Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
1. Προετοιμάζεσαι
γιά τότε;
Μεγάλη γιορτή ἡ σημερινή, γιατί μᾶς θυμίζει τήν δευτέρα
Παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Γιατί, γι’ αὐτό
γίναμε χριστιανοί, γι’ αὐτό ἀγωνιζόμαστε, γι’ αὐτό ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, γι'
αὐτό προσευχόμαστε καί νηστεύομε. Γιά νά ἀπολαύσουμε τήν Βασιλεία του. Καί εἴθε
ὁ Χριστός νά μᾶς ἀξιώσει νά τήν κληρονομήσουμε.
Στό εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε ὁ Χριστός μᾶς λέγει:
Τότε πού θά ἔλθει, τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας του,
αὐτά πού τώρα εἶναι ἀνακατεμένα, πού δέν ξεχωρίζουν, τότε τά ξεχωρίσει καλά.
Καί θά βάλει τούς καλούς στά δεξιά του καί τούς ἄλλους στά
ἀριστερά του. Θά τούς ξεχωρίσει μέ τήν εὐκολία πού ὁ τσοπάνης ξεχωρίζει τά
πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Γιά μᾶς εἶναι δύσκολο.
Γιά τόν Χριστό εἶναι τό πιό ἁπλό πράγμα. Ὅπως εἶναι πολύ
ἁπλό γιά τόν τσοπάνη, νά ξεχωρίσει κατσίκια ἀπό ἀρνιά.
Γιά μᾶς ὅμως εἶναι ἕνα θέμα σοβαρό. Γιατί; Γιατί ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τήν φύση του ἀρνί καί κατσίκι. Ἀλλά γίνεται ὅταν θέλει
ἀρνί καί γίνεται ὅταν θέλει καί κατσίκι καί λύκος καί λιοντάρι καί ἀκόμη
χειρότερο.
Τό ἐρώτημα λοιπόν πού μᾶς θέτει ἡ σημερινή μέρα καί ἡ
ἀνάμνηση τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας εἶναι:
«Ἐσύ ἑτοιμάζεσαι γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη; Φροντίζεις νά
γίνεις ἀρνί; Ἤ ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά γίνεται κατσίκι;»
2. Δέν τολμᾶς νά
ἀποφασίσεις τό καλό; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη. Διαλέγω καί παίρνω.
Ἀποφασίζω, μόνος μου καί προχωρῶ. Τό ἐρώτημα ποῦ πρέπει νά τό ἀπευθύνω ἐγώ στόν
ἑαυτό μου, καί κανένας ἄλλος, εἶναι:
—Τί κάνω; Τοποθετοῦμαι ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μου καί τοῦ
Χριστοῦ ὑπεύθυνα; Ἀποφασίζω σοβαρά; Βλέπω τά πράγματα σωστά;
Παράδειγμα. Θέλω νά πιῶ νερό. Ἀλλά βρίσκομαι ἔξω στά χωράφια.
Ὅπου βρῶ μπροστά μου νερό, πίνω; Πίνω ποτέ βοῦρκο; Πίνω ποτέ δηλητήριο;
Ὄχι! Ψάχνω νά βρῶ καθαρό νερό.
Ποιό εἶναι τό καθαρό νερό; Ἐκεῖνο πού βγαίνει ἀπό τήν
πηγή. Ψάχνω νά βρῶ τήν πηγή μέ τό καθαρό νερό. Ὄχι ὁποιοδήποτε αὐλάκι. Αὐτή
εἶναι ἡ ὑπευθυνότητα ἀπέναντι στήν πρόσκαιρη ζωή μας.
Ἀπέναντι στήν αἰώνια ζωή ἡ ὑπευθυνότητα εἶναι μεγαλύτερη.
Πρέπει νά εἶναι μεγαλύτερη. Ἔστω καί ἄν χρειάζεται νά ἀφήσω κάτι πού μέ
γοητεύει.
Χρειάζεται καμιά φορά νά μπεῖ κανείς στό χειρουργεῖο. Ἅμα
καθυστερήσει λίγο, φεύγει γιά τήν ἄλλη ζωή. Βέβαια μακάρι νά φύγει κανείς ὅταν
εἶναι ἕτοιμος καί ξέρει ὅτι θά πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ λοιπόν γίνεται ἡ
προετοιμασία γιά τήν ἐγχείριση καί ἀργότερα μέσα στό χειρουργεῖο, ὁ ἄρρωστος
γυμνώνεται καί ὑποβάλλεται σέ ἐξετάσεις, πράγματα πού δέν θά δεχόταν νά τοῦ τά
κάνουν ποτέ. Γιατί τώρα τά δέχεται; Γιά τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Γιά νά ζήσει
λίγο. Πόσο λίγο;
Ὅσο ξέρει ὁ Θεός.
Γιά τήν αἰώνια ζωή τί πρέπει νά δεχθοῦμε;
Εἶναι βαρύ νά πάει κανείς καί νά πεῖ μόνος του τίς
ἁμαρτίες του στόν πνευματικό; Γιατί κανείς δέν θά τόν ἀνακρίνει γιά τά
ἁμαρτήματά του καί τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς του;
Καί εἶναι τόσο δύσκολο νά θελήσει νά ὑποβληθεῖ σέ
θεραπεία; Νά πάρει φάρμακα; Νά πάρει ἐφόδιο γιά τήν αἰώνια ζωή τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ; Νά κάνει μιά δίαιτα πού λέγεται νηστεία;
Νά συμμαζέψει λίγο τήν γλώσσα του; Νά κάνει ἔργα καλά;
«Ἐπείνασα καί μοῦ δώσατε, ἐδίψασα καί μέ ποτίσατε, ἤμουν
στό σπίτι ἄρρωστος καί στή φυλακή καί ἤρθατε μέ λίγη καλωσύνη νά μέ δεῖτε».
Δέν τολμᾶς νά τά ἀποφασίσεις; Τότε τί κάνεις;
Ἡ ζωή εἶναι ὑπεύθυνο πράγμα. Ἐγώ τί κάνω;
Ρώτησαν ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ἀνθρώπους τῆς Εὐρώπης:
-Ποῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχες στό γραφεῖο
σου;
Ἀπάντησε:
-Δέν τό ἄντεχα πιά νά τόν βλέπω νά μέ κοιτάζει καί τήν
ἔβγαλα ἀπό κεῖ.
Τί βάθος ἔχει αὐτό τό περιστατικό! Τί μοῦ λέει;
Βλέπεις καί αἰσθάνεσαι τόν Χριστό νά μήν εἶναι
εὐχαριστημένος μέ σένα καί τόν βγάζεις ἀπό τή ζωή σου; Τόν πετᾶς κάπου παράμερα
ἤ τόν πετᾶς στά σκουπίδια; Καί δέν θέλεις οὔτε τήν ὄψη του νά βλέπεις, οὔτε νά
τόν θυμᾶσαι;
Ὅταν ἀκοῦς τήν καμπάνα, πού εἶναι ξυπνητήρι ψυχῆς, λές:
«Χριστέ μου, ἀξίωσέ με νά πάω στήν Ἐκκλησία σου νά σέ προσκυνήσω;»
Ἤ λές: «Τί θέλουν αὐτοί οἱ παπάδες καί τήν χτυπᾶνε κάθε
τόσο, δέν μ’ ἀφήνουν νά ἡσυχάσω;».
Χίλιοι θόρυβοι τῆς σημερινῆς ζωῆς, δέν σ’ ἐνοχλοῦν.
Ἡ καμπάνα σέ ἐνοχλεῖ;
Χίλια βιβλία πού μπορεῖς νά ἔχεις στό σπίτι σου καί στό
τραπέζι σου, δέν σέ ἐνοχλοῦν.
Σέ στενοχωρεῖ τό προσευχητάριο, τό βιβλίο πού μιλάει γιά
τήν αἰώνια ζωή καί γιά τήν χριστιανική ζωή;
Σέ στενοχωρεῖ τό Εὐαγγέλιο; Πόσο τό πιάνεις στά χέρια σου
νά τό διαβάσεις;
Πόσο σηκώνεις τό χέρι σου γιά νά κάνεις τόν Σταυρό σου καί
νά ἐπικαλεστεῖς τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό;
3. Ἀναπλάθεις τήν
καρδιά σου; Αὐτό εἶναι τό μυστικό
Ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν. Ἐδίψασα καί μοῦ δώσατε
νερό. Ἤμουν ἄρρωστος καί στή φυλακή. Ἤμουν στό δρόμο καί στρέψατε ἐπάνω μου ἕνα
βλέμμα στοργῆς.
Τί μᾶς ζητάει;
Ἀπάντηση: Καλή καρδιά. Φτάνει;
Ναί, ἀδελφοί μου, φτάνει!
Γιατί; Γιατί ἅμα φροντίσεις νά ἔχεις καλή καρδιά, ἀπό κεῖ
καί πέρα, ὅτι καί νά ρθεῖ μπροστά σου, τό κάνεις ἤρεμα, ἄνετα καί εὐχάριστα.
Καί τό ἀντίθετο.
Τί εἶπε τό Εὐαγγέλιο;
«Φύγετε ἀπό κοντά μου οἱ καταραμένοι. Χρειάστηκα λίγο
ψωμί, δέν μοῦ δώσατε. Λίγο νερό, δέν μοῦ δώσατε. Ἤμουνα ἄρρωστος στό κρεβάτι,
ἤμουν στή φυλακή, συμπόνια δέν μοῦ δείξατε».
—Πότε Κύριε; Πότε;
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, μέ τήν κακή καρδιά, πού
ἔχουν τήν καρδιά στήν τσέπη, στήν κοιλιά καί στήν ἀπόλαυση, ὅταν ἀκούσουν γιά
κάποιο μεγάλο, γίνονται δοῦλοι μπροστά του.
