Σκηνή πρώτη: Γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού. Στο πεζοδρόμιο ξαπλωμένος
πάνω σε ένα sleeping bag ένας άνδρας γύρω στα 30 του. Έχει παγωνιά αλλά σήμερα
το πρωί ένας ήλιος σωτήρας έκανε για λίγο την εμφάνισή του και ζέστανε ελάχιστα
τα κορμιά. Το ένα χέρι του απλωμένο δίπλα, το άλλο διπλωμένο στο μέτωπό του. Το
χαρτόνι μπροστά του επιχειρεί τις αυτονόητες επεξηγήσεις «είμαι άνεργος και εδώ
και δύο εβδομάδες άστεγος. Βοηθήστε με!».
Οι περαστικοί είτε τον προσπερνούν είτε προσπαθούν να
ελέγξουν τον βαθμό «κανονικότητάς» του. Είναι «κανονικός» όμως. Φαίνεται!
Άνθρωπος σαν «όλους» τους περαστικούς που επεξεργάζονται έστω και φευγαλέα την
όψη του. Με ταχείες εγκεφαλικές ταξινομητικές
λειτουργίες κατατάσσεται άμεσα στη νέα κατηγορία ανθρώπων που
«νομιμοποιούνται» να ζουν σε καθεστώς ορατότητας, αφού δεν είναι ούτε πρεζόνια,
ούτε εκδιωγμένοι, ούτε σε καθεστώς παρανομίας. Είναι Έλληνας. Ποιος νοιάζεται;
Κι όμως κι αυτός ακόμη ο -κενός νοήματος- εθνικός προσδιορισμός φαίνεται να
έχει τη σημασία του. Τόσο ως προς τη «νομιμοποίηση» της ορατότητας μέσα στην
πόλη όσο και ως προς την επιλογή των περαστικών να ξοδέψουν έστω και επτά
δευτερόλεπτα εγκεφαλικής διεργασίας ώστε να τον «ταξινομήσουν», έπειτα να
νιώσουν ένα ρίγος απελπισίας και τελευταία να προσπεράσουν χωρίς να δώσουν ένα
μικρό «έστω».
Σκηνή δεύτερη: Πλατεία Συντάγματος. Αρχή Καραγεώργη Σερβίας. Μια νεαρή
κοπέλα κοιμάται οκλαδόν πάνω σ’ ένα χαρτόκουτο από γάλα εβαπορέ. Ηλικία
απροσδιόριστη, μορφή κατασπαραγμένη απ’ την ταλαιπωρία, απ’ το κρύο, απ’ την
αγωνία αν θα βγάλει και σήμερα τη μέρα. Ήταν όμορφη χτες. Η νεότητα και η
ομορφιά της όμως διαγράφηκαν χωρίς καμία διαπραγμάτευση μερικές νύχτες και
μέρες πριν εδώ έξω. Δίπλα της ένας μικρός σάκος με όλα της τα υπάρχοντα.
Μπροστά της ένα χαρτί με προχειρογραμμένη τη λέξη «Πεινάω!» κι ένα πλαστικό
ποτηράκι.
Γύρω της πόδια, πόδια, πόδια και βλέμματα.
Δίπλα στο ποτήρι
της κάποιος αφήνει ένα σάντουιτς. Η κοπέλα ανοίγει τα μάτια. Όλο της το κορμί,
οι ώμοι, τα μάτια της, συμμετέχει στην έκπληξη. Με τα δυο της χέρια το παίρνει,
λαίμαργα το ξετυλίγει και το δαγκώνει ικανοποιημένη. Ίσως και μ’ έναν
αναστεναγμό ανακούφισης που δεν άκουσα. Σαν τα παιδιά που ξυπνούν ανήμερα
Πρωτοχρονιάς, πετάγονται απ’ το κρεβάτι και με τις πυτζάμες τρέχουν ως το
σαλόνι να δουν κάτω απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο αν ήρθε ο Άγιος Βασίλης.
Αρπάζουν τότε το εντυπωσιακά αμπαλαρισμένο δώρο τους, άπληστα το ξετυλίγουν και
μ’ έναν αναστεναγμό ικανοποίησης κοιτάζουν πίσω τη μαμά και τον μπαμπά και
χαμογελούν.
