Λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στη μεγάλη κωμόπολη Γιαλούσα
(Αιγιαλούσα), σε απλόχωρο κάμπο βρίσκουμε το χωριό Λυθράγκωμη (Ερυθρά Κώμη) με
τ’ αρχαιοχτισμένα του αργροτικά σπιτάκια και τα πράσινα λιβάδια του. Σ’
ένα περίγυρο από κελλιά ερειπωμένα παλιού μοναστηριού…. και μερικά
χαμόσπιτα κατοικημένα από γεωργούς φαντάζει όμορφα, με την καλλίγραμμη
κορμοστασιά της, μια από τις ωραιότερες εκκλησίες της Κύπρου, η Παναγία η
Κανακαριά ή Κανακαρκά, τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο και με νάρθηκα τρουλλωτό,
χρονολογούμενη από την εποχή των Εικονομάχων. Ένα μυστικόπαθο αχνόφωτο τυλίγει στη διάφανη αχλή του το
εσωτερικό της εκκλησίας όπου ξεχωρίζουν λίγες ξεφτισμένες τοιχογραφίες του Ιζ
αιώνα μαζί με υπολείμματα από μαρμάρινες κολόνες και κιονόκρανα κορινθιακού
ρυθμού εντοιχισμένα στον δυτικό νάρθηκα.
Απ΄αυτές τις περίφημες άλλοτε
νωπογραφίες λίγα ίχνη σώζονται από τη Γέννηση του Χριστού, όπου βλέπουμε την
Παναγία γερμένη στο σπήλαιο ύστερα απ΄τον τοκετό, με το θεϊκό της βρέφος,
φασκιωμένο μέσα στο λίκνο του, να το φωτίζει το άστρο της Βηθλεέμ, ενώ δύο
μάγοι, καβάλα σε άσπρα άλογα, παραστέκουν εκεί κοντά. Θαυμαστές ακόμη θα ήταν –
καθώς διαφαίνεται μέσα απ΄τα ξεφτίδια του τοίχου – οι τοιχογραφίες στον μικρό
τρούλλο του Ιερού.
Όμως αυτό που θεωρείται σαν το πολυτιμότερο στολίδι μέσα στο χαριτωμένο τούτο παιλαιοβυζαντινό μνημείο είναι το εξαίσιο μωσαϊκό στην αψίδα του Ιερού με την Πλατυτέρα σε τύπο «Ένθρονου Οδηγητρίας». Η Παναγία κρατεί τον μικρόν Ιησού λευκοφορεμένον στην αγκαλιά της, έχοντας τους δύο αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ δεξιά και αριστερά, δυστυχώς σκεπασμένους, όπως και ένα μέρος της Παναγίας, από πλατιές επιφάνειες ασβεστοκονίαμα, γιατί το περισσότερο μέρος του εξαίσιου αυτού σε χρυσοποίκιλτες αποχρώσεις μωσαϊκού, με την κεντρική του σύνθεση και τα διακοσμητικά κυκλικά «σταθάρια» (médaillons) που πλαισιώνουν τις προτομές των Δώδεκα Αποστόλων στη μεγάλη του αψίδα, είναι μισοκαταστραμμένο. Με υψομένο το βλέμμα προς το λαμπρό αυτό υπόλειμμα της παλαιοβυζαντινής ψηφιδωτής τέχνης νιώθουμε ν’ ανεβαίνει στα χείλη μας το θλιβερό επιφώνημα: «Κρίμα! Τί κρίμα να μην έχει περισωθεί από τη φθορά του χρόνου και από την αδιαφορία των ανθρώπων το μωσαϊκό της Κανακαριάς που, καθώς ειπώθηκε, θυμίζει στην χρωματιστή εναρμόνιση των τόνων του και στην τεχνοτροπία της εργασίας του τα φημισμένα ψηφιδωτά του Καχριέ Τζαμί της Πόλης, άλλοτε ελληνικής εκκλησίας. Αλλ’ ας ακούσουμε και τη γνώμη των ειδικών σχετικά με την αρχιτεκτονική του ναού και με το εικονιζόμενο στην αψίδα του ψηφιδοτό.
