόν αιώνα, επί της βασιλείας Θεοφίλου
του Εικονομάχου (829-842), εξηγριώθη ο κατά των αγίων Εικόνων δεινός διωγμός,
και οι μεν Ορθόδοξοι προσκυνηταί αυτών παρεδίδοντο εις τιμωρίας και βάσανα, αι
δε άγιαι Εικόνες απερρίπτοντο εκ των ιερών Ναών και κατεκαίοντο. Καθ’ όλας δε
τας πόλεις και τα χωρία ήσαν ήσαν απεσταλμένοι μυστικώς κατάσκοποι, εις
ανεύρεσιν κεκρυμμένων Εικόνων μετά αυστηράς διαταγής, ίνα εξολοθρεύωσιν αυτάς.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη εις τα μέρη της Νικαίας
πλουσία τις, ευσεβής και ενάρετος χήρα γυνή, έχουσα και υιόν νέον μονογενή.
Είχε δε αυτή την θαυματουργόν ταύτην Εικόνα, προς την οποίαν είχε ιδιαιτέραν
πίστιν και ευλάβειαν. Οικοδομήσασα δε Εκκλησίαν μικράν πλησίον του οίκου αυτής,
έθεσεν εν αυτή και την αγίαν ταύτην Εικόνα και συνεχώς ανέπεμπεν έμπροσθεν
αυτής θερμάς δεήσεις. Οι δε βασιλικοί κατάσκοποι, ελθόντες εις την οικοίαν
αυτής, και ιδόντες εκ της θυρίδος εντός του Ναού του παρ’ αυτής οικοδομηθέντος
τον θείον τούτον θυσαυρόν, είπον προς την χήραν γυναίκα απειλητικώς: «ή δώσε
εις ημάς χρήματα ή θα εκτελέσωμεν αμέσως το του βασιλέως διάταγμα και θα σε
τιμωρήσωμεν μέχρι θανάτου».
Όθεν η μεν χήρα υπεσχέθη να δώση εις αυτούς κατά την
επομένην τα ζητούμενα χρήματα, οι δε φιλάργυροι εκείνοι συγκατετέθησαν να
περιμένωσι.
Μετά δε την αναχώρησιν των στρατιωτών απήλθεν η χήρα μετά
του υιού αυτής εις την Εκκλησίαν την νύκτα, και επί πολλά ώρας προσηύχετο
ενώπιον της αγίας Εικόνος, κλίνουσα το γόνυ, και χείρας και όμματα αίρουσα προς
τον ουρανόν και καταβρέχουσα δια των δακρύων αυτής την γην. Είτα μετ’
ευλαβείας και τρόμου πολλού μετέφερε την αγίαν Εικόνα εις τον αιγιαλόν,
και εκεί πάλιν προσευχομένη μετά κατανύξεως έλεγε προς την ουράνιον Άνασσαν:
«Δέσποινα του κόσμου, Συ ως του Θεού Μήτηρ, έχεις την εξουσίαν επί πάσης της
Κτίσεως. Σύ δύνασαι να λυτρώσεις και ημάς εκ της του βασιλέως οργής, και την
αγίαν Εικόνα σου εκ του εν τη θαλάσση καταποντισμού!»
Ευθύς δε ως είπε τους λόγους τούτους, έβαλε την αγίαν
Εικόνα εις την θάλασσα, και ιδού βλέπει έργον θαυμάσιον: Η αγία Εικών δεν έπεσε
πλαγίως, αλλ’ εστάθη ορθία εις τα ύδατα, και ούτως εφέρετο επί των
κυμάτων κατευθυνόμενη προς δυσμάς.
