π. Δημητρίου Μπόκου
Α΄.
Στὶς ἰδιαίτερα λαμπρὲς ἑορτὲς τοῦ καλοκαιριοῦ ἀνήκει καὶ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, στὶς 6 Αὐγούστου. Ὁ ἑορτασμός της ἀρχίζει μὲ προεισαγωγικοὺς ὕμνους (καταβασίες καὶ κοντάκιο) ἀπὸ τὶς 27 Ἰουλίου καὶ ἐκτείνεται μέχρι καὶ τὶς 13 Αὐγούστου (ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς). Εἶναι ἑορτὴ τοῦ Χριστοῦ, Δεσποτική, γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν κύρια ἡμέρα της (6 Αὐγούστου) ἐπιτρέπεται κατάλυση ἰχθύος, νὰ τρῶμε δηλαδὴ ψάρια, ἂν καὶ βρισκόμαστε μέσα στὴν αὐστηρὴ νηστεία τῆς Παναγίας.
Πότε καὶ γιατί συνέβη;
Ἡ Μεταμόρφωση συνέβη λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Σταύρωση δηλαδὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ δοκιμασθεῖ σκληρὰ ἡ πίστη τῶν ἀποστόλων καὶ νὰ ἐξανεμισθοῦν ἐντελῶς οἱ ἐλπίδες ποὺ εἶχαν στηρίξει πάνω στὸν δάσκαλό τους ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπαν νὰ πεθαίνει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο, ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς στερεώσει καλά, «πληροφορῶν αὐτοὺς» ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι φαινόταν, ἄνθρωπος δηλαδὴ ἁπλός, ἀλλὰ καὶ Θεὸς τέλειος, «Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων». Ὥστε οἱ μαθητὲς βλέποντας «τὰ θαυμάσιά του», νὰ μὴ δειλιάσουν ἐμπρὸς στὰ παθήματά του.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο νὰ δοκιμασθεῖ σκληρὰ ἡ πίστη τῶν ἀποστόλων καὶ νὰ ἐξανεμισθοῦν ἐντελῶς οἱ ἐλπίδες ποὺ εἶχαν στηρίξει πάνω στὸν δάσκαλό τους ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπαν νὰ πεθαίνει μὲ τὸν χειρότερο τρόπο, ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ τοὺς στερεώσει καλά, «πληροφορῶν αὐτοὺς» ὅτι δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι φαινόταν, ἄνθρωπος δηλαδὴ ἁπλός, ἀλλὰ καὶ Θεὸς τέλειος, «Κύριος καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων». Ὥστε οἱ μαθητὲς βλέποντας «τὰ θαυμάσιά του», νὰ μὴ δειλιάσουν ἐμπρὸς στὰ παθήματά του.
Πῶς ἔγινε;
Ἔτσι λοιπὸν λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του (σαράντα μέρες, κατὰ τὴν παράδοση), παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς «τοὺς προκρίτους τῶν μαθητῶν», Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ ἀνεβαίνει μαζί τους «εἰς ὄρος ὑψηλόν», τὸ Θαβώρ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ ἐνῶ προσευχόταν, «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». Τὸ πρόσωπό του ἄλλαξε μορφή, ἔλαμψε «ὡς ὁ ἥλιος» καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν ἀστραφτερά, «λευκὰ λίαν ὡς χιὼν» καὶ «ὡς τὸ φῶς». Κανένας βαφέας πάνω στὴ γῆ δὲν θα μποροῦσε νὰ τὰ λευκάνει τόσο πολύ. Ταυτόχρονα, μέσα σὲ λαμπρὸ φῶς, ἐμφανίστηκαν οἱ δύο θεόπτες προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας καὶ συνομιλοῦσαν μαζί του, προλέγοντας τὴν ἐπικείμενη ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο, δηλαδὴ τὸν σταυρικό του θάνατο, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή του, ποὺ κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν προφητῶν θὰ συνέβαιναν στὴν Ἱερουσαλήμ.