Όμως αυτό που θεωρείται σαν το πολυτιμότερο στολίδι μέσα στο χαριτωμένο τούτο παιλαιοβυζαντινό μνημείο είναι το εξαίσιο μωσαϊκό στην αψίδα του Ιερού με την Πλατυτέρα σε τύπο «Ένθρονου Οδηγητρίας». Η Παναγία κρατεί τον μικρόν Ιησού λευκοφορεμένον στην αγκαλιά της, έχοντας τους δύο αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ δεξιά και αριστερά, δυστυχώς σκεπασμένους, όπως και ένα μέρος της Παναγίας, από πλατιές επιφάνειες ασβεστοκονίαμα, γιατί το περισσότερο μέρος του εξαίσιου αυτού σε χρυσοποίκιλτες αποχρώσεις μωσαϊκού, με την κεντρική του σύνθεση και τα διακοσμητικά κυκλικά «σταθάρια» (médaillons) που πλαισιώνουν τις προτομές των Δώδεκα Αποστόλων στη μεγάλη του αψίδα, είναι μισοκαταστραμμένο. Με υψομένο το βλέμμα προς το λαμπρό αυτό υπόλειμμα της παλαιοβυζαντινής ψηφιδωτής τέχνης νιώθουμε ν’ ανεβαίνει στα χείλη μας το θλιβερό επιφώνημα: «Κρίμα! Τί κρίμα να μην έχει περισωθεί από τη φθορά του χρόνου και από την αδιαφορία των ανθρώπων το μωσαϊκό της Κανακαριάς που, καθώς ειπώθηκε, θυμίζει στην χρωματιστή εναρμόνιση των τόνων του και στην τεχνοτροπία της εργασίας του τα φημισμένα ψηφιδωτά του Καχριέ Τζαμί της Πόλης, άλλοτε ελληνικής εκκλησίας. Αλλ’ ας ακούσουμε και τη γνώμη των ειδικών σχετικά με την αρχιτεκτονική του ναού και με το εικονιζόμενο στην αψίδα του ψηφιδοτό.
Ο ακαδημαϊκός βυζαντινολόγος κ. Γ. Σωτηρίου στα «Βυζαντινά
Μνημεία της Κύπρου» (έκδ. Ακαδημίας Αθηνών, σ. 31 και πιν. 32 και 33) μας λέει:
«Ο αρχικός ναός ήτο μία μονόκλιτος βασιλική η οποία αργότερον έγινε τρίκλιτος
μετά τρούλλου». Όσο για το ψηφιδωτό της κόγχης του Ιερού ο κ. Σωτηρίου
δημοσίευσε μόνο την εικόνα του στο παραπάνω αναφερόμενο βιβλίο του (πιν. 61 β).
Γι’ αυτό το ψηφιδωτό πρώτος εδημοσίευσε ο Wulff, διάσημος γερμανός
βυζαντινολόγος, στην «Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη» του (εικ. 369, σελ.
432), συνοδεύοντάς το με την ακόλουθη περιγραφή: «Η Θεοτόκος εικονίζεται
έχοντας προς στο στήθος της καθιστό το παιδίον Ιησούν, που κρατεί με τα δυό του
χέρια «ειλητόν κύλινδρον» (τυλιγμένο χαρτί). Παρ’ όλη τη μεγάλη καταστροφή του
ψηφιδωτού, που εφείσθηκε μόνο το παιδί, μπορεί κανείς καθαρά να διακρίνει ότι η
Μαρία, που φορεί το κόκκινο «μαφόριον» (κάλυμμα από κεφαλής), είχε τοποθετήσει
και τα δυό χέρια της στα γόνατα του παιδιού, και προπάντων ότι ο θρόνος της
στέκει πάνω στη σφαίρα του κόσμου περιβαλλόμενος από κυανή ελλειψοειδή «δόξαν»
(Mandoria) που έχει τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ένας τόσο ισχυρός τονισμός
του θεϊκού της αξιώματος δεν παρουσιάζεται σε άλλα παρόμοια δείγματα. Και εδώ
επίσης η Παναγία συνοδεύεται από δυό αγγέλους από τους οποίους μόνον ένας
διατηρήθηκε κατά το ήμισυ, ντυμένος με γαλάζιο ιμάτιο πάνω από λευκό χιτώνα.
Αυτός ο άγγελος κρατούσε σκήπτρο στο κατεστραμμένο αριστερό του χέρι. Με τη
μετωπική του στάση υποτάσσεται στην τέλεια «εικονική» αντίληψη της όλης
συνθέσεως, που μας κάνει να διαβλέψουμε σ’ αυτήν ένα έργο της μεταγενέστερης
συριακής ζωγραφικής δηλ. της επηρεασμένης κιόλας από τη βυζαντινή τεχνοτροπία
του ζ’ αν όχι των αρχών του Ζ’ μ.Χ. αιώνα. Τη Συρία άλλωστε μαρτυρά και ο
ανατολικός χαρακτήρας της κεφαλής του παιδιού…»
Από τον τρούλλο του ναού, καθώς μου διηγούνται οι
χωρικοί, κρεμόταν άλλοτε ένας βαρύτιμος χάλκινος πολυέλαιος χρονολογούμενος από
εξακόσια χρόνια, σε σχήμα αετού που κρατούσε σφαίρα με διάφορες ανάγλυφες
παραστάσεις και που συμβόλιζαν την «επτάφωτον λυχνίαν της ιουδαϊκής λατρείας».
