«Άκρα Ταπείνωσις», φορητή εικόνα,
κρητικής σχολής, 16ος
αι.,
Ι. Μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος
Όπως έγινε μέχρι τώρα φανερό η Άκρα Ταπείνωση προέκυψε για να καλύψει τη λειτουργική ανάγκη να
βρεθεί μια εικόνα που να μπορεί να απεικονίσει σε μια μόνο παράσταση τη Σταύρωση, τον Επιτάφιο Θρήνο και τον
Ενταφιασμό. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η παράσταση αυτή έλαβε το όνομα «Η Άκρα Ταπείνωσις». Επιπλέον,
σημαντικότατο στοιχείο της σύνθεσης είναι και η επιγραφή του Σταυρού «Ο Βασιλεύς της Δόξης». Τα δυο αυτά
στοιχεία, η επιγραφή του Σταυρού και το όνομα της σύνθεσης, αποτελούν, κατά τη
γνώμη μου, και το κλειδί για την κατανόηση της θεολογίας της εικόνας της Άκρας
Ταπείνωσης.
Το στοιχείο της ταπείνωσης προβάλλεται σε πρώτο πλάνο μέσα
στη σύνθεση, το οποίο όμως συνδέεται με το στοιχείο της δόξας με τρόπο που το
ένα να φωτίζει και να ολοκληρώνει το άλλο. Δεν μπορούμε παρά να προστρέξομε στη
βιβλική θεμελίωση της παράστασης και ν’ αφουγκραστούμε τον προφήτη Ησαΐα να
προλέγει: «ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἢρθη», αλλά και τον Απόστολο
των Εθνών Παύλο να κηρύττει για το Χριστό: «ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου
λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος
ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Διό καί
ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα».
Η ταπείνωση του Χριστού δεν νοείται με όρους ευσεβιστικούς,
ψυχολογικούς ή ηθικούς. Ο Χριστός δεν ταπεινώνεται για να φτάσει στην ηθική
τελείωση ή εν πάση περιπτώσει για να ωφεληθεί ο ίδιος. «Γινώσκετε γάρ τήν χάριν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἳνα ὑμεῖς τῇ
ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β΄ Κορ. 8, 9). Η ταπείνωσή του είναι κένωση, είναι
άδειασμα εαυτού και κατανοείται με όρους υπαρξιακούς. Ελεύθερα προσλαμβάνει την
ανθρώπινη φύση, πλην αμαρτίας, και φτάνει μέχρι την άκρη του θανάτου για να τη
θεραπεύσει και να τη θεώσει. «Τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ
Θεῷ τοῦτο καί σώζεται»32. Ο Θεοδώρητος Κύρου ερμηνεύει: «τήν ἀξίαν κατακρύψας,
τήν ἂκραν ταπεινοφροσύνην εἳλετο, καί τήν ἀνθρωπείαν ὑπέδυ μορφήν … Οὐ γάρ ὡς
δοῦλος δεσποτικόν πεπλήρωται πρόσταγμα, ἀλλ’ ἑκών τήν ὑπέρ ἡμῶν ἀνεδέξατο
σωτηρίαν, καί ὑπήκουσεν ὡς υἱός, οὐχ ὡς δοῦλος»33. Η ταπείνωση και η κένωση
λοιπόν του Χριστού δεν είναι εξωτερική συμπεριφορά ή αλτρουιστική διάθεση, αλλά
εσωτερικός τρόπος ύπαρξης. Είναι το «άδειασμα από τα στοιχεία της ατομικής αυτονομίας
και αυτοτέλειας, η πραγμάτωση της ζωής ως αγάπης και κοινωνίας»34. Ο τρόπος
ύπαρξης της ταπείνωσης είναι ο ίδιος σταθερός και μόνιμος τρόπος ύπαρξης και
σχέσης που τηρεί ο Χριστός και κατά την Ενανθρώπησή του και καθ’ όλη την
επίγεια ζωή του και κατά το Πάθος του και κατά το θάνατό του. Ακόμη και η
Ανάστασή του με τον τρόπο της ταπείνωσης πραγματοποιήθηκε.