Οἱ τρεῖς μαθητές, κυριευμένοι ἀρχικὰ ἀπὸ βαρειὰ νύστα, κατάφεραν νὰ τὴν ἀποτινάξουν καὶ νὰ ἔλθουν σὲ ἐγρήγορση. Εἶδαν τότε τὴ δόξα του, καθὼς καὶ τοὺς δύο ἄνδρες ποὺ τὸν παράστεκαν. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ δύο προφῆτες ἐπρόκειτο νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστό, χωρὶς νὰ καταλαβαίνει καλὰ-καλὰ ὁ Πέτρος τί γίνεται, συνεπαρμένος ἀπὸ τὸ θέαμα, εἶπε: «Κύριε, καλὰ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάντα. Νὰ κάνουμε, ἂν θέλεις, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία».
Μὰ ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμα, μία νεφέλη, ἕνα σύννεφο φωτεινὸ τοὺς ἐπισκίασε. Οἱ τρεῖς μαθητὲς φοβήθηκαν ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δύο προφῆτες μπῆκαν μέσα στὴ νεφέλη. Ἀκούστηκε τότε ἀπ’ τὴ νεφέλη μιὰ φωνὴ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Οἱ τρεῖς μαθητὲς τρόμαξαν τόσο πολύ, ποὺ ἔπεσαν πρηνεῖς, μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Μετὰ τὴ φωνὴ ὅμως ἐκείνη ὁ Ἰησοῦς τοὺς πλησίασε, τοὺς ἄγγιξε καὶ τοὺς εἶπε: «Σηκωθεῖτε! Μὴ φοβάστε». Οἱ μαθητές του σήκωσαν τὰ μάτια, μὰ δὲν εἶδαν κανένα ἄλλον, παρὰ μονάχα τὸν Ἰησοῦ.
Καὶ ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ ὄρος, ὁ Χριστὸς τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ λέγοντας: Ὅ,τι εἴδατε δὲν θὰ τὸ πεῖτε σὲ κανέναν, μέχρις ὅτου ἐγώ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἀναστηθῶ ἐκ νεκρῶν (Ματθ. 17, 1-9· Μάρκ. 9, 2-9· Λουκ. 9, 28-36).
Ὁ Χριστὸς καὶ ἐδῶ, ἀκολουθώντας τὴ συνήθη τακτική του, φανερούμενος κρύπτεται. Πολὺ μακρὰν ἀπὸ πειρασμὸ αὐτοπροβολῆς καὶ ἀνθρώπινης δόξας, περισσότερο ἀποκρύπτει, παρὰ φανερώνει τὴ θεϊκή του δύναμη. Στὴν πλειονότητα τῶν θαυμάτων του περισσότερο κόπο καταβάλλει νὰ τὰ ἀποκρύψει παρὰ νὰ τὰ δημοσιοποιήσει. Καὶ τώρα, σχίζοντας ἐλάχιστα τὸ πέπλο ποὺ καλύπτει τὴν ἀνέκφραστη δόξα του, παραγυμνώνει ἀμυδρὰ τὴν ὑπερκόσμια μορφή του. Μεταμορφώνεται μπροστὰ σὲ τρεῖς μόνο μαθητές του. Ἀλλὰ καὶ σ’αὐτοὺς δίνει ρητὴ ἐντολὴ νὰ μὴ μιλήσουν καθόλου μέχρι τὴν Ἀνάστασή του.
Μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ ἐπιδιώκει τὸ ἀντίθετο; Νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει, εἰ δυνατόν, τοὺς πάντες ὅτι εἶναι καὶ Θεός, ὥστε νὰ μὴν κλονισθοῦν ἀπὸ τὸ ἐπικείμενο ἐπώδυνο «τέλος» του;
Ὁ Χριστὸς δὲν διακατέχεται ἀπὸ τὴ συνήθη δική μας, ἀνθρωπίνως δικαιολογημένη, σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ἀνυπομονησία. Δὲν βιάζεται γιὰ πρόωρα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐφόσον «οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ», καὶ «οὔπω πάρεστιν ὁ καιρός» του, περιμένει (Ἰω. 7, 6· 30).
Ὅσο τὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀσκηθεῖ ἐπαρκῶς στὸ «ἀκουέτω», καὶ τὰ μάτια τους ἀτενίζουν χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς νὰ κατανοοῦν, ὁ Χριστὸς παραδίδει κρυφὰ τὸ μυστήριό του, μιλώντας σιγανὰ «πρὸς τὸ οὖς», ψιθυρίζοντας μόνο σὲ ἔμπιστα αὐτιά. Δὲν εἶναι ἡ ὥρα νὰ κηρυχθεῖ «ἐπὶ τῶν δωμάτων» τίποτε ἀκόμη (Λουκ. 12, 3). Δὲν ρίχνει «τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6). Γνωρίζει τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ ὅλα. Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. «Καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανὸν» (Ἐκκλ. 3, 1). Χειρίζεται τὰ πάντα μὲ ἀλάνθαστη, τέλεια κρίση. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ διαλάθει τῆς προσοχῆς του, νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο ἔλεγχό του.
Πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ ἄν δοῦν καὶ ἀκούσουν, δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν καὶ ἱκανοὶ νὰ κατανοήσουν ὀρθὰ ὅσα θέλει νὰ τοὺς φανερώσει γιὰ τὸ πρόσωπό του. Οἱ ἐχθροί του μπορεῖ νὰ φρυάξουν πρὸ τῆς ὥρας ὑπέρμετρα, οἱ φίλοι του νὰ ἐνθουσιαστοῦν ἄκαιρα. Ἡ ὥρα γιὰ νὰ τοὺς διανοίξει νοῦ καὶ καρδιὰ «τοῦ συνιέναι», δὲν ἔχει ἀκόμη σημάνει (πρβλ. καὶ Ἁγ. Φιλαρέτου Μόσχας, Ἡ Θεολογία τῆς καρδιᾶς, ἐκδ. Ἴνδικτος, σσ. 45-47).
Β΄.
Ἡ σημασία της
Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ δείξει μὲ τὴ Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστός; Ὅτι πραγματικὰ καὶ κατὰ κυριολεξία εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», καὶ ἔχει συνεπῶς τὴ δύναμη νὰ φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Καὶ πάλι ἀποφεύγει νὰ δείξει ὅλη τὴ λαμπρότητά του ὁ Χριστός. Φανερώνει μόνο ὅση μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὰ μάτια τῶν μαθητῶν του, «καθὼς ἠδύναντο» καὶ «ὡς ἐχώρουν». Καὶ μόνο ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔχει δυναμώσει μὲ τὴ Θεία Χάρη καὶ ἔχει διευρύνει τὴ φυσική τους δυνατότητα. Γιατὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τὴν πραγματική του δόξα, καὶ νὰ ζήσει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὸν Μωυσῆ. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. 33, 20· πρβλ. καὶ Κριτ. 6, 23).
Ὁ ἄνθρωπος φυσιολογικὰ πεθαίνει, λειώνει ὅπως τὸ κερὶ στὴ φωτιά, ὅταν βρεθεῖ μπροστὰ στὸ φοβερὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὰν τὸ ἄχυρο, ποὺ ἀναπόφευκτα ἀναφλέγεται καὶ γίνεται στάχτη ἂν πλησιάσει στὴ φωτιά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐνίσχυσε τοὺς μαθητές του, ὥστε τὸ ἄυλο πῦρ τῆς θεότητάς του νὰ μὴν καταφλέξει τὰ ὑλικά τους σώματα. Ἔτσι στὸ Θαβὼρ δὲν μεταμορφώνεται μόνο ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητές του, ὥστε νὰ γίνουν ἱκανοὶ νὰ τὸν ἰδοῦν στὴ θεϊκή του δόξα.
Τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως δείχνει τὴ λάμψη, τὴ δόξα τῆς θεότητας. Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς παρουσιάζει στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», τὴν ἀληθινὴ δηλαδὴ ὀμορφιὰ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχικὰ καὶ στὴν ὁποία τώρα μπορεῖ νὰ ξαναφτάσει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶχε ἑνωθεῖ ἀπ’ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του τέλεια καὶ ἀδιάρρηκτα μὲ τὴ θεϊκή του φύση, εἶχε ἤδη τὸ κάλλος αὐτό, ἀλλὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων παρέμενε ἀκόμα συνεσκιασμένο, κρυφό.
