Ο Όσιος Γαβριήλ καταγόταν από την Ιβηρία και έζησε κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ασκήτευε μέσα σε σπήλαιο, επάνω από τη μεθόριο των μονών Ξηροποτάμου και Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους.
Κάποιο βράδυ, όταν πια στη μονή του Κλήμενος αρχίζουν να κατοικούν Ίβηρες μοναχοί, θαυμάσιο φαινόμενο βάζει σε απορία τους μοναχούς της περιοχής: πύρινος στύλος στέκεται πάνω στη θάλασσα και φθάνει μέχρι τον ουρανό. Το όραμα εξακολουθεί για μερικές μέρες και οι μοναχοί διακρίνουν στη βάση του στύλου μια εικόνα, που πλέει όρθια στα κύματα.
Κάνουν δέηση στον Θεό, για να τους δοθεί ο ανεκτίμητος θησαυρός και η Θεοτόκος εμφανίζεται στον ευλαβή αναχωρητή Γαβριήλ τον Ίβηρα και τον διατάζει να περπατήσει στα κύματα, να πάρει την εικόνα της και να τη δώσει στον ηγούμενο και τους αδελφούς της μονής.
Την Τρίτη της Διακαινησίμου του 1004 μ.Χ., ο Όσιος Γαβριήλ κατήλθε στην παραλία, περπάτησε πάνω στη θάλασσα όπου βρήκε και ανέσυρε την εικόνα της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Στο σημείο που την απέθεσε στην ξηρά ανέβλυσε Αγίασμα που ρέει αστείρευτα, και αποτελεί πηγή θαυμάτων μέχρι και σήμερα.
Χαίρων, ὁ ἱερὸς Γαβριήλ, καὶ καθυπείκων τῇ σεπτῇ ἐμφανείᾳ Σου, κατήλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ ἐν θαλάσσῃ ἁγνή, ἴχνεσιν ἀβρόχοις εἰσπεπόρευται, καὶ πίστει ἀνέλαβε, τὴν ἁγίαν Εἰκόνα Σου, τῶν οἰκτιρμῶν Σου, γλυκασμὸν ἀποστάζουσαν, καὶ βραβεύουσαν, ἀληθῆ ἀγαλλίασιν· ὅθεν αὐτὴν δεξάμενοι, ὡς θείαν Σου ἔλευσιν, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, πανευλαβῶς ἐναπέθεντο, ὑμνοῦντες αἰνοῦντες, Πορταΐτισσα Παρθένε, τὰ μεγαλεῖά Σου.
Ωστόσο, μετά την υποδοχή της και την τοποθέτησή της στο κεντρικό ναό (Καθολικό), η εικόνα τρεις φορές μετακινήθηκε από αυτόν προς την κεντρική είσοδο (Πύλη) της Ιεράς Μονής. Άλλες τρεις φορές την επανέφεραν οι μοναχοί στο Καθολικό αλλά η εικόνα και πάλι πήγαινε στην Πύλη της Μονής.
Χαίρων, ὁ ἱερὸς Γαβριήλ, καὶ καθυπείκων τῇ σεπτῇ ἐμφανείᾳ Σου, κατήλθεν ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ ἐν θαλάσσῃ ἁγνή, ἴχνεσιν ἀβρόχοις εἰσπεπόρευται, καὶ πίστει ἀνέλαβε, τὴν ἁγίαν Εἰκόνα Σου, τῶν οἰκτιρμῶν Σου, γλυκασμὸν ἀποστάζουσαν, καὶ βραβεύουσαν, ἀληθῆ ἀγαλλίασιν· ὅθεν αὐτὴν δεξάμενοι, ὡς θείαν Σου ἔλευσιν, ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων, πανευλαβῶς ἐναπέθεντο, ὑμνοῦντες αἰνοῦντες, Πορταΐτισσα Παρθένε, τὰ μεγαλεῖά Σου.
(ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΌΣΤΙΧΑ ΤΟΥ
ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ)
Τότε η Παναγία εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στον Όσιο Γαβριήλ και του λέει: “Πες στον ηγούμενο να παύσετε να με πειράζετε, διότι δεν ήρθα στο Μοναστήρι για να με φυλάτε σεις, αλλά ήρθα για να γίνω εγώ φύλακας και φρουρός σας και σ' αυτήν και στην μέλλουσα ζωή. Και όσοι θα ζήσουν με ευλάβεια και φόβο Θεού και δεν αμελούν στην απόκτηση των αρετών, και τελειώσουν την πρόσκαιρη ζωή τους σ' αυτόν τον τόπο, ας έχουν θάρρος και να μη φοβούνται την κόλαση διότι αυτή τη χάρη ζήτησα από τον Θεό και Υιό μου και την πήρα. Ως επιβεβαίωση των λόγων μου σας δίνω αυτό το σημείο: Όσο βλέπετε την εικόνα μου στο Μοναστήρι σας, δεν θα λείψη απ' το Όρος τούτο η χάρις και το έλεος του Υιού μου και Θεού» (ε' 143)
Είναι η δεύτερη υπόσχεση της Παναγίας ότι θα προστατεύει τους αγιορείτες μονάχους, μετά από αυτήν που έδωσε στον Όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη παλαιοτέρα.
Έτσι οι πατέρες αφού διάνοιξαν άλλη είσοδο έκλεισαν την πύλη της μονής και την διαμόρφωσαν σε παρεκκλήσι προς τιμήν της θαυματουργού εικόνος, η όποια γι΄ αυτόν τον λόγο ονομάστηκε ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ. Φέρει επίσης και το προσωνύμιο ΠΥΛΩΡΟΣ και η παρουσία της στη Ιερά Μονή και στο Άγιον Όρος θεωρείται εγγύηση για την προστασία του Αγιορείτικου Μοναχισμού από τη Θεοτόκο.
Από τότε παραμένει πάντα εκεί, όπως το θέλησε η Παναγία, έκτος από τις εορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Κοιμήσεως, οπότε μεταφέρεται πανηγυρικά στο καθολικό.
Την δε Τρίτη της Διακαινησίμου οι Αγιορείτες Πατέρες πραγματοποιούν λιτανεία σε ανάμνηση της εύρεσης της και τελείται θεία λειτουργία σε παρεκκλήσιο της παραλίας, κοντά στο σημείο που την έβγαλε από την θάλασσα ο Όσιος Γαβριήλ.
Την δε Τρίτη της Διακαινησίμου οι Αγιορείτες Πατέρες πραγματοποιούν λιτανεία σε ανάμνηση της εύρεσης της και τελείται θεία λειτουργία σε παρεκκλήσιο της παραλίας, κοντά στο σημείο που την έβγαλε από την θάλασσα ο Όσιος Γαβριήλ.
Απολυτίκιον της Πορταΐτίσσης.
Ήχος Α΄. Του λίθου σφραγισθέντος.
Την θείαν Σου Εικόνα δεδεγμένοι εν θαύματι, Πυλωρόν Παρθένε και σκέπην και Προστάτιδα έχομεν, του κλήρου σοι οι τρόφιμοι αεί, και Σου ως αφομείωμα ημείς, την Αυτήν Σου προσκυνούντες από ψυχής, βοώμεν σοι Θεοτόκε ˙ δόξα τη παναγάθω Σου βουλή, δόξα τη προστασία Σου, δόξα τη προς ημάς Αγνή θεία προνοία Σου.