“Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἤδη ἡ ἡμέρα…”

☦ "Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ·"

Σάββατο 15 Απριλίου 2023

☦ «Δώσ’ μου τούτον τον ξένο»

Λόγος στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού,

και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κατάβαση του Κυρίου στον άδη που έγινε με τρόπο θαυμαστό μετά το σωτήριο πάθος Του.

Α΄. Τι ’ναι τούτο; Σιωπή βαθειά σήμερα στη γη. Σιωπή βαθειά και ησυχία βαθειά. Σιωπή βαθειά, γιατί ο Βασιλιάς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε κι εκείνους που αιώνες κοιμόνταν ανέστησε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο άδης τρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε κι αυτούς που βρίσκονταν στον άδη ξύπνησε.

Λόγος στη Θεόσωμη Ταφή

Β΄. Πού είναι τώρα πια, παράνομοι, οι πριν από λίγο ταραχές και οι φωνές και οι θόρυβοι ενάντια στο Χριστό; Πού είναι οι στρατιώτες και τ’ αποσπάσματα και οι φάλαγγες και τα όπλα και τα δόρατα; Πού είναι οι βασιλείς κι οι ιερείς κι οι δικαστές οι καταδικασμένοι; Πού είναι οι δαυλοί και τα μαχαίρια και τ’ ανάκατα ξεφωνητά; Πού είναι οι όχλοι και η λύσσα και η άξεστη φρουρά; Στ’ αλήθεια, ναι, (χάθηκαν). Γιατί, ναι, στ’ αλήθεια οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα[1] και μάταια· ανόητα, οπωσδήποτε όμως και μάταια. Έπεσαν με ορμή πάνω στ’ αγκωνάρι, το Χριστό,[2] μα οι ίδιοι συντρίφτηκαν. Ρίχτηκαν με μανία πάνω στη στέρεη πέτρα, μα τα κύματά τους διαλύθηκαν σ’ αφρούς. Χτύπησαν πάνω στ’ ανίκητο αμόνι, κι ο ίδιοι κατατσακίστηκαν. Ύψωσαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) την πέτρα της ζωής, κι αυτή κύλησε και τους θανάτωσε. Έδεσαν τον πανίσχυρο Σαμψών, τον Ήλιο Θεό, Αυτός όμως λύνοντας τα πανάρχαια δεσμά, τους εχθρούς και τους παράνομους εξόντωσε.[3] Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος Χριστός, κάτω απ’ τη γη και τύλιξε τους Ιουδαίους με πηχτό σκοτάδι.

Γ΄. Σήμερα σώζονται αυτοί που ζουν πάνω στη γη κι εκείνοι που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, και ο ορατός και ο αόρατος. Διπλή είναι σήμερα η παρουσία του Κυρίου, διπλή η σωτηρία, διπλή η φιλανθρωπία, διπλή η κατάβαση μαζί και συγκατάβαση, διπλή η επίσκεψη στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη κι από τη γη στα κάτω απ’ τη γη κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του άδη ανοίγονται. Όσοι κοιμάστε απ’ τους πανάρχαιους αιώνες, χαρείτε! Όσοι βρίσκεστε στο σκοτάδι, στον τόπο που τον σκιάζει ο θάνατος, υποδεχτείτε το δυνατό Φως![4] Ανάμεσα στους δούλους έρχεται ο Κύριος. Ανάμεσα στους νεκρούς ο Θεός. Ανάμεσα στους θνητούς η ζωή. Ανάμεσα στους ενόχους ο αθώος. Ανάμεσα στους βυθισμένους στο σκοτάδι το ανέσπερο Φως. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στα καταχθόνια, Εκείνος που βρίσκεται πάνω απ’ τους ουρανούς. Ο Χριστός ήρθε στη γη, το πιστέψαμε. Ο Χριστός κατέβηκε στους νεκρούς. Ας κατεβούμε μαζί Του. Ας δούμε και τα μυστήρια που έγιναν εκεί. Ας γνωρίσουμε του κρυμμένου Θεού τα κρυμμένα κάτω απ’ τη γη θαυμαστά έργα. Ας μάθουμε, πώς φανερώθηκε το κήρυγμα και στους κατοίκους του άδη.

Δ΄. Τι έγινε λοιπόν; Με την εμφάνισή Του στον άδη ο Θεός τους έσωσε όλους χωρίς εξαίρεση; Όχι, βέβαια, αλλά κι εκεί όσους πίστεψαν. Χθες φανερώθηκε η σωτηρία, σήμερα η εξουσία· χθες η αδυναμία, σήμερα η κυριαρχία· χθες η ανθρώπινη φύση, σήμερα η θεϊκή. Χθες Τον χτυπούσαν, σήμερα χτυπάει την κατοικία του άδη με την αστραπή της θεότητος· χθες Τον έδεναν, σήμερα σφιχτοδένει τον τύραννο (διάβολο) με άλυτα δεσμά· χθες Τον καταδίκαζαν, σήμερα χαρίζει ελευθερία στους καταδίκους· χθες ο υπηρέτες του Πιλάτου Τον περιγελούσαν, σήμερα οι πορτάρηδες του άδη Τον είδαν κι έφριξαν.

Ε΄. Άκουσε όμως το πάθος του Χριστού, που ξεπερνάει τη δύναμη του λόγου. Άκουσε και ύμνησε. Άκουσε και δόξασε. Άκουσε και κήρυξε του Θεού τα μεγάλα θαύματα – πώς ο (μωσαϊκός) νόμος υποχωρεί, πώς η χάρη ανθίζει, πώς οι τύποι ξεπερνιούνται, πώς η αλήθεια διαλαλείται, πώς οι σκιές διαβαίνουν, πώς ο Ήλιος γεμίζει την οικουμένη, πώς η Παλαιά Διαθήκη γερνάει, πώς η Καινή επισφραγίζεται, πώς τα παλιά πέρασαν και τα καινούργια ξεπρόβαλαν.[5]

ΣΤ΄. Δύο λαοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα τον καιρό του πάθους του Χριστού, ο ιουδαϊκός και ο ειδωλολατρικός, δύο βασιλείς, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης, και δύο αρχιερείς, ο Άννας και ο Καϊάφας, για να γιορταστούν μαζί τα δύο Πάσχα, το εβραϊκό, που έπαυε, και το χριστιανικό, που άρχιζε. Δύο θυσίες γίνονταν το ίδιο δειλινό, αφού και δύο σωτηρίες συντελούνταν, των ζωντανών δηλαδή και των νεκρών. Από τη μια οι Ιουδαίοι έδεναν τον θείο Αμνό για να Τον σφάξουν,[6] κι από την άλλη οι ειδωλολάτρες γνώριζαν το Θεό σαρκωμένο. Οι πρώτοι είχαν γυρισμένα τα μάτια τους στη σκιά, ενώ οι δεύτεροι πρόστρεχαν στον Ήλιο Θεό. Οι πρώτοι, δένοντας το Χριστό, Τον έδιωχναν, ενώ οι δεύτεροι Τον υποδέχονταν πρόθυμα. Οι πρώτοι πρόσφεραν θυσία ζώου, ενώ οι δεύτεροι πρόσφεραν θυσία το σώμα του σαρκωμένου Θεού. Και (γιορτάζοντας το Πάσχα) οι Ιουδαίοι ξαναθυμόντουσαν τη διάβασή τους από την Αίγυπτο, ενώ οι ειδωλολάτρες προμηνούσαν τη λύτρωση απ’ την πλάνη.