«Μόνο ὁ ἄνθρωπος φανερώνει τὸν Θεό», λέγει κάποιος. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πρῶτος ἀληθινός, πλήρης, τέλειος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε, ἀφότου πλάστηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Χριστός, μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἀπέβη ὡς νέος Ἀδὰμ τὸ πρότυπο, ἡ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξ ἀρχῆς «τὸ θεῖο σχέδιο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κρύβει μέσα του ἐν σπέρματι τὴ μέλλουσα ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Δημιουργία καὶ ἐνανθρώπηση ἀλληλοεξαρτῶνται. Ἡ μία ὁλοκληρώνει τὴν ἄλλη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, κατὰ τοὺς ἀνατολικοὺς Πατέρες, ἡ ἐνανθρώπηση θὰ γινόταν ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, σὰν ἔκφραση τῆς θείας ἀγάπης καὶ ἔσχατο τέλος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου» (Paul Evdokimof, Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, σσ. 18 καὶ 23). Ὁ Χριστός, μοναδικὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «σφραγὶς ἰσότυπος, ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸν Πατέρα», θὰ ἐρχόταν ὁπωσδήποτε στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὴν πλήρη ἀγαθότητα τοῦ Πατέρα, ὅτι «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ἐστί, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος» (Ψαλμ. 102, 8).
Ἡ πραγματικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ στὸ ἑξῆς θὰ λαμβάνει χώρα στὴν εὐχαριστιακὴ Θεία Κοινωνία, πραγματοποιεῖται πρῶτα καὶ πλήρως στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος μεταμορφώνεται, γιὰ νὰ φανερώσει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἕνωση. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ πρόσωπό του ἦταν ταυτόχρονα ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστὸς δείχνει καθαρὰ ὅτι, ἂν καὶ εἶναι ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση, ἕνα ὄν, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως ἔχει ἐπάνω του δύο φύσεις, θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη, ἑνωμένες μὲν καὶ ἀδιαίρετες, ἀσύγχυτες ὅμως καὶ διακριτὲς μεταξύ τους (ὅρος Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου). Εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεάνθρωπος.
Τὴ διπλή του αὐτὴ διάσταση ἀκριβῶς ἤθελε νὰ κάμει γνωστὴ στοὺς ἀνθρώπους ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωσή του. Δὲν μεταμορφώθηκε τὴ στιγμὴ ἐκείνη σὲ κάτι ποὺ δὲν ἦταν πρίν. Ἀλλὰ ἔδειξε στοὺς μαθητές του αὐτὸ ποὺ εἶχε πάντα, τὴ δόξα τῆς θεότητάς του, ποὺ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων παρέμενε ἀφανής, κρυμμένη ἀπ’ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του κάτω ἀπὸ τὴ σάρκα του.
Στὸ Θαβὼρ ἔχουμε, ὅπως καὶ στὸν Ἰορδάνη, πανηγυρικὴ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς φανερώνεται μέσα στὴ θεϊκή του λαμπρότητα, ὁ Πατέρας τὸν ἀναγνωρίζει ὡς γνήσιο Υἱό του καὶ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατεβαίνει καὶ ἐπισκιάζει ὡς νεφέλη φωτεινή.
Γ΄.
Προτυπώσεις
Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς συνδέουν ἄμεσα τὴ Μεταμόρφωση μὲ κάποια περιστατικὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτὸ εἶναι γενικὸς κανόνας στὴν Ἱερὰ Ἱστορία. Ὅσα δηλαδὴ συμβαίνουν κατὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, εἶναι σύμβολα, εἰκόνες καὶ προτυπώσεις γιὰ ὅσα θὰ λάβουν χώρα κατὰ τὴν ἐνανθρώπησή του. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ πνευματικὴ προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας γιὰ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Τὸ φῶς, ἡ δόξα καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἄστραψαν στὸ Θαβώρ, προτυπώθηκαν μὲ ἀρκετὰ γεγονότα, κυρίως ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν προφητῶν Μωυσῆ καὶ Ἠλία. Οἱ δύο προφῆτες παρίστανται τώρα στὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τοῦ Θαβώρ, διότι εἶναι αὐτοὶ ποὺ καὶ παλαιὰ εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ φτάσουν σὲ θεοπτία. Ὁ μὲν Μωυσῆς στὴ φλεγομένη βάτο καὶ στὸ Σινᾶ, «ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρί, καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ ρημάτων». Ἦταν τόσο φοβερὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ὁ Μωυσῆς ἀναφώνησε, «ἔκφοβός ειμι καὶ ἔντρομος» (Ἑβρ. 12, 18-22· Ἐξ. κεφ. 19).
Καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ἀντίστοιχη ἐμπειρία τῆς θείας παρουσίας στὸ ὄρος Χωρήβ. «Καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄ Βασ. 19, 11-12).
Οἱ θεοπτίες βέβαια ἐκεῖνες δὲν εἶχαν τὴν αἴγλη τῆς Μεταμορφώσεως. Τότε ἔβλεπαν ἐνέργεια μόνο τοῦ Θεοῦ, τώρα ἐνσαρκωμένο τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Ἀπὸ τὶς προεικονίσεις τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θὰ δοῦμε μία μόνο, τὸν στύλο τοῦ πυρὸς καὶ τῆς νεφέλης. Τί ἦταν ὁ στύλος αὐτός;
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς
Μετὰ τὶς δέκα πληγὲς τῆς Αἰγύπτου ὁ Μωυσῆς πῆρε ἀπ’ τὸν φαραὼ τὴν ἄδεια νὰ φύγουν καὶ ὁδήγησε τοὺς Ἰσραηλίτες, δυὸ περίπου ἑκατομμύρια ψυχές, στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. «Ὁ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης δεῖξαι αὐτοῖς τῆν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός» (Ἐξ. 13, 21). Προπορευόταν τὴν ἡμέρα σὰν στήλη νεφέλης, ποὺ τοὺς ἔριχνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔδειχνε τὸν δρόμο. Τὴ νύχτα γινόταν στύλος πυρὸς φωτεινὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγγει. Ἔτσι μποροῦσαν νὰ ὁδοιποροῦν, ἂν ἦταν ἀνάγκη, καὶ μέρα καὶ νύχτα. Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ποὺ οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν στὴν ἔρημο, ἡ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ ὁ πύρινος στύλος τὴ νύχτα δὲν ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ κοντά τους.
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς συγκαταλέγεται στὰ πιὸ ἀπίστευτα συμβάντα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Μετανοιωμένοι οἱ Αἰγύπτιοι καταδίωξαν τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ τοὺς ἔφτασαν μπροστὰ στὴ θάλασσα. Ὁ προπορευόμενος στύλος τῆς νεφέλης ἔφυγε ἀπὸ μπροστὰ καὶ πῆρε θέση πίσω ἀπ’ τοὺς Ἰσραηλίτες. Μπῆκε ἀνάμεσα στὰ δυὸ στρατόπεδα. Πρὸς τοὺς Αἰγυπτίους δημιουργοῦσε σκοτάδι, ἐνῶ φώτιζε τὴν πλευρὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Δὲν ἐπέτρεψε νὰ πλησιάσουν μεταξύ τους τὰ δυὸ ἀντίπαλα μέρη. Ἐν συνεχείᾳ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πέρασε τὴ θάλασσα ποὺ χωρίστηκε στὰ δύο μὲ θαῦμα, ὅταν ὁ Μωυσῆς τὴ χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὸ ραβδί του, ἐνῶ οἱ Αἰγύπτιοι πνίγηκαν, καθὼς ξαναενώθηκαν τὰ νερὰ (Ἐξ. κεφ. 14).
