Μια μέρα πέρασαν από την καλύβα του Οσίου και Μεγάλου
Παϊσίου, τρεις άνδρες κουρέληδες. Φαινόταν αξιοθρήνητοι και καταφρονεμένοι.
Περάστε τους είπε. Ελάτε να μοιραστούμε τα λίγα παξιμάδια και βρεγμένα κουκιά που έχω. Ελάτε να πλύνω τα πόδια σας με δροσερό νερό, για να ξεκουραστούν λίγο. Ο Όσιος και μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας έφερε αμέσως νερό και άρχισε να πλένει τα πόδια των επισκεπτών του, λέγοντας συγχρόνως λόγια πνευματικής οικοδομής προς αυτούς. Ξαφνικά όμως τά’χασε.
Ο τρίτος άνθρωπος του οποίου
εκείνη την στιγμή έπλενε τα πόδια, έσκυψε τον αγκάλιασε στοργικά και τον
φίλησε! Με φανερή την απορία, σήκωσε το κεφάλι του ο όσιος και είδε! Τί είδε;
Είδε τον Σωτήρα, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό σ’΄ολη Του τη Δόξα, σ’όλη Του τη
θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Τά’χασε ο άγιος. Παρέμεινε εκστατικός, άφωνος… Και ο
Κύριος του είπε:
-Ειρήνη σοι, εκλεκτέ μου δούλε Παΐσιε. Κι έγινε άφαντος!
Τα πάντα πλημμύρισαν από φως, από ειρήνη και από θεία
ευωδία. Μόλις ο άγιος κατάλαβε τι είχε γίνει, η καρδιά του «άρπαξε» φωτιά. Και
ξέροντας πλέον, Τίνος είχε πλύνει τα πόδια, επήρε την πήλινη λεκάνη και ήπιε το
νερό, για να λάβη Χάρι και αγιασμό. Και αυτό το νερό του αφαίρεσε τη δίψα μια
για πάντα και, όπως μας διασώζει ο βιογράφος του, από τότε και για πολλά
χρόνια, «ετρέφετο» ο όσιος μονο με τη Θεία Κοινωνία.