–Ναί.
–Νὰ ἐκτείνει τὰς χεῖρας καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του: « Ἐν θλίψεσι ἐκέκραξα πρὸς Κύριον καὶ ἐπήκουσέ μου».
– Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα… Πώ, πώ, πώ…
– Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα… Πώ, πώ, πώ…
–Ἤτανε πολὺ σπουδαῖα καὶ συγκινητικότατα, Γέροντα, αὐτὰ ποὺ εἴπατε. – Ἀναμνήσεις. Καὶ εἶναι καὶ ὡραῖες καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἀκόμα. Σὰν νὰ τὰ ζῶ. Μετὰ στὸ ἐκκλησάκι… Πά, πά, πά… Καὶ νὰ κοιτάζεις γύρω μὲ τὸ μυαλό σου… Δὲν σᾶς τὰ εἶπα ὅλα! Μέσ’ στὸ ἐκκλησάκι ποὺ ἔμπαινα, πήγαινα, καθόμουνα στὸ στασίδι κι ἔριχνα μιὰ ματιά.
Γύρω ἦσαν βουνά, ἀπὸ πάνω ἦσαν κουμαριές, δάσος, δάσος γύρω, οὔτε ψυχή. Μόνο κάτω στὸν κάμπο ἦταν τὰ χωριά, ἡ Βάθεια. Ἐκεῖ ἔχει τέλεια ἐρημιά, δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ ἔρημο καὶ τό, ἂς ποῦμε, τὸ ἀβοήθητο. Ἀνέβαινα ψηλὰ καὶ κοίταζα γιὰ νὰ τὸ καταλάβω καλά, ποῦ εἶμαι, ποῦ κάθομαι, ποῦ βρίσκομαι. Καταλάβατε; Καὶ μετὰ ἄλλα. Καλὰ εἶπα τὴ λέξη, «τὸ ἀβοήθητον»;
– Τὸ ἀβοήθητον, μάλιστα.
– Πῶς νὰ σοῦ πῶ. Σ’ ἕνα ἔρημο μέρος, ὅπως μοῦ ’τυχε ἐμένανε νὰ μὲ κλείσει ἕνας ἄγριος καιρὸς πάνω σ’ ἕνα βουνό, πού ’ναι ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βάθειας κι ἔκανε μία κακοκαιρία, ἔβρεχε μέρες. Δέκα μέρες συνέχεια βροχὴ κι ἀέρας. Μούγκριζε ὁ ἀέρας, μούγκριζε ὁ πλάτανος κι ἐγὼ πήγαινα μέσα σ’ ἕνα ἐκκλησάκι ἀρχαῖο καὶ ἔτρεμε ὁ κουμπές του, καὶ τρέμανε οἱ ἅγιες ζωγραφιές του, οἱ τοιχογραφίες, κι ἐγὼ καθόμουνα στὸ στασίδι, ἔ, κι ἔβγαινα, πήγαινα ἔτσι πιὸ πάνω κι ἀπ’ τὰ σύννεφα καὶ ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ ἀπ’ τὸν ἀέρα, καὶ ἔβλεπα κάτω τὸν ἑαυτό μου ἔρημο μέσα στὴ θύελλα…, νὰ μουγκρίζει ὁ ἀέρας, τὰ θηρία, ἂς ποῦμε, τῆς φύσεως καὶ νὰ νομίζει κανείς, πὼς βρίσκεται στὴν κόλαση. Ἀλλὰ τὸ αἰσθανόμουνα σὰν τὸ πουλὶ τὸ κατατρεγμένο μὲ τὰ ξεροβόρια, μὲ τὰ χιόνια, ποὺ ζητοῦσε ἕνα καταφύγιο νὰ πάει νὰ γλυτώσει. Καὶ τὸ καταφύγιό μου ἦταν νὰ ταξιδέψω πρὸς τὰ πάνω, διότι ἐδῶ στὴ γῆ ἤτανε φουρτούνα, ἤτανε κακοκαιρία, ἤτανε δύσκολη ἡ ζωή. Καὶ ἡ ψυχή μου ζητοῦσε κάτι πιὸ ἅγιο, πιὸ ὑψηλό, πιὸ τέλειο. Κι αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Βλέπετε πῶς αὐτὰ ἔρχονται μόνα τους… Μὲ παρεξηγεῖτε;
Αὐτὸς ὁ ἀσκητὴς ὅλα τὰ θυσιάζει ἀρκεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸν τρόπο, ἔτσι νὰ αἰσθανθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ θαλπωρὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ. Ἔ, νὰ ἑνωθεῖ, νὰ αἰσθανθεῖ τὴν συντροφιά του μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Κατάλαβες; Δὲν τό ’χει γιὰ κακό… Ἐσεῖς ὅμως τὸ βλέπετε γιὰ κακό. Σοῦ λέει, τί εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα…!
