Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Έχει τρόπο ο Άθωνας, ξέρει τις δυσκολίες των Μοναχών, έμαθε να αναπαύει ψυχές, άλλωστε πάντοτε ήξερε. Πολύ δε περισσότερο, γνωρίζει να αγιάζει τον κόσμο, να πλουτίζει το Ουράνιο στερέωμα με ¨δοκιμασμένους¨ Πατέρες, Μοναχούς που απαρνήθηκαν τα εγκόσμια για να κερδίσουν τον αληθινό επουράνιο Κόσμο, για να κερδίσουν και να συμβασιλεύσουν αιώνια, ευφραινόμενοι στην Παραδείσια θέα του Παναγίου Προσώπου του Κυρίου και Λυτρωτού μας Ιησού Χριστού.
Δεν είναι απελπισμένοι άνθρωποι οι Μοναχοί, δεν είναι οι αποτυχημένοι και ¨ναυαγοί¨ του βίου. Είναι όσοι αγάπησαν το Φως περισσότερο από το σκοτάδι, όσοι συνάντησαν τον ¨πολύτιμον μαργαρίτην¨ και έσπευσαν να τον ακολουθήσουν, όσοι παρά τις ενδεχόμενες δυσκολίες στην προσωπική τους ζωή, δεν αρνήθηκαν την έμφυτη ροπή της ακμάζουσας επί τα υψηλά ψυχής τους και επιθύμησαν να ησυχάσουν από τον κόσμο για τον κόσμο και για χάρη του κόσμου, ως μέρος καθείς της κοινοτικής εκκλησιαστικής κοινωνίας και συνάμα ως Σώμα όλοι, από κοινού, της Αγίας σωστικής Κιβωτού. Στο Περιβόλι της Παναγίας συναντήσαμε πολλούς τέτοιους Μοναχούς. Επιστήμονες, πολλές δε φορές ανθρώπους με δύο και τρία πτυχία, με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών! Σού απαντούσαν μόνο όταν τους ρωτούσες. Σού μιλούσαν μονάχα για τα πλέον απαραίτητα, άλλοι δε απέφευγαν, σταθεροί στο άσκηση της αφωνίας που καλλιεργούσαν. Όσοι πάλι σού μιλούσαν, οι περισσότεροι λες και ήξεραν, μία κουβέντα, έναν λόγο, κάτι θα σου έλεγαν και απορούσες, πως ήξεραν, πως γνώριζαν ό,τι σε προβληματίζει και σε ¨ελέγχει¨, ό,τι σε εμποδίζει να χαμογελάς μακάριος και να κατακλύζεσαι ήσυχος και αναπαυμένος. Σαν την ιστορία που διάβαζα στα γυμνασιακά μου χρόνια, τότε που ήθελα να μιμηθώ τα συναξάρια! Μα πέρασε καιρός και κατάφερα να πολιτεύομαι ως ¨μίμος¨ και ακόμη να διαβάζω!
Ήρθε στο νου μου το αγαπημένο διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ¨το τάξιμον¨, που καλόν είναι να γραφτεί, δεν τιμήθηκε ούτε στο ελάχιστο όσο ζούσε επί της γης. Άλλωστε, να ήταν ο μόνος! Ο συγγραφέας αναφέρεται στον κεντρικό του ήρωα, στην τραγική μορφή του Χρηστάκη, υιό ενός πλούσιου γνωστού Αθηναίου πολιτικού, που αγωνίζεται να οριοθετήσει και να συνταιριάξει την αγάπη του για το Θεό και την αγάπη για τη χήρα μητέρα του. Η δε μητέρα του, αν και δεν έχει καμία επαφή με την Εκκλησία και την πνευματική ζωή, παρ΄ όλα αυτά, σε μία κρίσιμη στιγμή που ανέκυψε σοβαρό ζήτημα υγείας του υιού της, παρότρυνε τον τελευταίο να ¨τάξει¨ ότι αν ιαθεί θα γίνει Μοναχός. Ο Χρηστάκης θεραπεύεται σχετικά σύντομα, αλλά ¨λησμόνησε¨ το τάμα! Περνάει ο καιρός, ετοιμάζεται να νυμφευθεί ο νεαρός και λίγο πριν το γάμο εγκαταλείπει τους πάντες και καταφεύγει στο Άγιον Όρος να μονάσει! Οι μορφές της αρραβωνιαστικιάς του και της μητέρας του να τον βασανίζουν ασταμάτητα. «Αι αλλόκοτοι εκείναι οπτασίαι διελύοντο, ως ιστός αράχνης. Πλην προσκαίρως μόνον. Ίνα φεύ! Μετασχηματισθώσι βραδύτερον ζωηρότεραι και απατηλότεραι εις άλλο του δάσους μέρος, όπου μετέβαινε ν΄ αναπνεύσει, εις άλλο παραδελφού του κελλίον, όπου μετέβαινε ν΄αναπαυθή, νομίζων ότι έπταιε το μέρος. Πλην δεν έπταιε το μέρος. Έπταιεν ο νους του, ο άστατος και αστήρικτος»[1]. Εγκαταλείπει το Όρος, επιστρέφει στην Αθήνα την ημέρα του γάμου της πρώην αρραβωνιαστικιάς του! Βαρύ το φορτίο, ανύμπορος να το βαστάξει ο ήδη ταλαιπωρημένος νους του! Νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική και πεθαίνει ¨μπερδεμένος¨. Η δε μητέρα του, ταπεινωμένη με κοσμικά κριτήρια, αποσύρεται σε γυναικεία Μονή και πεθαίνει ως Μοναχή! Και κλείνει ο περίπτυστος διηγηματογράφος το έργο του ως κάτωθι: «Ο Χριστιανός δεν πρέπει να κάμνη ταξίματα. Αλλ΄ αφού κάμη, οφείλει να τα εκτελέση. Αλλέως χάνει και αυτόν τον κόσμον και τον άλλον»[2].
Ευρισκόμενος στον Άθωνα δεν ήταν λίγες οι φορές που ταλάνιζαν τον απερίσκεπτο νου μου τα προσωπικά μου ¨ταξίματα¨. Να πορευθώ ορθόπρακτα, να γαληνεύσω την αβυσσαλέως κυματίζουσα φιλαυτία μου, να συμπορευτώ κοινοτικά, να αγαπήσω την ησυχία, καθώς «ισχυρός εστίν αληθώς, και δυσχερής και δύσκολος ο αγών γινόμενος εν τοις πράγμασι»[3]. Οι Μοναχοί δεν εγκαταλείπουν τον κόσμο αρνητικά αποφαινόμενοι, αλλά αγαπούν αυτόν και αγωνίζονται νυχθημερόν για τη σωτηρία του. Ωσαύτως και εγώ, σκέπτομαι, φυγή εκ του κόσμου ¨τω τρόπω¨ σημαίνει αμέριστη και αδιάλειπτη κοινοτική μέριμνα υπέρ του κόσμου, καθώς δε λογίζεσαι Χριστιανός εάν ενδιαφέρεσαι μονάχος να αποδράσεις! Και αναφέρομαι στην πνευματική πρωτίστως πεμπτουσία του όρου ¨κοινοτική μέριμνα¨, ως φροντίδα υπέρ του κόσμου, καθώς ο κόσμος επτώχευσε από Θεό και άνθρωπο, επτώχευσε ο κόσμος από αξίες αδιάσειστες, σε πίστη, σε ιδανικά. Μα αν πάλι βιώσεις το κόσμου την αδιαντροπιά και μοχθηρία, μη λυγίσεις με μιάς, συλλογίσου, επτώχευσε ο κόσμος, εκ του ¨περισσεύματος¨ μοιράζεται μαζί σου…
Και αν αναλογιστείς τα ανάλγητα ¨ταξίματά¨ σου στην παρούσα ¨απόκοσμη¨ διαμονή στον κόσμον τούτον τον απόπλανον, μην εντραπείς, ενθυμήσου, « ο Χριστιανός δεν πρέπει να κάμνη ταξίματα, αλλ΄ αφού κάμη, οφείλει να τα εκτελέση. Αλλέως χάνει και αυτόν τον κόσμον και τον άλλον». Έτσι μας δίδαξαν οι Αθωνίτες Πατέρες την αγάπη για την ησυχία, μέσω της εκουσίας και ζωτικά και πνευματοφόρα ενεργούς σιωπής. Εκεί στα μοναχικά περιβόλια, στα καλλικέλαδα ακούσματα των αθωνικών σημάντρων, στους χαμηλούς εξώστες και στα φιλόξενα κιόσκια των ιερών Μονών, μόνο εκεί κατόρθωσα να κατανοήσω τον ¨Κόσμο¨, να ψελλίσω τα μοναχικά ¨περί της φυγής εκ του κόσμου¨ γραφόμενα του Οσίου: «Και τότε ηδυνήθησαν έκαστος αυτών τελειώσαι τον εαυτού αγώνα εν ησυχία. Όπου αι αισθήσεις ουχ εύρον βοήθειαν συγγενέσθαι τω αντιπαλαίοντι ημάς εν τη απαντήσει των βλαπτόντων. Κρείσσον γαρ ημίν θάνατος, εν τω αγώνι, ή ζήσαι εν τω πτώματι»[4].
Παραπομπές:
1.Μωραϊτίδη Αλέξανδρου, Το τάξιμο, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987, σελ. 168,
2.Αυτόθι, σελ. 168, πρβλ., στο συλλογικό ¨Πίστη και Νεοελληνική Λογοτεχνία, η Αναζήτηση του Θεού στη Λογοτεχνία μας¨, Λευκωσία 1990, σελ. 96-99.
3.Οσίου Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, Λόγος σ΄ ¨Περί ωφελείας της εκ της φυγής του κόσμου¨, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 31.
4.Αυτόθι, σελ. 32.