Όθεν παρηγορηθείσα η χήρα εκ του θεάματος τούτου
ηυχαρίστησε μεγάλως τον Κύριον και την Πανάχραντον Μητέρα Αυτού, και στραφείσα
είπε προς τον υιόν αυτής: «Ήδη, τέκνον μου, θέλει εκπληρωθή η επιθυμία και
ελπίς ημών, δεν θα είναι ματαία η ευσέβεια ημών και η προς την Υπεραγίαν
Θεοτόκον ευλάβεια ημών. Ήδη εγώ είμαι ετοίμη δια την προς αυτήν αγάπην να
αποθάνω από τας χείρας των τυράννων. Αλλά δεν επιθυμώ και τον ιδικόν σου
θάνατον. Εγώ δεν δύναμαι να αναχωρήσω εντεύθεν, σε όμως παρακαλώ και δέομαι να
αναχωρήσεις εις τα μέρη της Ελλάδος». Ούτος υπακούσας ο υιός εις τας συμβουλάς
της μητρός αυτού, αποχαιρέτησεν αυτήν και ταχέως ανεχώρησεν εις Θεσσαλονίκην
και μετά ταύτα μετέβη εκείθεν εις το Όρος του Άθω, όπου μετά ταύτα ανηγέρθη η
σεβάσμια Μονή των Ιβήρων και γενόμενος Μοναχός, και ζήσας θεαρέστως και ευσεβώς
εν ειρήνη απήλθε προς Κύριον. Αύτη δε η μετοίκησις αυτού αναμφιβόλως οικονομήθη
κατά θείαν νεύσιν, καθ’ ότι εξ αυτού έμαθον οι Ερημίται του Άθω περί της
Εικόνος της βληθείσης εις την θάλασσαν υπό της μητρός αυτού.
Το δε που, και το πόσον καιρόν εκρύπτετο η θαυματουργός
αυτή Εικών της Θεοτόκου, γνωρίζει μόνο ο Παντεπόπτης, ο ποιών θαυμαστά τε και
ένδοξα! Μετά δε τον θάνατον του εκ της Νικαίας ελθόντος, ως είπομεν, και εις το
Άγιον Όρος κατοικήσαντος, εν μια εσπέρα βλέπουσιν οι Μοναχοί της των Ιβήρων
Μονής επί της θαλάσσης πύρινον στύλον φθάνοντα έως του Ουρανού. Όθεν
κατασχεθέντες υπό αμηχανίας και φρίκης έμειναν ακίνητοι και μόνον έκραζον
το «Κύριε ελέησον!» Το όραμα τούτο εξηκολούθησεν αλλεπαλήλως ημέρας και νύκτας
τινάς. Όθεν συνήχθησαν και οι των πέριξ Μονών Μοναχοί εις τον αιγιαλόν και τότε
είδον ότι ο πύρινος εκείνος στύλος ίστατο άνωθεν Εικόνος της Θεοτόκου,
ευρισκομένης ορθίας επί της θαλάσσης. Επεχείρησαν τότε να πλησιάσουν προς
αυτήν, αλλ’ όσον ούτοι επλησίαζον, τοσούτο η Εικών απεμακρύνετο. Τότε οι της
των Ιβήρων Μονής Μοναχοί, κατά πρόσκλησιν του Προεστώτος αυτών, συνήχθησαν εις
την Εκκλησίαν και μετά δακρύων παρεκάλουν τον Κύριον, ίνα χαρίση εις την Μονήν
τον ατίμητον τούτον θησαυρόν, την αγίαν ταύτην Εικόνα της Παναχράντου Αυτού
Μητρός. Ο δε Κύριος επήκουσε της εγκαρδίου αυτών δεήσεως και ικεσίας.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο εις την Μονήν Ιβήρων Μοναχός τις Γαβριήλ ονομαζόμενος , Ίβηρ το γένος, διακεκριμένος και δια το αυστηρόν του βίου, και το ακαίρεον και άπλαστον των ηθών. Ούτος κατά μεν το θέρος, αναχωρών εις τα κορυφάς των ορέων, ησύχαζεν εις τόπους τραχείς και αβάτους, κατά δε τον χειμώνα κατήρχετο εις τα παράλια μέρη ή και εντός της Μονής. Ήτο δε πάντοτε ενδεδυμένος τρίχινον ιμάτιον, ετρέφετο μόνον με χόρτα, έπινεν απλούν ύδωρ, και με έναν λόγον έζη ως επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος.
Προς τούτον τον ευλαβή Γέροντα φανερωθείσα κατ’ όναρ η
Υπεραγία Θεοτόκος, ακτινοβολούσα από Ουράνιο Φως, είπε προς αυτόν: “Ειπέ εις
τον Προεστώτα και εις τους αδελφούς, ότι βούλομαι να δώσω εις αυτούς την Εικόνα
μου, όπως σκέπη και βοηθή αυτούς. Είσελθε κατόπιν εις την θάλασσα, και περιπάτησον
επι τον κυμάτων, και τότε θέλουν γνωρίσει πάντες την εμήν θέλησιν και ευδοκίαν
προς το Μοναστήριον σας”.