Γύρω ἦσαν βουνά, ἀπὸ πάνω ἦσαν κουμαριές, δάσος, δάσος γύρω, οὔτε ψυχή. Μόνο κάτω στὸν κάμπο ἦταν τὰ χωριά, ἡ Βάθεια. Ἐκεῖ ἔχει τέλεια ἐρημιά, δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβετε τὸ ἔρημο καὶ τό, ἂς ποῦμε, τὸ ἀβοήθητο. Ἀνέβαινα ψηλὰ καὶ κοίταζα γιὰ νὰ τὸ καταλάβω καλά, ποῦ εἶμαι, ποῦ κάθομαι, ποῦ βρίσκομαι. Καταλάβατε; Καὶ μετὰ ἄλλα. Καλὰ εἶπα τὴ λέξη, «τὸ ἀβοήθητον»;
– Τὸ ἀβοήθητον, μάλιστα.
– Πῶς νὰ σοῦ πῶ. Σ’ ἕνα ἔρημο μέρος, ὅπως μοῦ ’τυχε ἐμένανε νὰ μὲ κλείσει ἕνας ἄγριος καιρὸς πάνω σ’ ἕνα βουνό, πού ’ναι ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βάθειας κι ἔκανε μία κακοκαιρία, ἔβρεχε μέρες. Δέκα μέρες συνέχεια βροχὴ κι ἀέρας. Μούγκριζε ὁ ἀέρας, μούγκριζε ὁ πλάτανος κι ἐγὼ πήγαινα μέσα σ’ ἕνα ἐκκλησάκι ἀρχαῖο καὶ ἔτρεμε ὁ κουμπές του, καὶ τρέμανε οἱ ἅγιες ζωγραφιές του, οἱ τοιχογραφίες, κι ἐγὼ καθόμουνα στὸ στασίδι, ἔ, κι ἔβγαινα, πήγαινα ἔτσι πιὸ πάνω κι ἀπ’ τὰ σύννεφα καὶ ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ ἀπ’ τὸν ἀέρα, καὶ ἔβλεπα κάτω τὸν ἑαυτό μου ἔρημο μέσα στὴ θύελλα…, νὰ μουγκρίζει ὁ ἀέρας, τὰ θηρία, ἂς ποῦμε, τῆς φύσεως καὶ νὰ νομίζει κανείς, πὼς βρίσκεται στὴν κόλαση. Ἀλλὰ τὸ αἰσθανόμουνα σὰν τὸ πουλὶ τὸ κατατρεγμένο μὲ τὰ ξεροβόρια, μὲ τὰ χιόνια, ποὺ ζητοῦσε ἕνα καταφύγιο νὰ πάει νὰ γλυτώσει. Καὶ τὸ καταφύγιό μου ἦταν νὰ ταξιδέψω πρὸς τὰ πάνω, διότι ἐδῶ στὴ γῆ ἤτανε φουρτούνα, ἤτανε κακοκαιρία, ἤτανε δύσκολη ἡ ζωή. Καὶ ἡ ψυχή μου ζητοῦσε κάτι πιὸ ἅγιο, πιὸ ὑψηλό, πιὸ τέλειο. Κι αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. Βλέπετε πῶς αὐτὰ ἔρχονται μόνα τους… Μὲ παρεξηγεῖτε;
Αὐτὸς ὁ ἀσκητὴς ὅλα τὰ θυσιάζει ἀρκεῖ νὰ ἐπιτύχει τὸν τρόπο, ἔτσι νὰ αἰσθανθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ θαλπωρὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ. Ἔ, νὰ ἑνωθεῖ, νὰ αἰσθανθεῖ τὴν συντροφιά του μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Κατάλαβες; Δὲν τό ’χει γιὰ κακό… Ἐσεῖς ὅμως τὸ βλέπετε γιὰ κακό. Σοῦ λέει, τί εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα…!
Ἀπὸ τὸ νέο βιβλίου τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου “Θὰ σᾶς πῶ“
Άγιος Πορφύριος
http://www.porphyrios.net