Ζ΄. Κι αυτά πού γίνονταν; Στη Σιών, την πόλη του μεγάλου Βασιλιά.[7] Εκεί πραγματοποίησε τη σωτηρία μας, καταμεσίς της γης,[8] ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, που φανερώθηκε ανάμεσα σε δυο ζώα, (το βόδι και το γαϊδούρι),[9] ανάμεσα στον Πατέρα και το Πνεύμα, τις δυο ζωντανές Υπάρξεις. Αυτός είναι που γίνεται γνωστός σαν ζωή, απ’ τη ζωή γεννημένος και της ζωής χορηγός. Αυτός είναι που γεννιέται στη φάτνη ανάμεσα σ’ αγγέλους και ανθρώπους. Αυτός είναι που βρίσκεται ανάμεσα στους δυο λαούς (και τους ενώνει) σαν αγκωνάρι.[10] Αυτός είναι που προφητεύεται μέσ’ από το νόμο και τους προφήτες. Αυτός είναι που εμφανίζεται ανάμεσα στο Μωυσή και τον Ηλία πάνω στο όρος (Θαβώρ).[11] Αυτός είναι που, ανάμεσα στους δυο ληστές, αναγνωρίζεται σαν Θεός απ’ τον ευγνώμονα ληστή.[12] Αυτός είναι που, ανάμεσα στην τωρινή και τη μελλοντική ζωή, κάθεται σαν Κριτής αιώνιος. Αυτός είναι που παρουσιάζεται σήμερα ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, χαρίζοντας διπλή ζωή και σωτηρία· διπλή, ξαναλέω, ζωή, διπλή γέννηση μαζί και αναγέννηση. Άκου, λοιπόν, της διπλής γεννήσεως του Χριστού τα γεγονότα και χειροκρότησε τα θαύματα.

Η΄. Άγγελος έφερε στη Μαρία την ευχάριστη είδηση της γεννήσεως του Χριστού από τη μήτρα της·[13] άγγελος έφερε και στη Μαγδαληνή Μαρία το χαρμόσυνο άγγελμα της φρικτής αναγεννήσεώς Του από τον τάφο.[14] Νύχτα ο Χριστός στη Βηθλεέμ γεννιέται·[15] νύχτα πάλι στη Σιών απ’ τους νεκρούς ξαναγεννιέται. Πέτρινη σπηλιά είναι ο τόπος, όπου ο Χριστός γεννιέται· πέτρινη πάλι σπηλιά είναι ο τόπος, όπου ο Χριστός ξαναγεννιέται.[16] Σπάργανα στη γέννηση καταδέχεται·[17] με σπάργανα κι εδώ τυλίγεται.[18] Σμύρνα δέχεται, όταν γεννιέται·[19] σμύρνα και αλόη καταδέχεται και όταν ενταφιάζεται.[20] Εκεί ο Ιωσήφ άντρας της Μαρίας ονομάζεται, αν και δεν ήταν άντρας της·[21] εδώ ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία κηδευτής της ζωής μας αναδείχνεται.[22] Στη Βηθλεέμ και σε φάτνη γεννιέται·[23] αλλά και στον τάφο σαν σε φάτνη ξαναγεννιέται. Πρώτοι απ’ όλους ποιμένες αναγγέλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως του Χριστού·[24] αλλά και πρώτοι απ’ όλους ποιμένες, του Χριστού οι μαθητές, αναγγέλλουν την ευχάριστη είδηση της αναγεννήσεώς Του απ’ τους νεκρούς.[25] Εκεί ο άγγελος φώναξε στην παρθένο: «Χαίρε!»·[26] εδώ ο Άγγελος της μεγάλης βουλής (του Θεού),[27] ο Χριστός, έκραξε στις γυναίκες: «Χαίρετε!».[28] Στην πρώτη Του γέννηση ο Χριστός, ύστερ’ από σαράντα μέρες, μπήκε στην επίγεια Ιερουσαλήμ, στο ναό, και πρόσφερε σαν πρωτότοκος στο Θεό ένα ζευγάρι τρυγόνια·[29] αλλά και στην αναγέννησή Του απ’ τους νεκρούς, ύστερ’ από σαράντα μέρες,[30] ανέβηκε στην ουράνια Ιερουσαλήμ, που (σαν Θεός) δεν την είχε αποχωριστεί, στα πραγματικά Άγια των Αγίων,[31] σαν άφθαρτος πρωταναστημένος απ’ τους νεκρούς,[32] και πρόσφερε στο Θεό και Πατέρα, σαν δυο πάναγνα τρυγόνια, τη δική μας ψυχή και τη δική μας σάρκα. Και εκεί με τρόπο απερίγραπτο Τον υποδέχτηκε στους κόλπους Του, σαν άλλος Συμεών στην αγκαλιά του, ο Παλαιός των ημερών[33] Θεός και Πατέρας. Αν όμως τούτα τ’ ακούς σαν μύθους και δεν τα πιστεύεις, σε κατηγορούν οι απαραβίαστες σφραγίδες του δεσποτικού μνήματος της αναγεννήσεως του Χριστού.[34] Γιατί, όπως ο Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο, αφήνοντας σφραγισμένες τις κλειδαριές της παρθενίας, που τις έχουν φυσιολογικά όλες οι γυναίκες και τις ανοίγει η μητρότητα, έτσι ακριβώς ο Χριστός και αναγεννήθηκε από τους νεκρούς, χωρίς ν’ ανοίξουν οι σφραγίδες του τάφου. Αλλά πώς και πότε και από ποιους ενταφιάζεται ο Χριστός, η ζωή; Ας ακούσουμε τι λένε τα ιερά γράμματα.