Εκείνη δεν βρήκε μάτια να διασταυρώσουν τα μάτια της για
να χαμογελάσει.
Ίσως όμως να το ήθελε.
Σκηνή τρίτη:
-Κοπελιά, τι μέρα είναι σήμερα;
-Είναι Τρίτη, αλλά μοιάζει με απόγευμα Κυριακής. Νομίζει
κανείς ότι σήμερα στο κέντρο κυκλοφορούν μόνο ταξί. Άδεια μάλιστα.
Ασύντακτες γραμμές κίτρινων αυτοκινήτων στριμώχνονται
σιωπηλά στη Φιλελλήνων. Ούτε κορναρίσματα, ούτε βρισιές. Μόνο διπλωμένοι στα
δύο, ώρες καθισμένοι μπροστά απ’ το τιμόνι, οδηγοί με την ένδειξη «Ελεύθερο» να
τραυματίζει από τη δεξιά διαγώνιο τον αμφιβληστροειδή τους.
-Πώς γίναμε έτσι; Πού θα πάει αυτό; Το κέντρο της Αθήνας
είναι σαν να είναι «κλειστό λόγω έργων». Το πρωί πέρασα απ’ την Αγίου Μάρκου
και την Ευαγγελιστρίας. Δρόμους που μέχρι λίγο καιρό πριν έσφυζαν από ζωή. Και
τώρα μόνο καταστήματα κλειστά ή με την ένδειξη «Κλείνουμε. Διάλυση τιμών!».
Η αλήθεια είναι ότι οι οδοί αυτές θύμιζαν σύναξη
φαντασμάτων. Ούτε μικροπωλητές να πουλάνε φθηνά -πλην εξοργιστικά
εξειδικευμένα- αντικείμενα κουζίνας, ούτε μαγαζάτορες να παρακινούν ως
ντελάληδες τους πελάτες να περάσουν και να δουν ότι «τ’ αφεντικό τρελάθηκε» και
ότι «δεν πουλάμε… χαρίζουμε». Και όσα καταστήματα δεν ήταν κλειστά λόγω
διάλυσης, συνταξιοδότησης ή άλλων επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται αντί του
«βαρέσαμε φαλιμέντο», που με πικρή ειλικρίνεια έγραφε ένας πρώην ιδιοκτήτης
καταστήματος στην Καλλιθέα, ήταν άδεια, κάποια και σκοτεινά και οι ιδιοκτήτες ή
πωλητές κάθονταν σταυροπόδι σ’ ένα σκαμπό, με όλη την ανασφάλειά τους να
κρατιέται απαλά μέσα στην παλάμη του δεξιού χεριού τους όπου στήριζαν το κεφάλι
τους.
Λίγο πριν κατηφορίσουμε τη Συγγρού, ο οδηγός γύρισε πίσω,
έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να μου δείξει τα μάτια του -υγρά και σκοτεινά- και
να μου πει την ιστορία του. Μια ιστορία κοινή σήμερα για πολλούς πρώην
μικροϊδιοκτήτες εμπορικών καταστημάτων του κέντρου.
-Τα ‘χασα όλα. Όλα!
Πρώτα το μαγαζί, μετά το σπίτι και έπειτα την οικογένειά μου. Όλα! Επέστρεψα
στου Ψυρρή. Εκεί μεγάλωσα. Εκεί έγινα άντρας. Και τώρα πληρώνω με τη μέρα ένα
δωμάτιο ξενοδοχείου. Ευτυχώς που βρήκα αυτή τη δουλειά στο ταξί. Και προσπαθώ
να μαζέψω 300 ευρώ, δυο νοίκια μπροστάντζα, για να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα.
Ο κόμπος στη φωνή
του δεν λέει να φύγει. Και στα φανάρια γυρίζει και με κοιτάζει με τα ίδια
μάτια.
-Ντρέπομαι να κλαίω.
Αλλά πάλι, δεν μου ‘μεινε και τίποτα. Λέω, τι να κάνω; Να δέσω μια πέτρα
στο λαιμό μου να τελειώνω. Αυτό μόνο σκέφτομαι.
