Γράφει ο Δημήτριος
Νατσιός, Δάσκαλος
Ποιά είναι, λοιπόν, τα μυστικά του... τάφου, για να
θυμηθούμε και την Πηνελόπη Δέλτα; Τι θα μας προσφέρει η γενναιόδωρη και
ευφορότατη γη της Αμφιπόλεως, «αι Αθήναι της Μακεδονίας», όπως προσφυώς
ονομάστηκαν κατά την αρχαιότητα.
Ολίγα γλωσσοϊστορικά. Προ της αθηναϊκής κυριαρχίας
(437π.Χ.) η πόλη ονομαζόταν Εννέα Οδοί. (Να μας εξηγήσουν οι Σκοπιανοί
απατεώνες και σφετεριστές πώς είναι δυνατόν, οι αρχαίοι Μακεδόνες, να βαφτίζουν
τις πόλεις τους με ελληνικά ονόματα;). Οι Αθηναίοι την μετονόμασαν σε Αμφίπολη,
διότι έκειτο μεταξύ θάλασσας και ποταμού. Του Αιγαίου και του Στρυμόνα. Το
424π.Χ. την κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες. Για την απώλειά της, την οποία θρήνησαν οι
Αθηναίοι, τιμωρήθηκε με εξορία ο Θουκυδίδης. Μάλιστα τα πρώτα έτη της εξορίας
του τα πέρασε στην Αμφίπολη, συγγράφων το αριστούργημά του. Το 357π.Χ., ο
Φίλιππος κατέστησε εκ νέου την Αμφίπολη μακεδονική πόλη. (Χωρίς να αλλάξει το
όνομα ή να επαναφέρει το αρχαίο, εμφύλιες διαμάχες ήταν εξάλλου).
Από την Αμφίπολη όρμησε ο Μέγας Αλέξανδρος προς κατάκτηση
του κόσμου και σ’ αυτήν εγκαθίδρυσε την έδρα του ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος
Παύλος και την έθεσε πρωτεύουσα του μακεδονικού θέματος. Όπως δε συνέβη με
πολλές κατείδωλες πόλεις του αρχαίου κόσμου, με την πάροδο του χρόνου,
ξεθωριάζουν τα χνάρια της, διότι «βγήκαμ’ εμείς ελληνικός καινούργιος κόσμος,
μέγας» (Καβάφης), η χριστιανική οικουμένη. Και τώρα, παραπέμποντας και πάλι
στον αλεξανδρινό, «απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία/την νικηφόρα την
περίλαμπρη/την περιλάλητη, την δοξασμένη/ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμμιά/την
απαράμιλλη» (στα 200π.Χ.) αναμένουμε «να βγεί» ο Μέγας της ιστορίας
στρατηλάτης, Αλέξανδρος ο Μακεδών.
Μακάρι και θα καμαρώσουμε κι ας είναι και ο υιός του και η
εκπάγλου καλλονής Ρωξάνη. (Η Ρωξάνη, κόρη του ηγεμόνα της Βακτιριανής Οξυάρτου,
μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ακολούθησε τον Αντίπατρο στην Μακεδονία. Όταν
και αυτός πέθανε, κατέφυγε στην προστασία της Ολυμπιάδας μαζί με τον γιό της και
νόμιμο διάδοχο, Αλέξανδρο τον Δ’. Δεν απέφυγε τελικά, και αυτή και ο
Αλέξανδρος, την δολοφονική χείρα του Κασσάνδρου, το 311π.Χ.).
Αυθόρμητα όμως αυτές τις ημέρες της... αλεξανδρολογνείας,
ήλθαν στο νου μου και οι... αλεξανδρομάστιγες των σχολικών βιβλίων και η
υποκρισία του «επισήμου» κράτους. (Η μεγαλειώδης παρουσία του Αλεξάνδρου δίχασε
ακόμη και τους λογοτέχνες. Οι υμνητές του ονομάστηκαν αλεξανδροκόλακες, οι
επικριτές του, αλεξανδρομάστιγες). Στις 18.4.2008 είχα δημοσιεύσει κείμενο με
τίτλο «η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Καραγκιόζης και ο... Μέγας Αλέξανδρος». Αποσπώ ένα
τμήμα του τότε άρθρου, διότι τίποτε δεν έγινε στο μεσολαβήσαν διάστημα. Το
υπουργείο Παιδείας είναι το «βαθύ κράτος», τίποτε δεν διαπερνά τους συμπαγείς,
νεοταξικούς τοίχους του.