Το θαυμάσιο αυτό κειμήλιο, δώρο ίσως στην εκκλησία κάποιου ευλαβικού βυζαντινού
άρχοντα, αρπάχτηκε μαζί με άλλα πολύτιμα σκεύη του ναού πάνω στις βαρβαρικές
επιδρομές που πλάκωσαν το μεγαλονήσι και το λεηλάτησαν.
Ο Θρύλος της
Κανακαριάς
Για την επονομασία της Κανακαριάς λένε πως ίσως να
προέρχεται από κανένα βυζαντινό πατρίκιο ή δούκα λεγόμενον Κανακάρη, που ήταν ο
πρώτος κτίτορας του ναού της. Όμως η κυριότερη παράδοση που έχει επικρατήσει
στον κυπριακό λαό είναι η ακόλουθη, όπως μου τη διηγήθηκε ο ογδοντάχρονος
Παπανικόλας Λιασής, ιερέας του ναού πριν από πενήντα χρόνια: Όταν τον παλιό
καιρό περνούσε από κει ένας οθωμανός Αράπης και είδε την εικόνα της Παναγίας,
εντοιχισμένη στο εξωτερικό ανώφλι της εκκλησίας, αγρίεψε και είπε φουρκισμένος:
«Για δες τους γκιαούριδες που προσκυνούν τες ζωγραφκιές!» Κι αμέσως βγάζει το
βέλος του και σημαδεύει την αγία εικόνα. Ζεστό αίμα ξεπήδησε ξαφνικά από την
πληγή της Θεομάνας κ’ εχύθηκε, φλόγινο αυλάκι, πάνω στον βέβηλο, βάφοντας
κατακόκκινα όχι μόνο το βέλος και τα χέρια του αλλά και ολόκληρο το σώμα και το
πρόσωπό του. Σαν τρελός άρχισε να τρέχει προς την πηγή με το αγίασμα, για να
πλυθεί, φωνάζοντας «κάν, καν!», που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα «αίματα!
αίματα!», κι απ’ το φόβο του ξεψύχησε σ’ αυτή τη θέση. Η λαϊκή παράδοση, που
στηρίζεται σ’ αυτό τα θαύμα της Παναγίας και που εξηγεί ότι από το «καν» του
Αράπη έλαβε η εκκλησία την προσωνυμία Κανακαρία, πιστεύει πως το φάντασμά του
παρουσιάζεται από καιρό σε καιρό στους χωρικούς εκεί όπου ο βέβηλος βρήκε το
θάνατο τιμωρημένος από τη Μεγαλόχαρη για το ανοσιούργημά του, που έμεινε
αλησμόνητο στη μνήμη του λαού.
Καθώς αργότερα εδιάβασα κάπου, το θαύμα της Κανακαριάς
αναφέρεται από τον Δαμασκηνό, τον θεσσαλονικέα οσιοδιάκονο και στουδίτη που
έζησε τον Ιζ’ αιώνα, σε σύγγραμμά του («Θησαυρός», ΚΕ’ Λόγοι, σελ. 406.) και με
τον τίτλο «Διήγησις κοινή γλώσση περί αγίων εικόνων, διαλαμβάνουσα πόθεν ήρξατο
ο διωγμός αυτών και τίνες οι διώκται…» κτλ. με αυτά τα λόγια «Και εις την Νήσον
Κύπρον ήτον ποτέ Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου· έξω δε του ναού επάνωθεν της
πόρτας ήτον μία εικών της αυτής Παναγίας ζωγραφισμένη με ψηφίδας, είχε δε σχήμα
ότι η μεν Παναγία, εκάθετο εις θρόνον και εκράτει τον Χριστόν ως βρέφος εις τα
γόνατά της· δύο Άγγελοι εστέκοντο από τα δύο μέρη της μετά φόβου πολλού. Μίαν
γουν των ημερών επέρασεν απ΄εκεί Αράπης πηγαινάμενος εις το σπίτι του και, ως
είχεν τον Διάβολον μέσα του, του αφάνη καλόν και ετόξευσεν την Παναγίαν εις το
δεξιόν γόνατον και παρευθύς, ώ του θάυματος! Δια να δείξη η Παναγία την ενέργειάν
της εικόνος, αίμα εχύθη περισσόν από την πληγήν και έσταξεν εις την γην. Ο δε
Αράπης, ως είδε το θαύμα, τρέμοντας και φεύγοντας δια να υπάγει εις το σπίτι
του εξεψύχησεν εις την στράταν.»
Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος
Β’, 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC