Στην αρχή του χρόνου συγκεντρώθηκαν τα ταγκαλάκια, όπως τα
αποκαλούσε ο γέροντας Παϊσιος, και αποφάσισαν να κάνουν μια φάρσα με τους
ανθρώπους. Ένα από αυτά είπε:
-Τι θα λέγατε να κάναμε λίγη «πλάκα» με τους ανθρώπους,
αφαιρώντας τους κάτι;
Μετά από πολλή σκέψη το πιο μικρό είπε: Ας τους πάρουμε την ευτυχία. Το πρόβλημα όμως είναι πού να την κρύψουμε, ώστε να μην τη βρούνε.
Κάποιο πρότεινε: Να την κρύψουμε στην κορυφή του
ψηλότερου βουνού του κόσμου.
-Όχι. Είπε κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι διαθέτουν τεράστια δύναμη. Κάποιος θα μπορούσε να πάει να τη βρει και τότε όλοι θα μπορούσαν να ξέρουν πού να την αναζητήσουν.
-Τότε να την κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας, πρότεινε ένα άλλο ταγκαλάκι.
Όχι, έχουν υπερσύγχρονα υποβρύχια και πολύ σύντομα θα τη βρούνε, αντέτεινε το πρώτο.
-Να τη φυγαδέψουμε σε ένα μακρινό πλανήτη, πρότειναν εν χορώ κάποια άλλα.
-Τα διαστημόπλοια πάνε κι έρχονται στο διάστημα. Θα την ανακαλύψουν και θα επαίρονται και θα αλαλάζουν ως νέοι μαραθωνοδρόμοι…
Ένα ταγκαλάκι καθόταν σιωπηλό, ακούγοντας προσεκτικά και αναλύοντας σοβαρά κάθε πρόταση.
-Νομίζω, είπε στοχαστικά, υπάρχει ένας χώρος τον οποίο οι άνθρωποι ποτέ δεν θα τον ψάξουν.
Όλα ξαφνιάστηκαν, αλληλοκοιτάχτηκαν και ρώτησαν ταυτόχρονα.
-Πού δεν θα ψάξουν;
-Βαθιά μέσα τους. Εκεί θα κρύψουμε την ευτυχία. Οι άνθρωποι θα είναι τόσο απασχολημένοι ψάχνοντας παντού, πέρα από τους εαυτούς τους, που ποτέ δεν θα τη βρούνε!
Όλα τα ταγκαλάκια συμφώνησαν. Από τότε ο άνθρωπος δαπανά τη ζωή του ψάχνοντας για την ευτυχία του χωρίς να γνωρίζει ότι αυτή βρίσκεται μόνο μέσα του.
«Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν». (Λουκ 17,21).