Σε
πλήρη σύμπλευση βρίσκονται σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών ο Ευ. Βενιζέλος
με τον πρωθυπουργό αναφορικά με τις συνομιλίες εκπροσώπων των Τουρκοκυπρίων
στην Αθήνα με στελέχη του ΥΠΕΞ.
Του Δρ. Γεωργίου Κ.
Φίλη
Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, Κωνσταντίνος Κούτρας, αναφορικά με
τη συνάντηση του διαπραγματευτή της τουρκοκυπριακής κοινότητας με τον Γενικό
Γραμματέα του ελληνικού ΥΠΕΞ, προκειμένου «να διευκολυνθεί η απευθείας
συνάντηση του διαπραγματευτή της ελληνοκυπριακής κοινότητας με τον Γενικό
Γραμματέα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών» και σε απάντηση σε δημοσιεύματα
του τουρκικού Τύπου τα οποία μιλάνε για διαφορές μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού
με τον αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης σημείωσε ότι:
«Στη στρατηγική και τους χειρισμούς της εξωτερικής
πολιτικής υπάρχει πλήρης ταύτιση απόψεων και συμφωνία του Πρωθυπουργού και
του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ΥΠΕΞ, οι οποίοι βρίσκονται σε συνεχή
επαφή. Αν αυτό ισχύει μια φορά για όλα τα κεφάλαια της κυβερνητικής πολιτικής,
στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας των δύο κομμάτων της κυβερνητικής
συνεργασίας, ισχύει δύο φορές για τα εθνικά θέματα».
Για την «ταμπακέρα» ο Κ. Κούτρας ανέφερε επί λέξει, ότι ο
ΥΠΕΞ στην ουσία αποδέχθηκε πρόταση του προέδρου της Κύπρου η οποία σκοπό έχει
«να διευκολυνθεί η απευθείας επαφή του διαπραγματευτή της ελληνοκυπριακής
κοινότητας με την τουρκική Κυβέρνηση». Και σημείωσε ότι στην ουσία δεν
πρόκειται για κανενός είδους αναγνώριση του ψευδοκράτους, αφού «η συνάντηση
αφορά τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας, δηλαδή οντότητας που
προβλέπεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 και όχι τον
εκπρόσωπο του ψευδοκράτους,η άμεση ή έμμεση αναγνώριση του οποίου ρητά
απαγορεύεται από τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ στη δήλωσή του ανέφερε ακόμα, ότι
δεν πρόκειται κατά κανένα τρόπο να νομιμοποιήσει «οποιοδήποτε σχήμα δήθεν
‘τετραμερούς’» ενώ υπενθύμισε ότι και στο παρελθόν έχουν προκύψει
συναντήσεις των δύο πλευρών χωρίς ποτέ να έχει τεθεί θέμα αναγνώρισης του
ψευδοκράτους.
Από την πλευρά μας να σημειώσουμε τα εξής:
Πρώτον, η τελευταία επισήμανση δεν έχει νόημα αφού
από τη στιγμή που οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα πρέπει να συνομιλήσουν και να
φτάσουν σε κάποιου είδους συμφωνία, αυτό εξ ορισμού συμπεριλαμβάνει στο τελικό
στάδιο της διαπραγμάτευσης κάποιου είδους συνάντηση. Το ερώτημα είναι τι
ακριβώς πράττει η Αθήνα για το θέμα, αφού αποφάσισε να αποδεχτεί τις απευθείας
συνομιλίες με την τουρκοκυπριακή «κοινότητα». Το να συνομιλούν δηλαδή οι
Τουρκοκύπριοι με τους Ελληνοκύπριους, σε τελική ανάλυση είναι φυσιολογικό, το
να εμπλέκεται όμως στην διαδικασία η Αθήνα δεν αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς θα
επιτύχει.
Δεύτερον, είναι προφανές ότι η Αθήνα «ρίχνει το
μπαλάκι» στη Λευκωσία, αφού σύμφωνα με το ΥΠΕΞ, αυτό έγινε κατόπιν
υπόδειξης του Νίκου Αναστασιάδη. Είναι προφανές ότι για να γίνει η επισήμανση
αυτή είναι αυτονόητο ότι η ελληνική κυβέρνηση αισθάνεται «άβολα» με την
εξέλιξη και γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι εντυπώσεις της κίνησης αυτής
δεν πρόκειται να είναι και οι καλύτερες.
Τρίτον, η δικαιολογία της ελληνικής (ελλαδικής και κυπριακής)
ηγεσίας για την κίνηση αυτή είναι προφανής και αναφέρεται στο κείμενο του
εκπροσώπου του ΥΠΕΞ, έχοντας να κάνει με τηδιευκόλυνση της απευθείας
διαπραγμάτευσης της Λευκωσίας με την Άγκυρα.