Ἡ δόξα τῆς Σκηνῆς
Ἀργότερα στὸ ὄρος Σινᾶ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὶς δέκα ἐντολές. Τότε ἔδωσε καὶ ἐντολὴ γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ἕνας λυόμενος ναός. Ὁ Μωυσῆς τὴν ἔστησε μπροστά, ἔξω καὶ μακριὰ ἀπ’ τὸ στρατόπεδο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὅταν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς Σκηνῆς τοποθετήθηκε ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης μὲ τὶς θεόγραφες πλάκες τοῦ νόμου, ἡ φωτεινὴ νεφέλη κατέβηκε στὴ Σκηνὴ καὶ τὴ σκέπασε καὶ ἡ δόξα Κυρίου τὴ γέμισε. Ὁ Μωυσῆς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὴ Σκηνὴ γιὰ ὅση ὥρα ἦταν καλυμμένη καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Μωυσῆς ἔμπαινε στὴ Σκηνὴ κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε γιὰ κάτι νὰ ρωτήσει τὸν Θεό. Τότε ὅλος ὁ λαὸς σηκωνόταν καὶ στεκόταν ὁ καθένας μπροστὰ στὴ σκηνή του, κοιτάζοντας τὸν Μωυσῆ ὥσπου νὰ μπεῖ στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Μωυσῆ κατέβαινε ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ στεκόταν στὶς θύρες τῆς Σκηνῆς. Βλέποντάς το αὐτὸ ὁ λαὸς ὅλος προσκυνοῦσε, καθένας ἀπ’ τὴ θύρα τῆς σκηνῆς του.
Ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν μέσα σὲ νεφέλη στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀνάμεσα στὰ δύο χρυσά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ, ποὺ ἅπλωναν τὶς φτεροῦγες τους πάνω ἀπὸ τὸ ἱλαστήριο, τὸ χρυσὸ σκέπασμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἀπὸ ’κεῖ ὁ Θεὸς μιλοῦσε στὸν Μωυσῆ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», ὅπως μιλάει ὁ καθένας μὲ τὸν φίλο του. Ἡ νεφέλη σκέπαζε ἐπίσης τὴ Σκηνὴ καὶ ὅσες φορὲς κατέφευγε ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἀπειλητικὲς διαθέσεις τῶν Ἑβραίων.
Ὅταν ἡ νεφέλη ὑψωνόταν ἀπὸ τὴ Σκηνή, οἱ Ἰσραηλίτες σηκωνόντουσαν καὶ προχωροῦσαν. Ἂν ὅμως δὲν σηκωνόταν ἡ νεφέλη, περίμεναν ὅλοι στρατοπεδευμένοι μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἐκείνη θὰ ὑψωνόταν. Στὸν τόπο ποὺ σταματοῦσε ἡ νεφέλη, στρατοπέδευε ξανὰ ὁ λαός. Παρέμεναν στὸ στρατόπεδο ἀκόμα καὶ πολλὲς μέρες, βδομάδες ἢ μῆνες. Ἂν δὲν ἔδινε τὸ σύνθημα ὁ Θεὸς διὰ μέσου τῆς νεφέλης, δὲν ξεκινοῦσαν. Ὅταν ὅμως ἀνέβαινε ἡ νεφέλη ἀπὸ τὴ Σκηνή, ἀκόμα καὶ νύχτα νὰ ἦταν, σηκωνόταν ὅλος ὁ λαὸς καὶ προχωροῦσε μὲ συγκεκριμένη πάντα τάξη καὶ σειρά, κατὰ φυλές. Αὐτὰ εἶχαν ὁρισθεῖ μὲ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ (Ἐξ. κεφ. 19-40).
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ
Τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ Ἰσραηλίτες ἐγκαταστάθηκαν στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἔγιναν μεγάλο ἔθνος μὲ τὸν βασιλιά τους Δαυΐδ. Μόνο ὅμως ὁ Σολομών, ὁ γιός του καὶ διάδοχος, ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπ’ τὸν Θεὸ νὰ χτίσει ναό. Ἔγινε τότε ὁ περίφημος ναὸς τοῦ Σολομώντα.
Στὰ ἐγκαίνιά του ἔγινε ἡ ἐπίσημη μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης ἀπὸ τὸν λόφο τῆς Σιών, τελευταῖο τόπο ὅπου εἶχε στήσει τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ὁ Δαυΐδ. Ὁ Σολομὼν προσκάλεσε ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν (πατριῶν) τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Συγκεντρώθηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, «πᾶς Ἰσραὴλ μετ’ αὐτοῦ, ἐκκλησία μεγάλη σφόδρα». Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ ἔγιναν τὸν ἕβδομο ἑβραϊκὸ μήνα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας.