Τι να πεις σ’ έναν άνθρωπο που η ανάγκη του τον οδηγεί να
ξεγυμνώσει το μέσα του σε μια άγνωστη. Από Σταδίου ως Κουκάκι, στη διάρκεια
τεσσάρων κόκκινων φαναριών, έγινα μάρτυρας αυτήκοος της ιστορίας μιας ζωής που
σήμερα θέλει να λήξει.
-Υπομονή και κουράγιο να κάνετε. Κανείς δεν μπορεί να
υποσχεθεί ότι αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα. Αλλά μπορεί και να είναι.
Το είπα σαν να το πίστευα αλλά δεν ακούστηκε έτσι.
-Πόση υπομονή και πόσο κουράγιο ακόμα; Αυτό μοιάζει να
είναι το τέλος της αξιοπρέπειας. Δεν μπορώ άλλο.
Και το «μπορώ» ίσα που ακούστηκε.
Στη Γενναίου Κολοκοτρώνη πλήρωσα και κατέβηκα.
Σκηνή τέταρτη,
πέμπτη, ένατη, εκατοστή πρώτη…
Βρέχει. Μέσα και έξω μας βρέχει. Μια ολόκληρη πόλη, μια
ολόκληρη χώρα έχει διαρκή συννεφιά. Γυρνάμε μήνες τώρα με το ίδιο σαρκίο.
Αδύναμο. Λερό. Στηριγμένο πάνω σε απογοητευμένα μέλη, σερνάμενα ίσα-ίσα, μόλις
για να μας κουβαλήσουν ως την έξοδο της μέρας.
Πριν καιρό σκεπτόμουν ότι η συγκυρία αυτή μπορεί ν’
αποτελέσει το εφαλτήριο για νέας μορφής συλλογικότητες ικανές να ποδοπατήσουν
τον ατομικισμό που έχει κατασπαράξει σχεδόν κάθε έννοια ανθρωπιάς μέσα μας.
Αλλά σήμερα βρέχει μέσα και έξω μας. Και μου φαίνεται πως οι ψυχές μας, εκεί
που πριν δεν μπορούσαν άλλο ν’ ανασάνουν μέσα στις ψηλοτάκουνες γυαλιστερές
τους γόβες, σήμερα ξυπόλητες απλώς κρατούν ομπρέλα και γυρίζουν γύρω και γύρω
και γύρω απ’ το σακατεμένο «εγώ» μας. Είναι κι αυτό μια εξέλιξη. Ίσως όχι
σπουδαία αλλά τουλάχιστον ένα βήμα προς τα κάπου.
Για κάποιους όλο αυτό μοιάζει να είναι χωρίς υπερβολή το τέλος της αξιοπρέπειας. Για
άλλους το τέλος μιας εποχής και το ξημέρωμα μιας νέας χωρίς συγκεκριμένα
περιγράμματα και χωρίς πλάνο δράσης.
Στη «γιορτινή» πόλη όμως, εδώ που η χαρά εκβιάζεται με
χιλιάδες λαμπιόνια, που ο φόβος ξορκίζεται -νομίζουμε- με στολίδια φανταχτερά,
αναμετράται στη λήθη του «προχτές» και φτιάχνεται με την ελπίδα του «μεθαύριο»,
μοιάζει να μην χωράει αυτές τις μέρες η απελπισία.
Η απελπισία όμως είναι γραμμένη με μαύρο στυλό πάνω σε
κομμένα χαρτόνια, σε λέξεις που ίσα που ψελλίζονται, πίσω από μαύρα γυαλιά και
κόκκινα μάτια, στα χέρια που ψαχουλεύουν στα σκουπίδια, στα πόδια που την
προσπερνούν ως μη ιδωμένη, στα βλέμματα που δεν διασταυρώνονται. Και θα ‘ναι
και αύριο εκεί. Ας μην την αγνοήσουμε πάλι!
Η Ρίτα Δαλεζίου είναι... απλώς η
Ρίτα.
Μισεί τις "ταμπέλες" και
αγαπάει τη λευτεριά της θάλασσας και τη θλίψη των μεγάλων λιμανιών.
Σπούδασε Δημοσιογραφία και Ευρωπαϊκό
Πολιτισμό και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Φύλου στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και
Ιστορία.
Ασχολείται θεωρητικά και πρακτικά με
τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη και ζει στη Σύρο.