Θ΄. «Κατά το σούρουπο», λέει (η Γραφή), «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος, που τον έλεγαν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε να παρουσιαστεί στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού».[35] Παρουσιάστηκε θνητός σε θνητό, ζητώντας να παραλάβει το Θεό των θνητών! Ζητάει ο πηλός απ’ τον πηλό να πάρει των όλων τον Πλάστη! Ζητάει το χορτάρι απ’ το χορτάρι να πάρει την ουράνια φωτιά! Ζητάει η σταγόνα η τιποτένια από σταγόνα τιποτένια να πάρει τον ωκεανό! Ποιος το είδε, ποιος τ’ άκουσε ποτέ; Άνθρωπος σε άνθρωπο χαρίζει των ανθρώπων το Δημιουργό! Άδικος σε δίκαιο υπόσχεται να προσφέρει τον Κανόνα και το Νόμο! Δικαστής άδικος το Δικαστή των δικαστών σαν κατάδικο επιτρέπει να θάψουν!

Ι΄. «Κατά το σούρουπο», λοιπόν, «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος, που τον έλεγαν Ιωσήφ». Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη του Κυρίου υπόσταση. Αληθινά πλούσιος, αφού πήρε απ’ τον Πιλάτο τη διπλή του Χριστό ουσία. Σίγουρα πλούσιος, αφού αξιώθηκε να πάρει το ανεκτίμητο μαργαριτάρι.[36] Αναμφίβολα πλούσιος, αφού βάσταξε το γεμάτο με το θησαυρό της θεότητος πουγγί. Και πώς να μην είναι πλούσιος αυτός, που απόκτησε του κόσμου τη ζωή και σωτηρία; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε σαν δώρο Αυτόν που όλους τους τρέφει και όλα τα διαφεντεύει; «Κατά το σούρουπο». Επομένως είχε πια δύσει στον άδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης.[37] Γι’ αυτό «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία, που τον έλεγαν Ιωσήφ και που (ως τότε) κρυβόταν, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος, αυτός που είχε πάει κάποια νύχτα να συναντήσει τον Ιησού».[38]

ΙΑ΄. Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δυο κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν σε τάφο τον Ιησού, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυμμένο στον άδη μυστήριο του κρυμμένου στη σάρκα Θεού. Και ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη διάθεση για το Χριστό – ο Νικόδημος από τη μια γενναιόδωρος στη σμύρνα και την αλόη, κι ο Ιωσήφ από την άλλη αξιέπαινος για την τόλμη και του θάρρος του απέναντι στον Πιλάτο. Αυτός δηλαδή, διώχνοντας κάθε φόβο, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε, φέρθηκε με πολλή εξυπνάδα, για να πετύχει το σκοπό του. Έτσι, δεν χρησιμοποίησε μπροστά στον Πιλάτο περίτεχνες και μεγαλόπρεπες εκφράσεις, για να μην τον εξοργίσει και χάσει αυτό που ζητούσε. Ούτε πάλι του είπε, «Δώσ’ μου το σώμα του Ιησού, που πριν από λίγο σκοτείνιασε τον ήλιο κι έσπασε τις ταφόπετρες κι έσεισε τη γη κι άνοιξε τα μνήματα κι έσκισε το καταπέτασμα του ναού».[39] Τίποτα τέτοιο δεν είπε στον Πιλάτο.

ΙΒ΄. Αλλά τι του είπε; «Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί τι σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του ανθρώπου). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν’ ανεβάσει τον ξένο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον τόπο και τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που έζησε στα ξένα ζωή και βιοτή παράξενη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που δεν έχει εδώ πού να γείρει το κεφάλι.[40] Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα και σε φάτνη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη.[41] Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενητεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν και τα πάντα κατέχει.[42] Δώσ’ μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν που έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία.[43] Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε απ’ όλους, που προδόθηκε από μαθητή,[44] που εγκαταλείφθηκε από φίλους,[45] που διώχθηκε από αδελφούς, που χαστουκίστηκε από δούλο.[46] Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο[47] απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά,[48] ποτισμένο ξύδι[49] απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του[50] και στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού).[51] Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας».

ΙΓ΄. Τέτοια λόγια είπε ο Ιωσήφ στον Πιλάτο. Και ο ηγεμόνας πρόσταξε να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού.[52] Ήρθε, λοιπόν, στο Γολγοθά, κατέβασε τον σαρκωμένο Θεό απ’ το Σταυρό και ξάπλωσε πάνω στο χώμα[53] γυμνό το σώμα όχι απλού ανθρώπου, μα του Θεού! Και βλέπει κανείς να κείτεται κάτω Αυτόν που όλους τους τράβηξε πάνω·[54] και μένει για λίγο χωρίς πνοή Αυτός που είναι όλων η ζωή και η πνοή·[55] και φαίνεται αόμματος Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα (Χερουβείμ)· και κείτεται ξαπλωμένος Αυτός που είναι όλων η ανάσταση·[56] και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που τους νεκρούς ανασταίνει· και σωπαίνει για λίγο σωματικά η βροντή του Θεού Λόγου· και σηκώνεται απ’ ανθρώπινα χέρια Αυτός που μες στη χούφτα Του κρατάει τη γη!

ΙΔ΄. Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας Τον και παίρνοντας Τον, ξέρεις τάχα Ποιον πήρες; Άραγε, πλησιάζοντας στο Σταυρό και κατεβάζοντας τον Ιησού, ξέρεις τάχα Ποιον βάσταξες; Αν πραγματικά ξέρεις Ποιον κρατάς, τώρα έχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πώς αλλιώς κάνεις τούτη τη θεόσωμη και τόσο φρικτή κηδεία; Αξιέπαινος είναι ο πόθος σου, μα πιο αξιέπαινη της ψυχής σου η διάθεση. Δεν τρέμεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ; Με πόσο φόβο, αλήθεια, βγάζεις από το θεϊκό αυτό σώμα το λίγο ρούχο που το σκεπάζει; Και με πόση ευλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν’ ατενίσεις τη σωματική φύση του υπερφυσικού Θεού; Πες μου, Ιωσήφ, θάβεις άραγε, και προς την ανατολή στραμμένο τον νεκρό, που είναι η Ανατολή των ανατολών;[57] Σφαλίζεις, άραγε, με τα δάχτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, και τα μάτια του Ιησού, που με τ’ άχραντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού;[58] Κλείνεις, άραγε, και το στόμα Εκείνου, που άνοιξε το στόμα του κωφάλαλου;[59] Λυγίζεις, άραγε, και τα χέρια Εκείνου, που τέντωσε τα παράλυτα χέρια;[60] Μήπως και τα πόδια δένεις, όπως κάνουμε στους νεκρούς, Εκείνου που έκανε να βαδίζουν τα παράλυτα πόδια;[61] Σηκώνεις, άραγε, και πάνω σε νεκροκρέβατο Εκείνον, που πρόσταξε τον παράλυτο, «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»;[62] Αδειάζεις, άραγε, και μύρα[63] πάνω σ’ Εκείνον που, σαν ουράνιο μύρο, άδειασε τον εαυτό Του[64] και ανακαίνισε τον κόσμο; Τολμάς, άραγε, να σκουπίσεις και τη θεόσωμη εκείνη πλευρά, την αιματοστάλαχτη ακόμα, του Ιησού,[65] που γιάτρεψε τη γυναίκα με την αιμορραγία;[66] Πλένεις, άραγε, και με νερό το σώμα του Θεού, που όλους τους ξέπλυνε και σ’ όλους χάρισε την κάθαρση (από τις αμαρτίες); Και τι λαμπάδες ανάβεις, άραγε, μπροστά στο Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;[67] Και ποιους επιτάφιους ύμνους ψάλλεις σ’ Εκείνον, που ακατάπαυστα υμνείται απ’ όλη την ουράνια στρατιά των αγγέλων;[68] Χύνεις, άραγε, και δάκρυα για τον νεκρό Εκείνον,[69] που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε τέσσερις μέρες μετά το θάνατό του;[70] Και σε θρήνους, άραγε, ξεσπάς για Κείνον, που έδωσε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε της Εύας τη λύπη;