{«Μπαίνω, μετά την προσευχή στην αυλή, μες στην τάξη. Το
πρώτο δίωρο «Γλώσσα». Απέναντί μου, δίπλα μου, παιδιά της έκτης δημοτικού. Η
ερώτηση κοινότοπη μεν, αλλά συμμαζεύει τις σκέψεις παιδιών και δασκάλου: «Πού
είμαστε παιδιά;» «Στο τετράδιο εργασιών, σελίδα 39, κύριε» (β΄ τεύχος). Πριν
ανοίξουμε τα βιβλία Γλώσσας– περιοδικά ποικίλης ύλης, πετάγεται ένας μαθητής
μου.
«Είδατε, κύριε, τις εικόνες. Έβαλαν τον Μέγα Αλέξανδρο,
μαζί με την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Καραγκιόζη». Γνώριζα την αθλιότητα, αλλά
την είχα ξεχάσει. Παρακολουθώ τις αντιδράσεις των παιδιών. Γελούν,
ειρωνεύονται, διαμαρτύρονται και στο τέλος αγανακτούν.
Δεν εκμαιεύω σχόλιά τους, αυθόρμητα, από καρδίας, λένε τα
Ελληνάκια μου: «Δεν ντρέπονται, τι δουλειά έχει ο Μέγας Αλέξανδρος, με την
Κοκκινοσκουφίτσα»; «Καραγκιόζη λέμε τον ανόητο, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε
κάποιον, πού κολλά ο Μ. Αλέξανδρος»;
Διαβάζουμε την άσκηση. (Αν και είμαι «έξω φρονών» - έξω
φρενών- όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, αυτολογοκρίνομαι προς το παρόν, ας
μιλήσουν οι μαθητές).
Προτείνει, λοιπόν, η άσκηση: «Ένας σεναριογράφος στέρεψε
από ιδέες και ζητάει τη βοήθεια σας! Έχει βρει ποιοι ήρωες θα πρωταγωνιστήσουν
στην φανταστική περιπέτεια που θέλει να γράψει και χρειάζεται τη δική σας
έμπνευση για να ξεκινήσει την ιστορία». Αφού παραθέτει τους «ήρωες», γράφει το
σχολικό βιβλίο: «Γράψτε τώρα την ιστορία και την περιπέτεια αυτής της παράξενης
συντροφιάς, αφού παρουσιάσετε τον καθέναν από τους ήρωες».
Τελειώνει η ανάγνωση της άσκησης και κάτω από την «ηρωική»
σύνθεση, χάσκει ο χώρος όπου οι μαθητές θα γράψουν την δική τους «έμπνευση».
Κατόπιν διαλόγου με τα παιδιά κα ανάλυσης της ρυπαρογραφίας του στερημένου από
ιδέες σεναριογράφου – συγγραφέα του βιβλίου, καταλήξαμε ομοφώνως και γράψαμε
την εξής «φανταστική» (κυριολεκτικά) απάντηση: «Είναι απαράδεκτο και
υποτιμητικό για την ιστορία μας και για το πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να
τον βάζουν δίπλα και να τον συγκρίνουν με πρωταγωνιστές παραμυθιών ή με τον
Καραγκιόζη».
Όλα τα έγραψαν και τα σκέφτηκαν οι μαθητές. Κάποια παιδιά
μίλησαν για προδότες, άλλο παιδί ρώτησε, το «γιατί επιτρέπει το υπουργείο να
περνούν στα βιβλία τέτοιες χαζομάρες», η πιο δύσκολη ερώτηση ήταν «γιατί το
κάνουν αυτό, αφού και εμάς τα παιδιά μάς φαίνεται γελοίο». (Τι δράμα, τι ντροπή
είναι αυτή. Να απολογούμαστε οι δάσκαλοι για τις αθλιότητες που πέρασε στα
βιβλία η νεοταξική λέρα). Έχω πάνω στην έδρα μου συνεχώς το «Ευαγγέλιο» και τον
«Μακρυγιάννη». «Όταν θολώνει ο νους, όταν με βρίσκει το κακό» (Ελύτης),
μνημονεύω τον στρατηγό ή διαβάζω τον λόγο του Κυρίου. Παρηγοριά και καταφύγιο.
Την ρήση του Πατροκοσμά «ψυχή και Χριστός σας χρειάζεται», έτσι την κατανοώ.
