Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, το 1997, στον απόηχο της
ασιατικής κρίσης, οι NότιοΚορεάτες δώρισαν χρυσά κοσμήματα αξίας αρκετών
δισεκατομμυρίων ευρώ στο κράτος για να καταφέρει να πληρώσει το χρέος του προς
το ΔΝΤ. Για τους λαούς των περισσότερων χωρών, αναφέρει το άρθρο, μια τέτοια
κίνηση θα ακουγόταν παράλογη. Κι όμως, οι Κορεάτες το έπραξαν....
Πριν φτάσουν στο σημείο να εκποιήσουν τα προσωπικά τους
αντικείμενα και χρυσαφικά, προηγήθηκε η ξαφνική κατάδυση του εθνικού
νομίσματος, η μια κερδοσκοπική φούσκα μετά την άλλη έσκαγαν, οι εταιρείες και
οι τράπεζες κατέρρευσαν και κάτω από το βάρος του χρέους πολύς κόσμος βρέθηκε
στο δρόμο χωρίς δουλειά.
Το 1997 το ΔΝΤ, κάτω από την επιρροή των ΗΠΑ, άναψε το
«πράσινο» φως για την εκταμίευση του αστρονομικού ποσού των 53,8
δισεκατομμυρίων ευρώ προς τη χώρα που, βέβαια, συνοδευόταν από αυστηρούς όρους
όπως: αύξηση επιτοκίων, δημοσιονομική λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το πρώτο αποτέλεσμα ήταν εμφανές: το ποσοστό της ανεργίας τριπλασιάστηκε αμέσως.
Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι η στάση που κράτησαν οι
απλοί Κορεάτες μπρος σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις. Στην πραγματικότητα το
έκαναν με το κεφάλι ψηλά. Τον Ιανουάριο του 1998 η κυβέρνηση ζήτησε από
τους πολίτες της χώρας να δωρίσουν τα χρυσαφικά τους στο κράτος έτσι ώστε να
βρει χρήματα για να αποπληρώσει το ΔΝΤ. Η απάντηση των πολιτών ήταν άμεση: σε
ειδικά σημεία συλλογής χιλιάδες κόσμου έδιναν τα οικογενειακά κειμήλιά τους,
τις βέρες τους, οτιδήποτε χρυσό αντικείμενο είχαν στην κατοχή τους. Ακόμη και
χρυσά μετάλλια και τρόπαια.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: μέσα σε λίγους μήνες συγκεντρώθηκαν περίπου 227 τόνοι χρυσού που υπολογίστηκαν στα τρία δισεκατομμύρια δολάρια. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η μαζική δωρεά λειτούργησε θετικά και το κράτος, όντως, κατάφερε μετά από τρία χρόνια να πληρώσει το ΔΝΤ.
Θα μπορούσε κάτι
τέτοιο να συμβεί σε άλλες χώρες και εν προκειμένω στην Ελλάδα; Ο οικονομολόγος
Ρολφ Λάνγκχαμερ του Ινστιτούτου του Κιέλου αναφέρει:
«Τα φαινόμενα δεν είναι ομοειδή. Το τρέχον πρόβλημα της
Ελλάδας, σε αντίθεση με την Κορέα του 1997, δεν συνεπάγεται έλλειψη
συναλλαγματικών αποθεμάτων. Πάντως, δεν μπορώ να πω ότι η βασική ιδέα δεν ήταν
αρκετά σωστή. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η μεταφορά χρημάτων από τον
ιδιωτικό τομέα στο κράτος για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Η κανονική
διαδρομή είναι μέσω της πληρωμής των φόρων. Μια άλλη δυνατότητα θα είναι η
ελληνική κυβέρνηση να εισπράξει χρήματα από εκείνους τους πολίτες που έχουν
πλεονάζουσες αποταμιεύσεις και να τους πουλήσει ομόλογα».
Το έπραξε η Ιαπωνία που βρέθηκε σε βαθιά κρίση.
Χρηματοδότησε το έλλειμμά της μεταφέροντας το χρέος στους πολίτες της. Έτσι,
πλέον χρωστούσε στους πολίτες και έλεγχε το εσωτερικό νόμισμα. Κάπως έτσι, το
τεράστιο δημόσιο χρέος της χώρας κατέστη βιώσιμο. Χρειάζεται, όμως, μια βασική
προϋπόθεση για να το κάνει αυτό ένα κράτος: να το εμπιστεύονται οι πολίτες του.
«Αμφιβάλλω αν οι Έλληνες πολίτες έχουν το ίδιο επίπεδο
εμπιστοσύνης. Αν το είχαν, θα πλήρωναν τους φόρους τους και δεν θα έστελναν
καθημερινά τα χρήματά τους στο εξωτερικό», αναφέρει ο Λάνγκχαμερ και
συμπληρώνει:
«Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης στην Ελλάδα είναι μια εθνική
πρόκληση. Η χώρα υποφέρει από ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους πολίτες. Δεν
υπάρχει αμοιβαιότητα στην τρέχουσα κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι ζουν από το
κράτος, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να παρέχουν πόρους σε αυτό για να ξεφύγει
από τα προβλήματά του».
Ο Κορεάτης καθηγητής Πανεπιστημίου Σουνγκ-Σουκ επισημαίνει
πως δεν θεωρεί αδύνατο οι Έλληνες να προχωρήσουν σε αυτή τη θυσία. «Οι Έλληνες
θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματά τους δίχως εξωτερική βοήθεια, αν
αποφάσισαν να ενώσουν τις προσπάθειές τους. Εμείς πάντα θέλαμε να λύνουμε τα
προβλήματά μας μόνοι μας. Ως εκ τούτου διαμορφώθηκε εντός της χώρας μια δύναμη
που ήταν διαποτισμένη από τον εθνικισμό. Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί η κίνηση
των πολιτών να δωρίσουν τα χρυσαφικά τους».
Η Deutsche Welle σημειώνει πως κάτι παρόμοια συνέβη στη
Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου πρόσφεραν τα κοσμήματά τους
για να χρηματοδοτηθούν τα έργα άμυνας της χώρας. Ήταν ένα πρόγραμμα που έφερε
τον ενδεικτικό τίτλο:
«Έδωσα χρυσό για το
σίδηρο».
Ένα σύνθημα που έλκει την καταγωγή του από τον 18ο αιώνα,
όταν συνέβη πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Πρωσία και την
απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική Γαλλία του Ναπολέοντα.