ΙΕ΄. Όμως, Ιωσήφ, μακαρίζω τα χέρια σου, που περιποιήθηκαν και ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, αιματόβρεχτα ακόμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιματοστάλαχτη πλευρά του Θεού πριν απ’ το Θωμά, τον άπιστο πιστό με την αξιέπαινη περιέργεια.[71] Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού, γεμίζοντας απ’ αυτό με Πνεύμα Άγιο. Μακαρίζω τα μάτια σου, που πλησίασαν τα μάτια του Ιησού και πήραν απ’ αυτά το φως το αληθινό.[72] Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που ζύγωσε στο πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου, που βάσταξαν Αυτόν που όλα τα βαστάζει. Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το σίμωσε η κεφαλή των όλων.[73] Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο· γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ, σηκώνοντας και μεταφέροντας πάνω τους το Θεό·[74] γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα (Σεραφείμ),[75] σκεπάζοντας και τιμώντας τον Κύριο όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος Τον σηκώνουν πάνω στους ώμους και Τον μεταφέρουν μαζί μ’ όλα τα κατάπληκτα τάγματα των ασωμάτων αγγέλων.

ΙΣΤ΄. Αφού, λοιπόν, ήρθαν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, έτρεξε μαζί τους και όλος ο χορός των αγγέλων του Θεού. Φτάνουν πρώτα τα Χερουβείμ, τρέχουν από κοντά τα Σεραφείμ, βαστάζουν και οι Θρόνοι, σκεπάζουν τα εξαπτέρυγα, ξαφνιάζονται τα πολυόμματα, καλύπτουν οι Δυνάμεις, ψάλλουν οι Αρχές, τρέμουν οι Τάξεις, σαστίζουν όλες οι στρατιές των ουράνιων ταγμάτων, που, γεμάτες θάμπος και απορία, ρωτάνε μεταξύ τους: «Τι είναι τούτο το μεγάλο και παράδοξο και ακατάληπτο θέαμα; Αυτόν που εμείς, οι ασώματοι, δεν μπορούμε να δούμε στον ουρανό, σαν Θεό φρικτό, τον βλέπουν στη γη οι άνθρωποι σαν άνθρωπο γυμνό και νεκρό!».

ΙΖ΄. Αυτόν, που μπροστά Του τα Χερουβείμ στέκονται ευλαβικά, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος κηδεύουν θαρρετά. Πώς κατέβηκε Αυτός που δεν άφησε τα ουράνια; Πώς βγήκε έξω Αυτός που είναι μέσα; Πώς ήρθε στη γη Αυτός που γεμίζει το σύμπαν;[76] Πώς γυμνώθηκε Αυτός που όλους τους φόρεσε; Πώς βρέθηκε μαζί με τη μητέρα Του στη γη αδιάκοπα σαν αληθινός άνθρωπος Αυτός που βρίσκεται μαζί με τον Πατέρα Του στον ουρανό αδιάκοπα σαν Θεός; Πώς εμφανίστηκε στους ανθρώπους σαν άνθρωπος και συνάμα Θεός φιλάνθρωπος Αυτός που ποτέ ως τώρα δεν φανερώθηκε σ’ εμάς;

ΙΗ΄. Πώς ο αόρατος έγινε ορατός;[77] Πώς ο άυλος σαρκώθηκε; Πώς ο απαθής έπαθε; Πώς ο Κριτής[78] παρουσιάστηκε σε κριτήριο;[79] Πώς η ζωή[80] γεύτηκε θάνατο;[81] Πώς ο αχώρητος χωράει σε τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα Αυτός που δεν άφησε την αγκαλιά του Πατέρα Του;[82] Πώς περνάει απ’ την πύλη της σπηλιάς Αυτός που άνοιξε τις πύλες των ουρανών,[83] Αυτός που δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου, έκανε όμως συντρίμμια τις πύλες του άδη;[84][85] Αυτός που εμφανίστηκε στο Θωμά χωρίς ν’ ανοίξει τις πύλες (του σπιτιού),[86] άνοιξε όμως στους ανθρώπους τις πύλες της βασιλείας Του, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου[87] τις αφήνει κλειστές; Πώς λογαριάζεται με τους νεκρούς Αυτός που είν’ ελεύθερος ανάμεσά τους;[88] Πώς το Φως το ανέσπερο έρχεται σε τόπο σκοτεινό, που τον σκιάζει ο θάνατος; Πού πηγαίνει; Πού κατεβαίνει Αυτός, που ο θάνατος δεν μπορεί να Τον κρατήσει;[89] Ποιος ο λόγος, ποιος ο τρόπος, ποιος ο σκοπός που κατεβαίνει στον άδη;[90] Μήπως κατεβαίνει για ν’ ανεβάσει τον Αδάμ, τον κατάδικο και συνδούλο μας; Ναι! Πάει ν’ αναζητήσει τον πρωτόπλαστο σαν πρόβατο χαμένο.[91] Θέλει, φυσικά, να επισκεφθεί κι αυτούς που κατοικούν μέσα στο σκοτάδι, στον τόπο που τον σκιάζει ο θάνατος.[92] Δίχως άλλο τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτή του Εύα[93] πάει να λυτρώσει απ’ τις οδύνες[94] ο Θεός και γιος τους.