Να υποθέσουμε ότι οι άκρως προσβλητικές αναφορές του
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφορικά με την ανυπαρξία της Κυπριακής Δημοκρατίας να
κινούνται μέσα στη συγκεκριμένη εξέλιξη; Είναι προφανές ότιο Τούρκος
πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να «καλμάρει» τις αντιδράσεις για τις
«απευθείας συνομιλίες» με τη Λευκωσία προσπάθησε με την ρητορική του πρόκληση
να δώσει το στίγμα ότι τίποτα δεν αλλάζει στην πολιτική της Άγκυρας για το
θέμα.
Να ρωτήσουμε λοιπόν, εάν αυτό συμβαίνει – κάτι για το
οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία – για ποιον λόγο η Ελλάδα να δεχτεί για ακόμα
μία φορά να προχωρήσει σε μία κίνηση η οποία θα της χρεωθεί ως υποχώρηση;
Εάν συνδυάσουμε τις παραπάνω επισημάνσεις, δηλαδή ότι η
Αθήνα εμπλέκεται άμεσα για πρώτη φορά σε συνομιλίες με την «τουρκοκυπριακή
κοινότητα», κάτι το οποίο γνωρίζει ότι είναι πολύ παρακινδυνευμένο γι’
αυτό και «δίνει» τον Νίκο Αναστασιάδη και τέλος η όλη αυτή ελληνική πρωτοβουλία
στην ουσία λαμβάνει ως «αντίδωρο» τις προσβολές του Ρ. Τ. Ερντογάν, τότε
γίνεται πασιφανές ότι ακροβατούμε σε τεντωμένο σχοινί στο οποίο προσευχόμαστε
να μην πέσουμε και την συγκεκριμένη κίνηση την ονομάζουμε και «διπλωματικό ελιγμό».
Αντί λοιπόν να αντιληφθούμε ότι την Αθήνα και την
Λευκωσία τη συμφέρει στην παρούσα φάση η «καθυστέρηση» και η «προάσπιση των
κεκτημένων», αφού μπροστά μας ανοίγεται ο ορίζοντας την εκμετάλλευσης των
υδρογονανθράκων (οπότε άλλος είναι με την πλάτη στον τοίχο και μάλιστα ο
εισβολέας και παραβάτης κάθε έννοιας διεθνούς νομιμότητας και μάλιστα με τη
σφραγίδα των κειμένων των Ηνωμένων Εθνών), αλλά μας περιμένει και ο Γολγοθάς
της Τρόικα, φαίνεται να σύρεται (;) σε μία «διαπραγμάτευση» η οποία στην
καλύτερη των περιπτώσεων θα μας οδηγήσει σε ένα μεταλλαγμένο έκτρωμα τύπου
Ανάν, όπου όμως αυτή τη φορά δεν θα μπορούμε να το αντιπαρέλθουμε έτσι εύκολα,
αφού «μας έχουν βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι», με αποτέλεσμα οι εκβιασμοί από
το εξωτερικό να είναι πλέον πολύ αξιόπιστοι, χειροπιαστοί και δυνητικά
αποτελεσματικοί…
Και κάτι ακόμα, ακόμα και εάν η Αθήνα και η Λευκωσία, στην
ουσία, αυτή τη στιγμή θα «παίζουν» απλά «καθυστέρηση» αλλά κατά τρόπον ώστε να
μην κατηγορηθούν ότι δεν συνομιλούν, ακόμα και εάν έρθει ένα Ανάν ΙΙ (που
θα έρθει) και το απορρίψουμε «μετά χιλίων επαίνων», αντιλαμβανόμαστε ότι
στην ουσία από την διαδικασία που άρχισε η Αθήνα θα έχει αναγνωρίσει de
facto τους Τουρκοκύπριους;
Εάν δε στην συγκεκριμένη επισήμανση κάποιος πει, ότι «και
η Τουρκία θα έχει αναγνωρίσει την Λευκωσία» η απάντηση είναι μία και
αφοπλιστική: Ποιος θα έχει κερδίσει από αυτό, ο Ελληνισμός που δεν δέχεται το
ψευδοκράτος, ή οι Τούρκοι οι οποίοι αγωνίζονται για την «αρχή της
αμοιβαιότητας», δηλαδή την έμμεση έστω αναγνώριση του ψευδοκράτους από τους
Έλληνες, οπότε και ένα χιλιοστό να προσεγγίσουν στον στόχο, αυτό θα συνιστά
επιτυχία; Εμάς γιατί να μας «καίει» η αναγνώριση της Λευκωσίας από την Τουρκία;
Αυτά και περαστικά μας.