Ιερέας ο ένας, λαϊκός ο άλλος (φίλοι και κουμπάροι)
επέστρεφαν από το Άγιο Όρος. Δάφνη, Σταυρονικήτα, Διονυσίου η σύντομη
διαδρομή …για να γεμίσουν οι μπαταρίες. Στο λεωφορείο της επιστροφής
ανάμεσα στα σχόλια των ημερών για το όρος…
Ιερέας: Να σου πω κάτι, δεν θα το πιστέψεις.
Λαϊκός: Πες μου, τι είναι;
Ιερέας: Μια φορά είχα πάει σε μια αγρυπνία σ’ ένα
γνωστό μου στη Θήβα. Ήμαστε πολλοί παπάδες γιατί γιόρταζε η Εκκλησία, αλλά
και ο κόσμος έφθανε μέχρι το δρόμο. Στην ώρα της Θείας κοινωνίας ετοιμάσαμε
τέσσερα Άγια ποτήρια για να μην καθυστερούμε τον κόσμο, άλλωστε είχε περάσει η
ώρα.
Εγώ κάπως καθυστέρησα, με φώναξε ο Δεσπότης κάτι να μου
πει και άργησα να βγω στον κόσμο για να τους κοινωνήσω. Βγαίνοντας τελικά
ίσα που πρόλαβα και κοινώνησα πέντε- έξι. Το ποτήρι ήταν γεμάτο μέχρι πάνω
και έτσι το κατέλυσα μόνος. Χαιρέτισα τους πατέρες και έφυγα γρήγορα, είχα άλλωστε
και διαδρομή μέχρι την Αθήνα.
Ιερέας: Ακούς ή κοιμήθηκες;
Λαϊκός: Έλα, συνέχισε.
Ιερέας: Βγαίνοντας από την Θήβα να σου κι’ ένα περιπολικό
της τροχαίας να μου κάνει σήμα να σταματήσω.
Αστυνομικοί: Καλησπέρα πάτερ, πως κι΄από δω;
Ιερέας: Επιστρέφω στην Αθήνα.
Αστυνομικοί: Γυρνάνε και οι παπάδες την νύχτα;
Ιερέας: Βρε ευλογημένε σε αγρυπνία ήμουν με τον π. Ν.
στην Εκκλησία σας που γιορτάζει.
Αστυνομικοί: Μια και σε σταματήσαμε, να κάνουμε ένα
αλκοτέστ.
Ιερέας: Οπως νομίζετε παιδιά.
Ετοίμαζαν οι Αστυνομικοί το αλκοτέστ, σβούρα το μυαλό του παπά – γεμάτο το Άγιο ποτήρι, το κατέλυσα μόνος μου …λες ; μπα όχι… έχει ο Θεός.
Αστυνομικοί: Φύσα παπά.
Ιερέας : Ορίστε φύσηξα, πάρτο.
Αστυνομικοί: Αρνητικό, δεν μου λες παπά δεν πίνεις καθόλου
κρασί, ο δείκτης είναι κάτω από τα φυσιολογικά, άντε στο καλό.
Ιερέας: Καληνύχτα παιδιά.
Ξεμάκρυνε ο παπάς, σαν άνθρωπος ίσως κάποιο δευτερόλεπτο
παλαντζάρισε η ψυχή του, μα σαν ιερεύς χάιδεψε λίγο το στήθος του, ένα χαμόγελο
φάνηκε στα χείλη του και ένα “Δόξα Σοι ο Θεός” έσκισε τον Ουρανό και έφτασε στο
θρόνο του Θεού.
Ιερέας: Κατάλαβες ή κοιμάσαι τόση ώρα;
Λαϊκός: Κατάλαβα πάτερ…κατάλαβα!
Είχε γυρίσει ο λαϊκός προς το παράθυρο, και ένα δάκρυ
χαράς και ευγνωμοσύνης για τον Θεό γλίστρησε απ’ τα μάτια, ένοιωθε τώρα μες τα
κατάβαθα της ψυχής η πίστη του μέσα του να μην είχε κολληθεί απλώς, αλλά
πακτώθηκε, έγινε… ένα με τον Ένα!
χ.
Υ.Γ: Το πιο πάνω είναι αληθινό γεγονός.
Πηγή: 1myblog.pblogs.gr