ΙΘ΄. Ας κατεβούμε, όμως, μαζί Του! Ας βιαστούμε! Ας χορέψουμε όλοι μαζί, ας χειροκροτήσουμε όλοι μαζί, ας σκιρτήσουμε όλοι μαζί! Ας Τον ακολουθήσουμε! Ας Τον ανυμνήσουμε! Ας κάνουμε γρήγορα, βλέποντας τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους[95] και την απόλυση των καταδίκων από τον αγαθό Κύριο. Πορεύεται, βλέπετε, Αυτός, που απ’ τη φύση Του είναι φιλάνθρωπος, για να ελευθερώσει με πολλή δύναμη και εξουσία τους φυλακισμένους από την αρχή των αιώνων, τους κλεισμένους στους τάφους[96] -που τους κατάπιε τυραννικά ο πικρός κι αχόρταγος θάνατος,[97] κλέβοντάς τους απ’ το Θεό και σωριάζοντάς τους όλους μαζί- και, αφού τους ελευθερώσει, να τους βάλει μαζί μ’ εκείνους που κατοικούν στον ουρανό. Εκεί είναι δέσμιος, πιο κάτω απ’ όλους τους καταδίκους, ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος και πρωτογέννητος.[98] Εκεί είναι ο Άβελ, ο πρώτος νεκρός[99] και πρώτος δίκαιος ποιμένας,[100] τύπος της άδικης σφαγής του Ποιμένα Χριστού. Εκεί είναι ο Νώε,[101] ο τύπος του Χριστού, του δημιουργού της μεγάλης κιβωτού του Θεού, της Εκκλησίας, που με το περιστέρι,[102] το Άγιο Πνεύμα, έσωσε όλα τα άγρια έθνη από τον κατακλυσμό της ασέβειας και έδιωξε απ’ αυτήν τον κόρακα,[103] τον ζοφερό διάβολο. Εκεί είναι ο Αβραάμ, του Χριστού ο πρόγονος και του γιου του ο θύτης, που πρόσφερε στο Θεό την τρισμακάριστη, με μαχαίρι μα και χωρίς μαχαίρι, με θάνατο μα και δίχως θάνατο, θυσία.[104] Εκεί κάτω είναι δέσμιος ο Ισαάκ, που, σαν τύπος του Χριστού (και της θυσίας Του), δέθηκε παλιά πάνω στη γη από τον Αβραάμ.[105] Εκεί κάτω είναι ο Ιακώβ καταλυπημένος, όπως καταλυπημένος ήταν πρωτύτερα πάνω στη γη για το (χαμό του) Ιωσήφ.[106] Εκεί είναι ο Ιωσήφ φυλακισμένος, όπως φυλακίστηκε στην Αίγυπτο,[107] προτυπώνοντας το Χριστό, δεσμώτης και δεσπότης.[108] Εκεί κάτω, στα σκοτεινά, είναι ο Μωυσής, όπως κάποτε πάνω στη γη ήταν μέσα στο σκοτεινό καλάθι.[109] Εκεί κάτω, στο λάκκο του άδη, είναι ο Δανιήλ, όπως κάποτε πάνω στη γη ήταν μέσα στο λάκκο των λιονταριών.[110] Εκεί, στο λάκκο της φθοράς και του θανάτου, είναι ο Ιερεμίας, όπως κάποτε ήταν μέσα στο λάκκο του βορβόρου.[111] Εκεί, μέσα στο κήτος του κοσμοφάγου άδη, κείτεται ο Ιωνάς,[112] ο τύπος του αιώνιου[113] και προαιώνιου Ιωνά Χριστού, που ζει στους ατέλειωτους αιώνες. Εκεί είναι ο Δαβίδ, ο προπάτορας του Θεανθρώπου, ο σαρκικός πρόγονος του Χριστού.[114] Και τι λέω για το Δαβίδ και τον Ιωνά και το Σολομώντα; Εκεί, σαν μέσα σε σκοτεινή μήτρα[115] (όπως κάποτε έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ), είναι και ο μεγάλος Ιωάννης, ο ανώτερος απ’ όλους τους προφήτες,[116] ο διπλός πρόδρομος και κήρυκας σε ζωντανούς και νεκρούς, ο σταλμένος απ’ του Ηρώδη τη φυλακή στου άδη[117] τη φυλακή την πανανθρώπινη, και κηρύσσει από πριν το Χριστό σ’ όλους όσοι έχουν πεθάνει εδώ και αιώνες, δίκαιοι και άδικοι.

Κ΄. Από τον άδη, πάλι, όλοι οι προφήτες και οι δίκαιοι ικέτευαν μυστικά το Θεό με προσευχές ακατάπαυστες, ζητώντας λύτρωση απ’ την ατέλειωτη εκείνη νύχτα, την πολυώδυνη, την καταθλιπτική, την εχθροκρατούμενη, τη ζοφερή και κατασκότεινη.[118] Και ο ένας έλεγε στο Θεό: “«Απ’ την κοιλιά του άδη άκου την κραυγή της φωνής μου![119]»”. Ο άλλος: “«Απ’ τα βάθη της καρδιάς μου έκραξα σ’ Εσένα, Κύριε! Κύριε, άκου τη φωνή μου![120]»” Και άλλος: “«Φανέρωσε το πρόσωπό Σου και θα σωθούμε![121]»”. Και άλλος: “«Εσύ που κάθεσαι πάνω στον χερουβικό θρόνο, φανερώσου![122]»”. Και άλλος: “«Κίνησε την ακαταμάχητη δύναμή σου κι έλα να μας σώσεις![123]»”. Και άλλος: “«Ας μας προφτάσει γρήγορα η ευσπλαχνία Σου, Κύριε![124]»”. Και άλλος: “«Γλύτωσε την ψυχή μου απ’ τα τρίσβαθα του άδη![125]»”. Και άλλος: “«Κύριε, βγάλε απ’ τον άδη την ψυχή μου![126]»”. Και άλλος: “«Μην εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη![127]»”. Και άλλος: “«Ας ανέβει η ζωή μου απ’ τη φθορά σ’ Εσένα, Κύριε και Θεέ μου![128]»”.

ΚΑ΄. Ακούγοντας, λοιπόν, όλους αυτούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός, ο Χριστός, έκρινε πως δεν ήταν δίκαιο να προσφέρει τη φιλανθρωπία Του μόνο σ’ όσους έζησαν στην εποχή Του ή μετά απ’ αυτήν, αλλά και σ’ εκείνους που πριν από την ενανθρώπησή Του βρίσκονταν αιχμάλωτοι στον άδη κι έμεναν στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.[129] Γι’ αυτό ο Θεός Λόγος επισκέφτηκε με έμψυχο σώμα τους ανθρώπους[130] που ζούσαν στη γη, ενώ φανερώθηκε με την ένθεη και άχραντη ψυχή Του, τη χωρισμένη από το σώμα όχι όμως κι απ’ τη θεότητά Του, στις ψυχές που είχαν χωριστεί κι αυτές από το σώμα και βρίσκονταν στον άδη.