Τούτη η χώρα αναστήθηκε χάρις στο αίμα των ηρώων, είναι
μια πατρίδα «που θράφηκε και θρέφεται με την αμβροσία και με το πρόσφορο, και
που ήπιε και πίνει το νέκταρ και το αίμα του Χριστού από το δισκοπότηρο της
Ορθοδοξίας». (Κόντογλου, «Ευλογημένο καταφύγιο», σελ. 145). Ανοίγω τα
«Απομνημονεύματα», διαβάζω και αγαλλιώ: «Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών
Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων… και οι
επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπίαζαν, βασανίζονταν νύχτα και ημέρα
μ’ αρετή, με ‘λικρίνειαν… Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και
προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά… Έντυναν τους
ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακήν διαγωγή…».
Διάβασα στα παιδιά μου όλο το απόσπασμα. Τέλειωσα με τη
φράση, «τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς δίνουν», την οποία αναφέρει ο
στρατηγός για τους «Ευρωπαίγους». Λέω στους μαθητές. Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι
επίλοιποι γοναίγοι μας, φώτισαν με την αρετή τους όλον τον κόσμο. Σήμερα
υπάρχουν κάποια πνευματικά απολειφάδια, το νεοταξικό κηφηναριό που οι
«αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας», τους έβαλαν δασκάλους και
παιδαγωγούς της νεότητας. Γι’ αυτό ο Μέγας Αλέξανδρος με την Κοκκινοσκουφίτσα.
Εξηγώ του μαθητή που με ρώτησε το αμείλικτο «γιατί». Γιατί θέλουν να «χάσωμεν
και την πατρίδα μας και την θρησκείαν μας», χωρίς αυτά τα δύο πολυτίμητα
τζιβαϊρικά, καταντούμε κοιλιές, σάρκες που θα ενδιαφέρονται μόνο για την
τηλεόραση και το ψυγείο. Θα βλέπουμε τι θα φάμε και θα τρώμε ό,τι βλέπουμε.
Ανοίγω το Ευαγγέλιο, στην προς Τιμόθεον Α΄ επιστολή. Διαβάζω: «…παραδιατριβαί
διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και αποστερημένων της αληθείας, νομιζόντων
πορισμόν είναι την ευσέβειαν, αφίστασο από των τοιούτων». Δηλαδή, πρόσεχε από
τις παράλογες και μάταιες ασχολίες ανθρώπων, που έχουν διεφθαρμένο και
χαλασμένο το νου τους και έχουν στερηθεί τελείως την αλήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι
νομίζουν ότι η ευσέβεια είναι πηγή αισχρής εκμετάλλευσης και υλικού πλουτισμού.
Μείνε μακριά από τέτοιους ανθρώπους (στ΄ 5).
Στο α΄ τεύχος των δήθεν βιβλίων γλώσσας, αυτοί οι
«χαλασμένοι» άνθρωποι, μας βάζουν να διδάξουμε «συνταγές μαγειρικής», στο β΄
τεύχος «οδηγίες χρήσης, καφετιέρας», στο γ΄ τεύχος «Μέγα Αλέξανδρο και
Κοκκινοσκουφίτσα», σ’ όλα τα βιβλία ο μολυσμός, η βρωμιά, να χάσουν τα παιδιά
μας το σέβας στη γλώσσα, στην πίστη, στην ιστορία, στην πατρίδα μας, να
βυθιστούν «εις όλεθρον και απώλειαν». Και όλα αυτά σε σχολικά βιβλία, σε
βιβλία, που οι «εξωραϊστές του τίποτα», μας τα πλασάρουν (γιατί περί πλασιέ
πρόκειται) για βιβλία γλώσσας του δημοτικού. Έλεγε ένας παλιός δάσκαλος,
«βιβλίο θα πει κυκλοφορία σκέψεως μέσα σ’ ένα λαό, θα πει αιματοφόρο αγγείο που
διοχετεύει την πνευματικήν τροφήν, που πάει να ζωογονήσει και το τελευταίο
κύτταρο του οργανισμού και να το εμποδίσει να πέσει στον ύπνο τον πνευματικό».
(Α. Δελμούζος, «Μελέτες και πάρεργα», σελ. 26). Οι μαθητές εντόπισαν και
στηλίτευσαν τον ανθελληνικό λεκέ και τους λακέδες που τον διακινούν. Απομένει
στους γονείς να κατανοήσουν ότι «τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί» και
όχι μόνο οι ακροβολισμένοι σε ζωτικούς αρμούς της Εκπαίδευσης, Γραικύλοι της
σήμερον»}.