Γιά νά ἀποκτήσουν περισσότερα καί νά κερδίσουν
περισσότερα.
Γι' αὐτό ἀπάντησαν:
—Πότε Κύριε, σέ εἴδαμε;
Εἶπε ὁ Χριστός:
—Ἅμα κεῖνο τό φτωχαδάκι, πού τώρα τό θεωρεῖτε
καρπαζοεισπράκτορα, τιποτένιο καί μηδενικό, δέν τό προσέξατε, οὔτε μένα μέ
προσέξατε. Γιατί ἐγώ μέ κεῖνον ταυτίζομαι.
Τί θέλει πάλι νά πεῖ ὁ Χριστός;
—Μή κρύβεσαι! Τό μυστικό δέν εἶναι στήν ἐπίγεια ζωή καί σέ
πρόσκαιρα ἀποκτήματα. Γιά μένα τό μυστικό εἶναι νά ἀναπλάθεις τήν καρδιά σου,
νά τήν κάνεις ὅπως τήν θέλω ἐγώ.
Γεμάτη καλωσύνη καί ἀγάπη.
Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ὑπάρχει πιό εὔκολο πράγμα ἅμα τό
θέλομε;
4. Ξεχᾶστε αὐτή τήν
νοοτροπία
Κάποτε, ἕνας παπάς ἐπισκέφθηκε πῆγε ἕνα σπίτι. Κάτι ἤθελε
τόν νοικοκύρη. Μέσα ἦταν τά παιδιά καί εἶχαν βάλει συγχρονη μουσική, τοῦ
γλεντιοῦ, τῆς διασκέδασης, τῆς ἁμαρτίας καί ἀντηχοῦσε σ’ ὅλη τήν γειτονιά. Ὅταν
χτύπησε ἡ πόρτα, κάποιος κοίταξε νά δεῖ ποιός εἶναι, καί βλέποντας τόν παπά,
εἶπε: «Ἀλλᾶχτε δίσκο, ὁ παπάς στήν πόρτα». Ἀμέσως ἔβαλαν ἄλλο δίσκο καί ἄρχισαν
ψαλμωδίες: «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ...».
Μπῆκε ὁ παπάς καί ἄρχισαν νά τοῦ λένε: «τήν εὐχή σου
παπούλη». Σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε.
Ἐδῶ περνᾶνε αὐτά τά μέτρα. Περνᾶ ἡ ὑποκρισία. Καί περνοῦν
τά δύο πρόσωπα καί τά πολλά πρόσωπα. Μερικοί ἄνθρωποι τό θεωροῦν ἐπιτυχία τους.
Δηλαδή παίζουν στή ζωή τους θέατρο καί μένουν εὐχαριστημένοι, γιατί περνᾶνε
καλά. Καί ἀκοῦμε μέ ἔκπληξη, γιά κάτι ἐξωφρενικά πράγματα πού κάνουν κάποιοι
εὐυπόληπτοι ἄνθρωποι. Πού εἶναι νά κρύβουμε τό πρόσωπό μας καί νά λέμε:
«Ἁμαρτωλοί ποῦ φύγωμεν; Γίνονται τέτοια πράγματα; Πῶς παρουσιάζονται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι
σέ ἄλλους;»
Καί ὅμως γίνονται. Γιατί;
Γιατί δέν σκεπτόμαστε τήν καλωσύνη καί τό μάτι τοῦ
Χριστοῦ.
Ξεχᾶστε αὐτή τήν νοοτροπία, γιατί ὁ Χριστός ἔρχεται. Δέν
ἔχει ἀξία οὔτε τό ροῦχο, οὔτε τό αὐτοκίνητο, οὔτε ἡ ἐπιταγή, οὔτε τά πολλά
χρήματα, οὔτε ἡ καλοφαγία, οὔτε ἡ διασκέδαση.
Ἀξία ἔχει ἡ καλωσύνη καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί πρός
τόν φτωχό καί ταπεινωμένο καί καταφρονημένο ἀδελφό του, πού τόν βρίσκουμε ἀπό
τό πρωί μέχρι τό βράδυ δίπλα μας. Ἤ ἔστω μιά φορά τόν χρόνο ἤ μιά φορά στή ζωή
μας μπροστά μας. Ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ
καί νά τόν ἀντιμετωπίζουμε μέ τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό μᾶς θυμίζει τό Εὐαγγέλιο σήμερα.
Καί μᾶς λέει ἀκόμη ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα θά κριθοῦμε
ἀνάλογα μέ τό πόσο πήραμε ἐδῶ, στήν ἐπίγεια ζωή μας, στά σοβαρά τό μήνυμα τοῦ
Κυρίου μας ὅτι ἡ ζωή εἶναι εὐθύνη καί μάλιστα εὐθύνη ἀγάπης καί καλωσύνης.
Ἀμήν.
Read more: osiaefxi.com