ΚΒ΄. Ας τρέξουμε, λοιπόν, νοερά κι ας πάμε ως τον άδη, για να δούμε πώς εκεί κάτω τότε με πανίσχυρη δύναμη νικάει ολοκληρωτικά τον τύραννο των σκλαβωμένων ψυχών και πώς με τη λάμψη Του αιχμαλωτίζει δίχως χέρια όλο του το στράτευμα, τις αθάνατες εκείνες φάλαγγες (των δαιμόνων), σηκώνοντας απ’ τη μέση άυλες θύρες και τσακίζοντας με του Σταυρού το ξύλο άξυλες πύλες ο Χριστός, η θύρα,[131] και κομματιάζοντας με τα θεϊκά καρφιά τις αιώνιες αμπάρες[132] και λιώνοντας σαν το κερί με τα δεσμά των θεϊκών Του χεριών τις άλυτες αλυσίδες και τρυπώντας με τη λόγχη, που είχε τρυπήσει τη θεϊκή Του πλευρά, την άσαρκη καρδιά του τυράννου. Συντρίβει τη δύναμη των τόξων[133] του την ώρα που πάνω στο Σταυρό, σαν σε τόξο, τεντώνει τα θεϊκά Του χέρια. Γι’ αυτό, αν σιωπηλά ακολουθήσεις το Χριστό, θα δεις τώρα που έδεσε τον τύραννο και που κρέμασε το κεφάλι του· πώς ξεθεμέλιωσε τη φυλακή και πώς έβγαλε τους φυλακισμένους· πώς ελευθέρωσε τον Αδάμ και πώς ανέστησε την Εύα· πώς γκρέμισε το μεσότοιχο[134] και πώς καταδίκασε τον φαρμακερό δράκοντα· πώς θανάτωσε το θάνατο και πώς έστησε τ’ ανίκητα τρόπαια· πώς ολότελα έφθειρε τη φθορά και πώς αποκατέστησε τον άνθρωπο στο αρχικό του αξίωμα.

ΚΓ΄. Αυτός, λοιπόν, που χθες από συγκατάβαση δεν καλούσε τις λεγεώνες των αγγέλων να Τον βοηθήσουν και έλεγε στον Πέτρο, «Είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα δα πάνω από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων»,[135] σήμερα κατεβαίνει, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, ενάντια στον άδη και στο θάνατο, για να πολεμήσει με το θάνατό Του τον τύραννο, έχοντας μαζί Του όχι δώδεκα μόνο λεγεώνες των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, αλλά μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες[136] Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, Θρόνων,[137] εξαπτερύγων (Σεραφείμ) και πολυομμάτων (Χερουβείμ), που σαν Δεσπότη και Βασιλιά τους ακολουθούν και περιβάλλουν και τιμούν το Χριστό. Όχι σαν σύμμαχοι, όχι, ποτέ -γιατί ο παντοδύναμος Χριστός από ποια συμμαχία έχει ανάγκη;-, αλλά γιατί χρωστούν και ποθούν συνάμα να βρίσκονται πάντα κοντά στον Κύριό τους. Και, σαν έμπιστοι δορυφόροι οπλίτες και λαμπροί σκηπτροφόροι της θείας και βασιλικής εξουσίας του Κυρίου, μόνο στο θείο νεύμα Του τρέχουν γοργά να προλάβουν ο ένας τον άλλο και να εκτελέσουν τη διαταγή Του, καταστόλιστοι με τα στεφάνια της νίκης ενάντια στις παρατάξεις των εχθρών και των τυράννων. Γι’ αυτό, βέβαια, και κατεβαίνουν τότε, συντροφεύοντας το Θεό και Δεσπότη, στα υπόγεια και απ’ όλη τη γη βαθύτερα μέρη του άδη, τα υποχθόνια κατοικητήρια των πανάρχαιων νεκρών, για να βγάλουν με εξουσία τους αιώνες τώρα αλυσοδεμένους.

ΚΔ΄. Μόλις, λοιπόν, ο Κύριος με τη θεϊκή Του συνοδεία παρουσιάστηκε λαμπροφόρος στα κατάκλειστα, στ’ ανήλια, στα κατασκότεινα δεσμωτήρια και κατοικητήρια και υπόγεια και σπήλαια του άδη, ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, όντας από παράδοση εκείνος που φέρνει στους ανθρώπους τις καλές και χαρμόσυνες αγγελίες, τους προφταίνει όλους και, με φωνή δυνατή, αρχαγγελικότατη και στρατηγικότατη, επιβλητική και λιονταρίσια, λέει στις εχθρικές δυνάμεις: “«Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες!»”. Μετά απ’ αυτόν φωνάζει και ο Μιχαήλ: “«Και γκρεμιστείτε, πύλες αιώνιες!»[138]”. Ύστερα και οι Δυνάμεις λένε: “Παραμερίστε, παράνομοι πορτάρηδες!”. Μετά και οι Εξουσίες με εξουσία: “Σπάστε, αλυσίδες άλυτες!”. Κι ένας άλλος άγγελος: “Ντροπή σας, αντίθεοι εχθροί!”. Και άλλος: “Φοβηθείτε, ανελέητοι τύραννοι!”.

ΚΕ΄. Και όπως ακριβώς όταν εμφανιστεί μια φοβερή, μια ανίκητη, μια παντοδύναμη, μια νικηφόρα βασιλική στρατιωτική παράταξη, φρίκη και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου στρατηλάτη, έτσι δα έγινε ξαφνικά και στον άδη μ’ εκείνη την παράδοξη παρουσία του Χριστού στα καταχθόνια. Μια δυνατή λάμψη από πάνω τύφλωνε και σκότιζε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του άδη, ενώ ακούγονταν και κάποιες βροντερές φωνές, σαν από στρατιωτικούς, που πρόσταζαν: “Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες! Σηκώστε τις πύλες – όχι δηλαδή να τις ανοίξετε, αλλά να τις ξεθεμελιώσετε, να τις ξεριζώσετε, να τις πετάξετε μακριά, έτσι που να μην ξανακλείσουν πια. Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες, όχι γιατί δεν μπορεί ο Κύριος, που είν’ εδώ, να περάσει και κλεισμένες πόρτες,[139] όταν το ορίζει, αλλά γιατί διατάζει εσάς, τους δραπέτες δούλους, να βγάλετε τις αιώνιες πύλες και να τις πετάξετε μακριά και να τις συντρίψετε. Γι’ αυτό και δεν διατάζει τους όχλους σας, μα εσάς τους ίδιους, που θεωρείστε αρχηγοί τους:[140] Σηκώστε τις πύλες, άρχοντες αυτών εδώ!