Η εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης είναι σύμβολο του Πάθους, το οποίο οδηγεί στην έσχατη ταπείνωση του Χριστού, στον διά σταυρού ατιμωτικό θάνατο, που υπέμεινε για χάρη του ανθρώπου. Φτάνει έτσι στην τέλεια συγκατάβαση, στην απόλυτη αυταπάρνηση. Στο όριο του θανάτου, «θανάτου δέ σταυροῦ». Ο σταυρός υπήρξε το τέλειο σύμβολο της ταπείνωσης και της ατίμωσης. «Ὑψοῦται σταυρός, ἳνα ταπεινώσῃ τόν ὑπερήφανον»35. Κι αν ο σταυρός είναι το όργανο της ατίμωσης, ο θάνατος είναι ο έσχατος εχθρός, που εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου λόγω της αμαρτίας, λόγω του χωρισμού του από το Θεό. Ο νόμος του θανάτου βασιλεύει στη ζωή, η ίδια η κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένη φύση του ανθρώπου εξέπεσε και δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί η θέωσή της, ο σκοπός της δημιουργίας της. Ο άνθρωπος βρέθηκε καθήμενος «ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου» (Ματθ. 4, 16), χωρίς οδό διαφυγής. Γι’ αυτό ο Χριστός φτάνει μέχρι την έσχατη ταπείνωση του σταυρικού θανάτου. «Το αληθινό νόημα του Πάθους πρέπει να βρεθεί όχι μόνο μέσα σ’ αυτό, αλλά πιο πολύ μέσα στην πνευματική οδύνη – στο συναίσθημα της αποτυχίας, της απομόνωσης και της έσχατης μοναξιάς, στον πόνο της αγάπης που προσφέρθηκε κι αποκρούσθηκε»36. Η κραυγή πάνω στο Σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ἳνα τί μέ ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27, 46), είναι η άκρα ταπείνωση: Ο θεάνθρωπος Χριστός βιώνει την ανθρώπινη φύση του έως τον θάνατο (σε λίγη ώρα παραδίδει το πνεύμα και χωρίζεται η ψυχή από το σώμα), δηλαδή έως την εμπειρία της εγκατάλειψης κι από το Θεό. Η έσχατη μοναξιά, η έσχατη απελπισία. Αισθάνεται αποδιωγμένος όχι μόνο απ’ τους ανθρώπους, μα κι απ’ τον ίδιο το Θεό. Ποιος; Αυτός που ο ίδιος είναι ο Θεός! Ποιος μπορεί να ερμηνεύσει το μυστήριο του θανάτου του Χριστού; Ή ακόμη το μυστήριο της υποστατικής ένωσης στο πρόσωπό του, της θείας και της ανθρώπινης φύσης; Το δυσκολότερο να κατανοηθεί δεν είναι η Ανάσταση, αλλά ο Θάνατος του Χριστού.
Δεν απέτυχε πάνω στο Σταυρό ο Χριστός. Το «τετέλεσται» (Ιω. 19, 30), η τελευταία του κραυγή, «πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!»37. Κραυγή νίκης της αγάπης πάνω στο μίσος. «Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τήν ἀγάπην, ὃτι ἐκεῖνος ὑπέρ ἡμῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἒθηκεν» (Α΄ Ιω. 3, 16). Η αγάπη νικά και το θάνατο και τελειούται πάνω στο Σταυρό. «Ἀγαπήσας τούς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» (Ιω. 13, 1). Η μάχη δόθηκε μέχρι τέλους και κερδήθηκε. Το μυστήριο της αγάπης έχει τελεστεί, έχει ολοκληρωθεί. Ο Εσταυρωμένος είναι ο Βασιλεύς της Δόξης και ο Σταυρός είναι ο θρόνος του. Η εξουσία πλέον δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά διακονία, αφού ο βασιλιάς έγινε υπηρέτης, λόγω της αγάπης. «Ὥσπερ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. 20, 28). Ο δε Νικόλαος ο Καβάσιλας αποσαφηνίζει το κίνητρο αυτής της άκρας συγκατάβασης: «ὁ περί τούς ἀνθρώπους ἔρως τόν Θεόν ἐκένωσεν»38. Η κατά του θανάτου νίκη του Χριστού είναι λοιπόν ήδη συντελεσμένη επί του Σταυρού («θανάτῳ θάνατον πατήσας»). Ακολουθεί ο Τάφος, το «μνημεῖον τό καινόν» (Ιω. 19, 42), όπου αποτίθεται το νεκρό σώμα του Χριστού, το οποίο όμως δεν γνωρίζει φθορά γιατί ο θάνατος είναι κατανικημένος. Γι’ αυτό στην εικονογραφία παρουσιάζεται με μια διάφανη φωτεινότητα και στην υμνογραφία με την παρομοίωση του ύπνου. Εκεί, στην εσχατιά του τάφου, στην ακρότατη ερημία, ο Χριστός βρίσκει και προσλαμβάνει την πλήρη ανθρώπινη τραγωδία, τη διαστροφή του πλάσματός του, την ανθρώπινη φύση αποξενωμένη από τον ίδιο τον εαυτό της. «Αν στ’ αλήθεια ο Χριστός “κατήλθεν εις τον Άδην”, αυτό σημαίνει ότι κατέβηκε στα βάθη της απουσίας του Θεού.