Μὲ μιὰ μεγαλόπρεπη πομπὴ ὁ Σολομών, οἱ ἱερεῖς, ὁ λαὸς ὁλόκληρος, προσφέροντας ἀμέτρητες θυσίες στὸν Θεό, μετέφεραν τὴν Κιβωτὸ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ ναοῦ. Τὴν Κιβωτὸ κρατοῦσαν οἱ ἱερεῖς καὶ τὰ λοιπὰ ἱερὰ σκεύη τῆς Σκηνῆς οἱ Λευΐτες, κατὰ τὴν τάξη ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Κανένας ἄλλος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀκουμπήσει τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 6· Α΄ Παρ. κεφ. 15).
Ἦταν μιὰ λαμπρὴ τελετή. Οἱ λευΐτες καὶ οἱ ψάλτες μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ντυμένοι μὲ λεπτὰ λινὰ ἐνδύματα, στέκονταν πρὸς ἀνατολὰς τοῦ θυσιαστηρίου μὲ κύμβαλα, ἅρπες καὶ κιθάρες, δίπλα σὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἱερεῖς ποὺ σάλπιζαν μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγες. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ψάλτες καὶ σαλπιγκτές, «ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ, ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ, ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ», ὑμνοῦσαν μὲ μιὰ φωνὴ τὸν Κύριο: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
Καὶ πάλι τότε ἡ νεφέλη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱερεῖς βγῆκαν ἀπ’ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, κατέβηκε καὶ γέμισε τὸν ναὸ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱερεῖς δὲν μποροῦσαν νὰ σταθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν τὴ λατρεία. Ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό. Ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε φωτιὰ κι ἔκαψε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὶς θυσίες. Οἱ Ἰσραηλίτες βλέποντας νὰ κατεβαίνει τὸ πῦρ καὶ τὴ φωτεινὴ νεφέλη νὰ πλημμυρίζει τὸν ναό, ἔσκυψαν τὰ πρόσωπά τους μέχρι τὴ γῆ, προσκύνησαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ὕμνησαν, ψάλλοντας ὅτι εἶναι ἀγαθός, «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
Ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ γιορτάστηκε ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες μὲ ἄκρα μεγαλοπρέπεια. Ὁ Σολομὼν θυσίασε εἴκοσι δύο χιλιάδες μοσχάρια καὶ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες πρόβατα, γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ χαίρονται ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ἡ συνάθροιση τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ ὣς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν πρωτοφανής.
Τὴν ὄγδοη μέρα ὁ Σολομών ἔκαμε ἐπίσημη λήξη τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων καὶ ἄφησε τὸν κόσμο νὰ φύγει. Ὅλοι ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους γεμάτοι χαρὰ γιὰ τὶς ευεργεσίες τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. κεφ. 8· Β΄ Παρ. κεφ. 5-7).
Δ΄.
Ἡ λάμψη τῆς Μεταμορφώσεως
Παρὰ τὴν τόση δόξα καὶ λαμπρότητα ὅμως, ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς δὲν ἦταν παρὰ προτύπωση καὶ σύμβολο γιὰ μελλοντικὰ λαμπρότερα πράγματα, ἐν προκειμένῳ γιὰ τὴ Μεταμόρφωση. Οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς τὸ ἀναφέρουν ρητά. Ἡ δόξα ποὺ ἐπισκίαζε τὴ σκηνή, ὁ πυρίμορφος στύλος καὶ ἡ νεφέλη στὴν ἔρημο τότε, ἦταν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως. «Ἡ σκιάζουσα δόξα ἐν τῇ σκηνῇ πρότερον τύπος γεγένηται τῆς ἀστραψάσης ἀρρήτως ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως» (γ΄ ᾠδή). Ὁ πύρινος στύλος δείχνει τὸν Χριστὸ καὶ ἡ νεφέλη τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐπισκίασε τὸ Θαβὼρ. «Ὁ στῦλος τῷ Μωϋσεῖ Χριστὸν τὸν μεταμορφούμενον, ἡ δὲ νεφέλη σαφῶς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, τὴν ἐπισκιάσασαν ἐν τῷ Θαβωρίῳ, παρεδήλου ἐμφανέστατα» (στ΄ ᾠδή).