ΚΣΤ΄. Αυτών εδώ, όχι άλλων άρχοντες. Μα κι αν μέχρι τώρα κακώς κυριαρχήσατε πάνω σ’ όσους έχουν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, από δω κι εμπρός δεν θα ορίζετε πια ούτε αυτούς, ούτε άλλους, ούτε και τους εαυτούς σας ακόμα. Βγάλτε τις πύλες, γιατί παρουσιάστηκε ο Χριστός, η ουράνια θύρα.[141] Ανοίξτε δρόμο σ’ Αυτόν που πάτησε το πόδι Του στη φυλακή του άδη. Το όνομά Του είναι Κύριος,[142] και σαν Κύριος μπορεί να περάσει τις πύλες του θανάτου.[143] Εσείς φτιάξατε τις πόρτες του θανάτου, Αυτός όμως ήρθε για να τις διαβεί. Γι’ αυτό, βγάλτε τις πύλες, άρχοντες! Βγάλτε τις, μην αργείτε! Βγάλτε τις γρήγορα! Βγάλτε τις χωρίς αναβολή! Κι αν νομίζετε πως θα σας περιμένουμε, (κάνετε λάθος). Θα προστάξουμε τις ίδιες τις πύλες να σηκωθούν αυτόματα, χωρίς να βάλουμε χέρι: Γκρεμιστείτε, πύλες αιώνιες!”.

ΚΖ΄. Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις κραύγασαν (αυτά τα λόγια), στη στιγμή οι πύλες γκρεμίστηκαν, οι αλυσίδες έσπασαν, οι αμπάρες κομματιάστηκαν, οι κλειδαριές ξεχαρβαλώθηκαν, τα θεμέλια της φυλακής σείστηκαν και οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Ο ένας μπερδευόταν στα πόδια του άλλου. Ο ένας φώναζε στον άλλο να φύγει. Έφριξαν, αναστατώθηκαν, ξαφνιάστηκαν, ταράχτηκαν, άλλαξαν χρώμα, συγκλονίστηκαν, στάθηκαν και συνάμα σάστισαν, απόρησαν και συνάμα τρόμαξαν. Και ο ένας στεκόταν μ’ ανοιχτό το στόμα, ο άλλος έκρυβε το πρόσωπο μέσα στα γόνατά του, άλλος έπεφτε μπρούμυτα ξερός, άλλος κοκάλωνε σαν νεκρός, άλλος τα έχανε απ’ το θάμπος και άλλος έτρεχε (να κρυφτεί) πιο βαθιά.

ΚΗ΄. Εκεί, λοιπόν, τότε έκοψε ο Χριστός τα κεφάλια των σαστισμένων τυράννων, που συγκλονίστηκαν από την παρουσία Του, άνοιξαν δειλά τα στόματά τους, σαν να ’χαν χαλινάρια,[144] και τραύλιζαν: “«Ποιος είναι Τούτος ο δοξασμένος Βασιλιάς;[145]». Ποιος είναι Τούτος, που ήρθε εδώ μαζί με τόσους και κάνει τέτοια θαύματα; Ποιος είναι Τούτος, που στον άδη τώρα κάνει όσα στον άδη ποτέ δεν έχουν γίνει; Ποιος είναι Τούτος, που βγάζει από δω τους φυλακισμένους απ’ την αρχή των αιώνων;[146] Ποιος είναι Τούτος, που κατέβαλε και αχρήστεψε την ακατάβλητη δύναμη και αντρειοσύνη μας;”.

ΚΘ΄. Σ’ αυτούς απαντούσαν οι αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου κι έλεγαν: “Θέλετε να μάθετε, παράνομοι τύραννοι, ποιος είναι Τούτος ο δοξασμένος Βασιλιάς; Είναι ο Κύριος, ο κραταιός και δυνατός, ο Κύριος, ο δυνατός και ισχυρός και αήττητος στον πόλεμο.[147] Είν’ Εκείνος, άθλιοι και παράνομοι τύραννοι, που σας εξόρισε και σας έριξε κάτω απ’ το ουράνιο στερέωμα. Είν’ Εκείνος που έσπασε τα κεφάλια των (νοητών) δρακόντων σας στα νερά του Ιορδάνη. Είν’ Εκείνος που με το Σταυρό σας ρεζίλεψε, σας διαπόμπεψε,[148] σας παρέλυσε. Είν’ Εκείνος που σας έδεσε, σας τύλιξε στο σκοτάδι και σας πέταξε στην άβυσσο. Είν’ Εκείνος που θα σας ρίξει μέσα στην αιώνια φωτιά και τη γέεννα, Εκείνος που θα σας εξοντώσει.[149] Μην αργείτε άλλο! Μη στέκεστε! Τρέξτε και βγάλτε τους φυλακισμένους, αυτούς που μέχρι τώρα κακώς καταπίνατε. Γιατί το κράτος σας έχει πια καταλυθεί, η τυραννία σας έχει πια καταργηθεί, η αλαζονεία σας έχει οικτρά εκμηδενιστεί, η καύχησή σας έχει ολότελα χαθεί, η δύναμή σας έχει πατηθεί και αφανιστεί”.

Λ΄. Αυτά έλεγαν οι νικήτριες δυνάμεις του Κυρίου στις ενάντιες δυνάμεις και συνάμα γοργοκινούνταν – άλλοι γκρέμιζαν συθέμελα τη φυλακή, άλλοι καταδίωκαν τους εχθρούς που έφευγαν (να σωθούν) από τα εξωτερικά μέρη (του άδη) στα βαθύτερα, άλλοι έτρεχαν κι έψαχναν στα υπόγεια και τα φρούρια και τα σπήλαια, άλλοι έφερναν από διάφορα σημεία δεμένους (τους εχθρούς) στον Κύριο, άλλοι έδεναν τον τύραννο με άλυτα δεσμά, άλλοι ελευθέρωναν τους απ’ την αρχή των αιώνων φυλακισμένους, άλλοι έδιναν διαταγές, άλλοι τις εκτελούσαν χωρίς καθυστέρηση, άλλοι έτρεχαν μπροστά από τον Κύριο, καθώς προχωρούσε βαθύτερα, και άλλοι Τον ακολουθούσαν σαν Θεό και Βασιλιά νικηφόρο.