Ολοκληρωτικά, ανεπιφύλακτα, ταυτίστηκε με όλη την αγωνία και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Την προσέλαβε και προσλαμβάνοντάς την τη γιάτρεψε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη γιατρέψει παρά κάνοντάς την δική του»39.Μέσα στον Τάφο αποτίθεται με τον Ενταφιασμό και εξέρχεται με την Ανάσταση η Αγάπη που νίκησε τον θάνατο. Μέσα εκεί τελέσθηκε ο γάμος του Χριστού με την Εκκλησία. Ο Τάφος έγινε παστάδα νυφική. «Καί αὐτός ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ» (Ψαλμ. 18, 5). «Ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς» (Εφεσ. 5, 25-26). Η Εκκλησία είχε μόλις πριν λίγες ώρες δημιουργηθεί, πάνω στο Σταυρό, από την νυγείσα πλευρά του Χριστού από την οποία εξήλθε αίμα και νερό, τα στοιχεία των δυο βασικών μυστηρίων της, δηλαδή του Βαπτίσματος (νερό) και της θείας Ευχαριστίας (αίμα). Η Νέα Εύα (Εκκλησία) γεννάται από την πλευρά του Νέου Αδάμ (Χριστός), όπως είχε γίνει και με την πρώτη. Είναι ο Γάμος του Νυμφίου Χριστού με την νύμφη Εκκλησία, ο «γάμος τοῦ Ἀρνίου», που ακολουθεί μετά τη νίκη στον ουρανό (Αποκ. 19, 7). Την εκ του τάφου Έγερση του Χριστού παρομοιάζει με γάμο και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγοντας: «Καί ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς (από τον τάφο) ὡς ὁ νυμφίος ἐκ παστοῦ …. Ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας»40. Συνεχίζοντας δε την ίδια γαμήλια παρομοίωση η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, ψάλλει στον όρθρο της Ανάστασης: «Τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου, Ἱερουσαλήμ, τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος ὡς Νυμφίον προερχόμενον». Και παρακάτω: «Καί γάρ ἐκ τάφου σήμερον, ὣσπερ ἐκ παστοῦ ἐκλάμψας Χριστός, τά γύναια χαρᾶς ἔπλησε».
Η Ορθοδοξία περπατά στο δρόμο που άνοιξε ο έρωτας του Νυμφίου, δρόμος που ξεκινά από την κένωσή του, την άκρα ταπείνωση, για να φτάσει με την εθελούσια θυσία στη δόξα του Σταυρού και στο φως της Ανάστασης, δηλαδή στο πανηγύρι της ζωής, της καταλλαγής και της γαμήλιας ένωσης των πάντων στο Χριστό. Στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν ενωμένες διά παντός η τριαδική θεότητα με την νύμφη ανθρωπότητα, σε μια έκρηξη ερωτική, σ’ ένα γάμο μυστικό κι αιώνιο. Η τελευταία προσευχή του Κυρίου προς τον Πατέρα του πριν το Πάθος αφορούσε την εν Χριστώ ενότητα των ανθρώπων μεταξύ τους και με το Θεό: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν … καί ἐγώ τήν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθώς ἡμεῖς ἓν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν» (Ιω. 17, 21 και 23). «Η εν Γεθσημανή προσευχή του Χριστού είναι αναμφιβόλως η υψίστη πασών των προσευχών κατά την εσωτερικήν αυτής αξίαν και την κοσμοσωτήριον δύναμιν…Προσφερθείσα εις τον Θεόν Πατέρα εν τω Πνεύματι της Θείας αγάπης, θα ενεργή αιωνίως εν τω κοσμικώ είναι ως Φως πάντοτε αμείωτον. Ως ιστορικόν γεγονός δεν διήρκεσεν επί μακρόν· ως πνευματική όμως πράξις Θείας αγάπης έλαβεν αρχήν πρό καταβολής κόσμου (βλ. Α΄ Πέτρ. α΄ 20), και δεν παύει να ενεργή μέχρι σήμερον»41.
