Κάποια χρονιά βρέθηκε στο Άγιον Όρος μια παρέα Μηχανικών
του Πολυτεχνείου. Δεν είχαν όλοι την ίδια πνευματική κατάσταση καθότι
τεχνοκράτες. Όμως όλοι τους είχαν συμφωνήσει ότι έπρεπε να επισκεφθούν έναν διορατικό
Γέροντα για να τον ρωτήσουν σχετικά με κάποια θέματα που τους απασχολούσαν, και
να τους πει κάτι τέλος πάντων που θα τους έκανε πραγματικά να ταρακουνηθούν.
Μάλιστα ο ένας απ αυτούς είχε μπει μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο της Ουρανούπολης
και του είχε αγοράσει γλυκά για να τον καλοπιάσει.
Η παρέα αφού τακτοποιήθηκε το μεσημέρι σε Μοναστήρι των
Καρεών κατηφόρισε προς την Ανατολική πλευρά του Όρους για να προλάβει να δει
τον χαρισματικό Γέροντα καθώς θα έμεναν μόνο δύο ημέρες και υπήρχε ο κίνδυνος
να μην προλάβουν να τον δουν διότι οι προσκυνητές περίμεναν ουρά έξω από το
κελλί του.
Όμως εκείνη την ημέρα στάθηκαν πολύ τυχεροί διότι με το
που μπήκαν μέσα στον περίβολο χώρο του κελλιού είδαν τον Γέροντα να τους
περιμένει απ έξω από την πόρτα του έτοιμος να τους καλωσορίσει, λες και το γνώρισε
από πριν ότι θα πήγαιναν εκεί.
-καλώς τους Μηχανικούς και τους Εργολάβους είπε ο Γέροντας
Οι Μηχανικοί μούδιασαν. Κόπηκαν τα πόδια τους. Ο πιο θαρραλέος
τόλμησε και είπε:
-την ευχή σου Γέροντα και του φίλησε το χέρι
-του Κυρίου, απάντησε ο Γέροντας σφίγγοντας σε γροθιά το
χέρι του
Έπειτα ακολούθησαν και οι άλλοι δύο παίρνοντας την ευχή
του Γέροντα, κι έτσι ξεθάρρεψαν λιγάκι από το πρώτο σοκ που υπέστησαν.
Ο θαρραλέος πήρε το λόγο, αλλά με πολύ προσεκτικό ύφος για
να μην προσβάλλει τον χαρισματικό Γέροντα, του είπε:
-μα καλά Γέροντα, τους Μηχανικούς τους βρήκατε. Πράγματι
είμαστε εμείς, αλλά τους Εργολάβους, που τους είδατε; Διότι δεν έχουμε κανέναν Εργολάβο
ανάμεσα μας.
Τότε ο Γέροντας χαμήλωσε τα μάτια του και κοίταξε την
τσάντα που κουβαλούσε μαζί του ο θαρραλέος Μηχανικός και με πολύ ευλαβικό τρόπο
του απάντησε:
-Και αυτοί που κουβαλάς μέσα στην τσάντα σου παιδί μου τι
είναι;
Εκεί ήρθε το δεύτερο σοκ για την παρέα των Μηχανικών από
το Πολυτεχνείο, καθόσον μέσα στην τσάντα που κρατούσε στα χέρια του ο θαρραλέος
Μηχανικός, βρίσκονταν οι εργολάβοι που είχε πάρει από το ζαχαροπλαστείο της
Ουρανούπολης λίγες ώρες πριν για να καλοπιάσει τον Γέροντα.
Το θαύμα που αναζητούσαν οι Μηχανικοί στο Άγιον Όρος είχε
ήδη γίνει.
Έσκυψαν όλοι μαζί και φιλούσαν τα χέρια του Γέροντα χωρίς
να μπορούν πια να αρθρώσουν λέξη καθώς άρχιζαν να κυλούν δάκρυα από τα μάτια
τους.
Ο Γέροντας για να τους βγάλει από την αμηχανία, τους
άνοιξε την πόρτα του κελλιου του και τους είπε να περάσουν μέσα. Είχαν πάρα
πολλά να του πουν…..
Φυσικά το κατώφλι του κελλιού το πέρασαν μόνο οι Μηχανικοί
γιατί οι εργολάβοι…… έμειναν απ’ έξω, επάνω στο ξύλινο τραπέζι της αυλής για
κέρασμα στους προσκυνητές.
Άγιον Όρος 2007
Θηβαίος Πολίτης
διήγηση από Γέροντα του Αγίου Όρους
(η ιστορία είναι αληθινή)