Τήν Κυριακὴ 1 Σεπτεμβρίου, τιμήθηκαν τὰ παληκάρια ποὺ
ἔσωσαν τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ "σιδηροῦν παραπέτασμα" καὶ προσευχηθήκαμε
γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν ὅλων τῶν θυμάτων τοῦ πολέμου μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ
ἔρθει ἡ ἡμέρα ποὺ οἱ Ἕλληνες θὰ ὁμονοήσουν πρὸς ὄφελος τῆς πατρίδος. Σὲ λίγες ὧρες (ἐλπίζουμε τουλάχιστον ἂν μᾶς ἐπιτραπεῖ
ἀπὸ τὶς διαδικτυακὲς ὑπηρεσίες) θὰ ἔχει ἀναρτηθεῖ ὀπτικοακουστικὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὴν
ἐκδήλωση ποὺ πραγματοποιήθηκε στοὺς πρόποδες τοῦ Γράμμου.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἑλένη» τοῦ Νίκου Γκατζογιάννη
Μετά τή νομιμοποίηση τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος στήν
Ἑλλάδα τό 1974 καί τή συμπλήρωση τῆς τριακονταετοῦς παραγραφῆς ὅλων τῶν
ἐγλημάτων πού διαπράχθηκαν στά χρόνια τοῦ πολέμου, ἔφτασε πλημμυρίδα ἀπό
ἐξόριστους Ἕλληνες κομμουνιστές, πού ἄρχισαν νά προπαγανδίζουν τή δική τους
ἐκδοχή γιά τόν πόλεμο, ἀναδείκνύοντας τούς κομμουνιστές καπετάνιους τοῦ
ἀντάρτικου σέ λαϊκούς ἥρωες. Ὅταν ἐγκαταστάθηκα στήν Ἑλλάδα, ἔβλεπα μπροστά μου
καθημερινά τήν ἐπιτυχία τοῦ κόμματος στήν κατάκτηση τῆς συμπάθειας τῶν Ἑλλήνων
πού εἶχαν γεννηθεῖ μετά τόν πόλεμο. Φοιτητές μέ νεανικά πρόσωπά μοῦ χτυποῦσαν
τήν πόρτα κάθε Σαββατοκύριακο, γιά νά μοῦ δώσουν προπαγανδιστικά φυλλάδια καί
νά μέ προσκαλέσουν στά ἀτελεύτητα φεστιβάλ τῆς κομμουνιστικῆς νεολαίας. Ἄν
τούς ρωτοῦσες γιά τό παιδομάζωμα, τίς ἐκτελέσεις πολιτῶν καί τίς θηριωδίες τῶν
ἀνταρτῶν, χαμογελοῦσαν και κουνοῦσαν τό κεφάλι μπρός στήν ἀμάθειά μου:
τέτοια πράματα δέν εἶχαν συμβεῖ ποτέ, μοῦ ἐξηγοῦσαν ὑπομονετικά.
Ἦταν ἀναμφισβήτητη ἡ ἐπιτυχία τῶν
κομμουνιστῶν, εἶχαν καταστήσει θρυλικούς τούς ἀντάρτες στά μάτια τῆς
σημερινῆς ἑλληνικῆς νεολαίας καί ξανάγραφαν τήν ἱστορία τοῦ πολέμου, ἀκόμη καί
στό μυαλό παιδιῶν πού γεννήθηκαν ἀπό συχωριανούς μου. Κάποτε, σέ μία...ὀνομαστική γιορτή ὅλο Λιῶτες, ἄκουσα ἕνα φίλο περίπου στήν
ἡλικία μου νά συζητάει μέ τόν ἀνηψιό του, φοιτητῆ στό πανεπιστήμιο, εἴκοσι δύο
χρονῶν. Ὁ θεῖος ἔλεγε στό παλικάρι: «Δέ διαλύσανε τήν οἰκογένειά μας, δέν
πήρανε τή γιαγιά σου, τή μάνα σου καί μένα ἀπό τό χωριό μας καί μᾶς κλείσανε
ἔξι χρόνια σέ στρατόπεδα στήν Οὐγγαρία;»
«Τό ἔκαναν γιά ἀνθρωπιστικούς λόγους», ἀπάντησε ψύχραιμα ὁ
νέος, «γιά νά σᾶς σώσουν ἀπό τίς φασιστικές βόμβες».
«Καί οἱ χιλιάδες πολίτες ποῦ ἐκτελέσανε στά
ἀνταρτοκρατούμενα χωριά; Κι αὐτό ἦταν ἀνθρωπιστικό;» ἐπένενε ὁ θεῖος ὑψώνοντας
τή φωνή. «Οἱ πέντε ποῦ σκοτώσανε στό Λιά;».
Τά μάτια τοῦ παλικαριοῦ σμίξανε. «Δέν θά τούς σκότωναν ἄν
δέν ὑπῆρχε λόγος», εἶπε. «Θά εἶχαν πιθανόν πολύ μεγάλο λόγο».
Γιά νά σβήσουν αὐτές τίς θηριωδίες ἀπό τή συνείδηση τῶν
Ἑλλήνων, οἱ κομμουνιστές, εὐθύς μόλις νομιμοποιήθηκαν, ἐξαπέλυσαν μία εὐρύτατη
ἐκστρατεία νά σταματήσουν ὅλα τά ἐπίσημα μνημόσυνα γιά ὅσους σκοτώθηκαν στόν
ἐμφύλιο πόλεμο, γιά τά θύματα, στά ὁποῖα ἦταν καί ἡ μάνα μου.
Πέτυχαν νά πείσουν τή νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση πού
ἀνέβηκε στήν ἐξουσία τό 1981, νά καταργήσει αὐτές τίς τελετές.