Υμνογραφικά παράλληλα της εικόνας
Η εικόνα του Χριστού Άκρα Ταπείνωση, όπως είδαμε, είναι γέννημα-θρέμμα της λειτουργικής πράξης της Εκκλησίας, όπου ζωντανή παρουσία και μάλιστα Ἐξ ἀλοχεύτου προελθών καί λογχευθείς τήν πλευράν, Πλαστουργέ μου, ἐξ αὐτῆς εἰργάσω τήν ἀνάπλασιν τήν τῆς Εὒας, Ἀδάμ γενόμενος, ἀφυπνώσας ὑπερφυῶς ὓπνον φυσίζωον καί ζωήν ἐγείρας ἐξ ὓπνου καί τῆς σαρκός, ὡς παντοδύναμος.
(Τροπάρια της Ε΄ Ωδής του Κανόνα
του Μ. Σαββάτου)
~ · ~
Ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς
ὡς ἀνείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ὁ τήν φύσιν ὡραΐσας τοῦ παντός.
(Εγκώμιο Α΄ Στάσεως, Μ. Παρασκευή)
~ · ~
Ὕπνωσας, Χριστέ, τόν φυσίζωον
ὕπνον ἐν τάφῳ,
καί βαρέος ὕπνου ἐξήγειρας,
τοῦ τῆς ἁμαρτίας, τό τῶν ἀνθρώπων
γένος.
~ · ~
Ὕπνωσας μικρόν καί ἐζώωσας τούς
τεθνεῶτας,
καί, ἐξαναστάς, ἐξανέστησας
τούς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, ἀγαθέ.
~ · ~
Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τήν
πλευράν σου, Λόγε,
σούς θανόντας παῖδας ἐζώωσας,
ἐπιστάξας ζωτικούς αὐτοῖς κρουνούς.
(Εγκώμια Β΄ Στάσεως, Όρθρος Μ.
Σαββάτου)
Δ. Ανάσταση.
Ὡς ἐνιαύσιος ἀμνός, ὁ εὐλογούμενος
ἡμῖν στέφανος χρηστός,
ἑκουσίως ὑπέρ πάντων τέθυται,
πάσχα τό καθαρτήριον·
καί αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος
δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν ἥλιος.
(Τροπάριο της Δ΄ Ωδής του Κανόνα
του Πάσχα)
~ · ~
Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι
τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ
μνήματος, ὡς Νυμφίῳ,
καί συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις
τάξεσι πάσχα Θεοῦ τό σωτήριον.
(Τροπάριο της Ε΄ Ωδής του Κανόνα
του Πάσχα)
~ · ~
Σαρκί ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ
Βασιλεύς καί Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης,
Ἀδάμ ἐγείρας ἐκ φθορᾶς καί
καταργήσας θάνατον.
Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας, τοῦ κόσμου
σωτήριον.
(Εξαποστειλάριο αυτόμελο του
Όρθρου του Πάσχα)
~ · ~
Δεῦτε ἀπό θέας, γυναῖκες
εὐαγγελίστριαι, καί τῇ Σιών εἴπατε·
δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια
τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ·
τέρπου, χόρευε καί ἀγάλλου,
Ἱερουσαλήμ,
τόν Βασιλέα Χριστόν θεασαμένη
ἐκ τοῦ μνήματος ὡς Νυμφίον
προερχόμενον.Πάσχα τό τερπνόν· πάσχα, Κυρίου πάσχα·
πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε·
πάσχα ἐν χαρᾷ ἀλλήλους
περιπτυξώμεθα·
ὦ πάσχα, λύτρον λύπης!
καί γάρ ἐκ τάφου σήμερον,
ὣσπερ ἐκ παστοῦ ἐκλάμψας Χριστός,
τά γύναια χαρᾶς ἔπλησε, λέγων·
κηρύξατε ἀποστόλοις.
(Στιχηρά αναστάσιμα της Οκτωήχου
σε ήχο α΄, του Όρθρου του Πάσχα)
ΜΑΡΚΟΣ Β. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