ΛΑ΄. Καθώς, λοιπόν, αυτά γίνονταν και λέγονταν στον άδη και όλα σείονταν και ο Κύριος κόντευε να φτάσει πια στα έσχατα βάθη, ο Αδάμ εκείνος ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, που βρισκόταν σφιχτοδεμένος πιο βαθιά απ’ όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που πλησίαζε τους φυλακισμένους, και αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς περπατούσε[150] μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε σ’ όλους, όσοι ήταν μαζί του δέσμιοι για αιώνες, και τους είπε: “Κρότο βημάτων ακούω Κάποιου που μας ζυγώνει. Κι αν πραγματικά αξιωθήκαμε να φτάσει Εκείνος εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Αν στ’ αλήθεια Τον δούμε ανάμεσά μας, τότε σωθήκαμε απ’ τον άδη!”.

ΛΒ΄. Και καθώς αυτά και άλλα τέτοια έλεγε ο Αδάμ σ’ όλους τους συγκαταδίκους του, μπήκε ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τον αντίκρυσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, χτύπησε το στήθος του από την έκπληξη και φώναξε: “Ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους![151]”. Και αποκρίθηκε ο Χριστός στον Αδάμ: “Και μαζί με το δικό σου πνεύμα”. Ύστερα τον έπιασε απ’ το χέρι, τον σήκωσε[152] και του είπε: “«Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου απ’ τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει![153]». Εγώ, ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιός σου,[154] για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία που έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω! Κι αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι:[155] Ελάτε στο φως! Κι εκείνους που έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε! Κι εσένα, (Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ’ τον (αιώνιο) ύπνο σου! Δεν σ’ έπλασα γι’ αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη. Αναστήσου απ’ τους νεκρούς! Εγώ είμαι η ζωή[156] των ανθρώπων. Σήκω, πλάσμα δικό μου! Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου![157] Σήκω να φύγουμε από δω.[158] Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα.[159] Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου, Για σένα πήρα τη δική σου μορφή του δούλου εγώ, ο Κύριος.[160] Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ’ τη γη εγώ, που βρίσκομαι πιο πάνω απ’ τους ουρανούς.[161] Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς[162]. Για σένα, που βγήκες μέσ’ από τον κήπο[163] (του παραδείσου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο[164] και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.[165]

ΛΓ΄. Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα·[166] τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουνα τότε, που σου είχα δώσει το φύσημά μου.[167] Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα·[168] τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη που είχε σαν εικόνα μου. Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα·[169] το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κοίτα τα τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού)[170] για σένα, που όχι καλά άπλωσε το χέρι σου στο (απαγορευμένο) δέντρο.[171] Κοίτα τα τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στο ξύλο (του Σταυρού) εξαιτίας των δικών σου ποδιών, που όχι καλά έτρεξαν στο δέντρο της παρακοής. Την έκτη μέρα βγήκε η (καταδικαστική) απόφαση (για σένα)·[172] την έκτη μέρα πάλι πραγματοποιώ την ανάπλασή σου και σου ανοίγω τον παράδεισο.[173]

ΛΔ΄. Γεύτηκα χολή για χάρη σου,[174] για να γιατρέψω την πικρή ηδονή που γεύτηκες απ’ τον γλυκό εκείνο καρπό. Γεύτηκα ξύδι,[175] για να βγάλω οριστικά απ’ τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου. Δέχτηκα σφουγγάρι,[176] για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου.[177] Δέχτηκα καλάμι,[178] για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους.[179] Κοιμήθηκα πάνω στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά[180] για σένα, που σε κοίμισα στον παράδεισο και από την πλευρά σου έβγαλα την Εύα.[181] Η πλευρά μου γιάτρεψε τον πόνο της πλευράς σου. Ο ύπνος μου θα σε βγάλει απ’ τον ύπνο σου στον άδη. Η λόγχη, που με τρύπησε, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου (και σου απαγόρευε την είσοδο στον παράδεισο).[182]

ΛΕ΄. Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω.[183] Κάποτε σ’ έδιωξα απ’ τον γήινο παράδεισο·[184] τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο. Σ’ εμπόδισα να φας από το δέντρο της ζωής·[185] να που τώρα ενώθηκα μαζί σου εγώ, η Ζωή.[186] Έταξα τα Χερουβείμ να σε φρουρούν σαν δούλο· τώρα κάνω τα Χερουβείμ να σε προσκυνήσουν σαν Θεό. Κρύφτηκες απ’ το Θεό γιατί ήσουνα γυμνός (στο σώμα)·[187] να που έκρυψες μέσα σου γυμνό το Θεό. Ντύθηκες τον δερμάτινο χιτώνα της ντροπής·[188] να που ντύθηκα εγώ, μολονότι Θεός, τον αιμάτινο χιτώνα της σάρκας σου. Γι’ αυτό, σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ το θάνατο στη ζωή,[189] απ’ τη φθορά στην αφθαρσία,[190] απ’ το σκοτάδι στο αιώνιο φως.[191] Σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ την οδύνη στην ευφροσύνη,[192] απ’ τη δουλεία στην ελευθερία,[193] απ’ τη φυλακή (του άδη) στην επουράνια Ιερουσαλήμ,[194] απ’ τα δεσμά στην άνεση,[195] απ’ τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου,[196] απ’ τη γη στον ουρανό.

ΛΣΤ΄. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος και νεκρών και ζωντανών.[197] Σηκωθείτε, λοιπόν! Ας φύγουμε από δω. Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα[198] των αγγέλων περιμένουν τον συνδούλο τους Αδάμ – πότε θ’ αναστηθεί, πότε θ’ ανέβει και πότε θα επιστρέψει στο Θεό. Ο χερουβικός θρόνος έχει ευτρεπιστεί. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και πρόθυμοι. Το νυφικό δωμάτιο έχει ετοιμαστεί.[199] Το τραπέζι του δείπνου είναι στρωμένο.[200] Οι αιώνιες κατοικίες και διαμονές είναι έτοιμες.[201] Οι θησαυροί των αγαθών έχουν ανοιχτεί.[202] Η βασιλεία των ουρανών έχει ετοιμαστεί προαιώνια.[203] Μάτι δεν έχει δει κι αυτί δεν έχει ακούσει κι ανθρώπου λογισμός δεν έχει βάλει[204] τ’ αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο”.

ΛΖ΄. Αυτά και άλλα τέτοια καθώς έλεγε ο Κύριος, αναστήθηκε. Την ίδια στιγμή αναστήθηκαν και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ και η Εύα. Μα κι άλλα πολλά σώματα αγίων, που είχαν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, αναστήθηκαν κι αυτά,[205] κηρύσσοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου. Ας την υποδεχτούμε κι εμείς, οι πιστοί, κι ας την αγκαλιάσουμε με χαρά, χορεύοντας μαζί με τους αγγέλους, γιορτάζοντας μαζί με τους αρχαγγέλους και συνάμα δοξάζοντας το Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά και μας χάρισε τη ζωή.[206] Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη,[207] μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.

Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου, Γ΄ έκδ., Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2007

agiosthomas