Ἂν λοιπὸν τὸ σύμβολο, ὁ τύπος καὶ ἡ σκιὰ τῶν μελλόντων, ἕνα πράγμα δηλαδὴ προσωρινὸ ποὺ ἔμελλε νὰ καταργηθεῖ, εἶχε τόση λαμπρότητα καὶ δόξα, πόσο λαμπρότερο εἶναι τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ τύπος καὶ ποὺ δὲν πρόκειται νὰ καταργηθεῖ ποτέ; Οἱ Ἰσραηλίτες ἔβλεπαν τότε τὴ φωτεινὴ νεφέλη, ποὺ ἦταν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τώρα ἐνώπιον τῶν μαθητῶν στὸ Θαβὼρ εἶναι ὁ ἴδιος «ὁ Κύριος τῆς δόξης» (Ἅγ. Φιλάρετος Μόσχας). Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἀσυγκρίτως λαμπρότερο ἀπὸ τοὺς τύπους ποὺ τὸ προεικόνισαν.
Μιὰ αἰσιόδοξη προοπτικὴ καὶ γιὰ μᾶς
Καὶ οἱ μὲν τύποι ἔλαβαν κάποτε χώρα καὶ παρῆλθαν. Ἡ Μεταμόρφωση ὅμως παραμένει γεγονὸς αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο, στὸ ὁποῖο μὲ τρόπο μυστικὸ καὶ ἀκατάληπτο, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὴ φωτιστικὴ καὶ ἀλάνθαστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καλούμαστε νὰ εἰσέλθουμε καὶ μεῖς.
Σ’ αὐτὴ τὴ δόξα θέλει νὰ μᾶς κάνει μετόχους ὁ Θεός. Μᾶς καλεῖ στὴ θέωση. Νὰ γίνουμε «θείας κοινωνοὶ φύσεως, …σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ», ὄχι μία μόνο φορά, ἀλλὰ διηνεκῶς «εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, …ἐπόπται (αὐτόπτες) γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», ὅπως καὶ οἱ τρεῖς του ἀπόστολοι στὸ Θαβὼρ (Β΄ Πέτρ. κεφ. 1). Ἡ ἕνωση τῆς δικῆς μας φύσης γίνεται ὄχι μὲ τὴν οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν (ἄκτιστη) ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴ Θεία Χάρη, καὶ γινόμαστε θεοὶ κατά χάριν. Μόνο στὸ πρόσωπο-ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ ἑνώνονται (ὑποστατικὰ) οἱ δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Θεάνθρωπος.
Ἂν ἀκούσουμε τὰ προστάγματα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἀπ’ τὴ νεφέλη («αὐτοῦ ἀκούετε»), θὰ συνανέλθουμε μαζί του στὸ Θαβώρ. Θὰ εἰσέλθουμε στὴ φωτεινὴ νεφέλη. Θὰ λάμψουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ φῶς του σὰν τὸν ἥλιο στὴ Βασιλεία του.
Καὶ γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο (ἄυλο, ὑπερκόσμιο) φῶς του, ὁ Χριστὸς ἕνα μόνο ζητάει ἀπὸ μᾶς: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχική του παραγγελία καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 3, 11 καὶ 4, 19).
Ἂν τὸ ἐπιχειρήσουμε, «ὀψόμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Ὅλα θὰ γίνουν φωτεινὰ στὴ ζωή μας. Θὰ ἐπισκιασθοῦν ἀπὸ τὴ νεφέλη τοῦ φωτός. «Φωτὶ» λοιπὸν «προσλάβωμεν φῶς». Μακάρι νὰ τὸ πετύχουμε. Ἀμήν.
6 Αὐγούστου 2013
Ἑορτὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504
e-mail: antiyli.gr@gmail.com