Ταύτα ο Γέρων ανέφερε προς τον Προεστώτα. Κατά δε την
επομένην, εντολή του Προεστώτος, άπαντες οι της των Ιβήρων Μονής Μοναχοί, μετά
δεήσεων, παρακλήσεων, θυμιαμάτων και λαμπάδων εξήλθον εις τον αιγιαλόν. Τότε ο
μεν Γαβριήλ εισελθών εις την θάλασσαν θαυμασίως εβάδισεν επί των υδάτων, ως επί
της ξηράς, και κατηξιώθη να λάβη εις τας αγκάλας του την πάνσεπτον Εικόνα, οι
δε Μοναχοί μετ’ εβλαβείας μεγάλης και χαράς προϋπήντησαν αυτήν εις τον αιγιαλόν
και επί τρία ημερονύκτια ετέλουν ευχαριστηρίους παρακλήσεις ενώπιον της αγίας
Εικόνος. Έπηξαν δε εις τον τόπον μικράν Εκκλησίαν και ελειτούργησαν, κατόπιν δε
έφεραν αυτήν εις τον Καθολικόν Ναόν και έθηκαν εντός του Ιερού Βήματος.
Την επομένη ημέραν ελθών ο κανδηλάπτης προ του όρθρου, ίνα
ανάψη κατά την συνήθειαν τας κανδήλας, δεν εύρεν εν τω Ναώ την νεοφανή Εικόνα,
και μετά πολλών ωρών έρευναν εύρον αυτήν οι αδελφοί επί του τείχους
άνωθεν της πύλης της Μονής. Όθεν έφεραν και πάλιν αυτήν εις τον ίδιον τόπον,
αλλά και πάλιν κατά την επομένην πρωϊαν εύρον αυτήν άνωθεν της Πύλης της Μονής.
Οι δε αδελφοί και πάλιν την έφεραν εν τω Ναώ και τοιουτοτρόπως ηκολούθησε
πολλάκις η μεταφορά. Τέλος εφανερώθη πάλιν η Θεοτόκος κατ’ όναρ εις τον ρηθέντα
Γαβριήλ και είπε προς αυτόν:
“Ειπέ εις τους αδελφούς, ίνα μη με ενοχλώσι του λοιπού,
διότι εγώ δεν επιθυμώ φυλάττωμαι από σας, αλλά ίνα εγώ φυλάττω υμάς, όχι
μόνον εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και εις την μέλλουσαν. Να ελπίζωσι δε εις την
ευσπλαχνίαν του Υιού μου και Δεσπότου άπαντες οι εν τω Όρει τούτω εναρέτως και
μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού ζώντες Μοναχοί, καθότι τούτο το χάρισμα εγώ
εζήτησα και έλαβον παρ’ Αυτού, και ιδού δίδω εις υμάς σημείον, έως ότου
βλέπετε την εμήν Εκόνα εν τη Μονή, η χάρις και το έλεος του Υιού μου να μην
εκλείψωσιν εξ υμών”
Ακούσαντες ταύτα οι αδελφοί παρά του Γαβριήλ επλήσθησαν
χαράς ανεκλαλήτου, έκτισαν δε Παρεκκλήσιον πλησίον των Πυλών της Μονής, και
έθεσαν εν αυτώ την θαυματουργόν Εικόνα επί του εικονοστασίου, εις την οποίαν
συνήθως τίθενται αι λεγόμεναι Δεσποτικαί Εικόνες. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι
σήμερον διαμένει εις τον τόπον αυτόν τον παρ’ Αυτής της ιδίας Θεοτόκου
εκλεγέντα. Τούτου ένεκα λέγεται η Εικών Πορταϊτισσα, και ως εκ της επωνυμίας
της Μονής λέγεται και Ιβηριτική.
Έκτισαν δε την θύραν εις άλλο μέρος, καθώς και έως την σήμερον φαίνεται, εις αψευδή μαρτυρίαν του θαύματος. Έκτοτε λοιπόν εις την Μονήν ταύτην γίνονται άπειρα θαύματα. Δαιμονιζόμενοι θεραπεύονται, χωλοί περιπατούσι, τυφλοί αναβλέπουσι και πάσα νόσος φεύγει από τον πάσχοντα….”
ΘΗΒΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